Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, μια δολοφονία και τα διλήμματα των ΗΠΑ
Η δολοφονία ενός ανώτατου πυρηνικού επιστήμονα του Ιράν, πιθανώς από ισραηλινούς πράκτορες, επανέφερε στο προσκήνιο τα ζητήματα που αφορούν το πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας και τα ερωτήματα για τη στάση των ΗΠΑ
Όταν κανείς είναι για καιρό ψηλά στη λίστα στόχων της Μοσάντ και στη συνέχεια εκτελείται, εύλογο είναι να υποθέσει κανείς ότι αυτό μάλλον εξηγεί και τη δολοφονία του.
Ιδίως όταν οι υπηρεσίες του Ισραήλ όχι μόνο διατηρούν ένα αμείωτο ενδιαφέρον για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αλλά και στο παρελθόν είχαν αναλάβει ανάλογες πρωτοβουλίες.
Για παράδειγμα πριν από 10 χρόνια, στις 29 Νοεμβρίου 2010, ήταν ο Μαζίντ Σαχριαρί που είχε δολοφονηθεί, πιθανότατα από τη Μοσάντ, με μια μαγνητική βόμβα που είχε τοποθετηθεί στο αμάξι τους την ώρα που βρισκόταν μπλεγμένο στην κίνηση. Τότε ήταν η κορύφωση των αμερικανικών και ισραηλινών προσπαθειών για την υπονόμευση του πυρηνικού προγράμματος, προσπάθειες που περιλάμβαναν και πρακτικές κυβερνοπολέμου (με το περίφημο “worm” Stuxnet) για την παρεμπόδιση της λειτουργίας των ιρανικών εγκαταστάσεων. Είχε προηγηθεί άλλη μια δολοφονία το Ιανουάριο του 2010 ενώ την ίδια μέσα με τον Σαχριαρί ο Φερεϊντούν Αμπάσι θα καταφέρει να επιβιώσει ανάλογης απόπειρας. Μέχρι το 2012 θα υπάρξουν άλλες δύο δολοφονίες.
Αυτή τη φορά ο στόχος ήταν ο Μοχσέν Φαχριζαντέχ, που θεωρείτο από τις ισραηλινές και αμερικανικές υπηρεσίες ως κάποιος που έπαιζε κεντρικό ρόλο στην τρέχουσα φάση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Τα ιρανικά κρατικά μέσα αμέσως έσπευσαν να καταγγείλουν τη δολοφονία ως «πράξη τρομοκρατίας» και να ορκιστούν εκδίκηση.
Ο Φαχριζαντέχ ούτως ή άλλως βρισκόταν στο στόχαστρο από καιρό και μάλιστα το 2018, όταν οι Ισραηλινοί κατάφεραν να κλέψουν ένα μεγάλο όγκο αρχείων για την αρχική φάση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος (το λεγόμενο «Πρόγραμμα Αμάντ»), είχαν υποστηρίξει ότι είχαν βρει στοιχεία για το ρόλο του και μάλιστα ο Νετανιάχου τον είχε κατονομάσει μιλώντας στην τηλεόραση.
Η σημασία του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν
Η αντιπαράθεση γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν κρατάει αρκετά χρόνια. Επισήμως η χώρα έχει δηλώσει ότι το πυρηνικό της πρόγραμμα αφορά την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Όμως, την ίδια στιγμή οι περισσότερες δυτικές χώρες είχαν την εκτίμηση ότι στην πραγματικότητα ο στόχος ήταν η προσπάθεια να αποκτήσει το Ιράν πυρηνικά όπλα.
Σε μια τέτοια βέβαια κατεύθυνση το Ιράν ακολουθούσε άλλες χώρες που κινήθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση τις προηγούμενες δεκαετίες. Μάλιστα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής το Ισραήλ θεωρείται ότι έχει στην κατοχή του ικανό αριθμό πυρηνικών όπλων.
Στην ιδιαίτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα των επεμβάσεων όπως αυτή στο Ιράκ το 2003 το θέμα αυτό απέκτησε ξεχωριστή σημασία. Ας μην ξεχνάμε ότι το Ιράν έχει μια ξεχωριστή θέση στο κουβάρι των αντιθέσεων στην ευρύτερη περιοχή. Η αίγλη της Ισλαμικής Επανάστασης θα εμπνεύσει κινήματα που δεν πείθονταν πια από τη ρητορική του «Αραβικού Εθνικισμού», θα έχει μεγάλη επιρροή – μέσω του σιιτικού στοιχέιου– στο Ιράκ στη εποχή μετά το 2003 και θα επενδύσει στον λεγόμενο «Άξονα της Αντίστασης», δηλαδή ένα φάσμα κινημάτων που στηρίζει και όπου ξεχωρίζει η δράση της Χεζμπολάχ αλλά και των ανταρτών της Υεμένης (που στηρίζονται σε σημαντικό βαθμό στην ιρανική τεχνογνωσία για τις εντυπωσιακές επιθέσεις τους κατά σαουδαραβικών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων).
Αυτό σημαίνει ότι το Ιράν θα αντιμετωπίζεται από το μεν Ισραήλ ως η μεγάλη απειλή (και κυρίως ως απειλή χωρίς δυνατότητα συνεννόησης όπως εδώ και χρόνια έγινε με την Αίγυπτο) και από τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου και ιδίως τη Σαουδική Αραβία (που δεν εξάγει μόνο πετρέλαιο αλλά και μια εκδοχή συντηρητικού σαλαφιστικού Ισλάμ) ως ο μεγάλος ανταγωνιστής.
Αντίστοιχα, για τις ΗΠΑ το Ιράν ήταν ένα μεγάλο δίλημμα. Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να βλέπουν ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις και δη με ατζέντα ανταγωνιστική προς τη δική τους. Όμως, τα σχέδια για ένοπλη αντιμετώπισή του, που κατά καιρούς επανέρχονται, προσκρούσουν στη διαπίστωση ότι απέναντι σε μια χώρα με τις ένοπλες δυνάμεις (και έναν ορισμένο πατριωτισμό) όπως το Ιράν δύσκολα μπορεί να υπάρξει λύση τύπου «πόλεμος στο Ιράκ, την ίδια ώρα που οι προσπάθειες για «αλλαγή καθεστώτος» ή κάποια παραλλαγή «επανάστασης της κοινωνίας των πολιτών», προσέκρουσαν πάνω στο γεγονός ότι το Ιράν έχει έστω και εντός ορίων μια πολιτική διαδικασία που περιλαμβάνει μορφές εκλογών και συμμετοχής).
Πάντως στην περίοδο Τραμπ, ιδίως μετά το 2018, έγινε σαφές ότι όχι μόνο χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ θα ήθελαν να δουν τις ΗΠΑ να αναλαμβάνουν και στρατιωτική πρωτοβουλία κατά του Ιράν αλλά και ότι υπήρχαν και ανάλογες φωνές και στην Ουάσιγκτον.
Η συμφωνία του 2015
Το αποτέλεσμα μιας ευρύτερης ανησυχίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα αποτυπωθεί σε μια σειρά από αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για να την ανάγκη να σταματήσει η διαδικασία εμπλουτισμού πυρηνικού καυσίμου (βασική προϋπόθεση για την κατασκευή πυρηνικού όπλου), σε αποφάσεις κυρώσεων αλλά και σε μια σειρά επισκέψεων και ελέγχων της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας και ουσιαστικά σε μια διαρκή διαπραγμάτευση με τις ιρανικές αρχές. Η τελική εκτίμηση της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας το 2015 ήταν ότι το Ιράν είχε κάνει προσπάθειες για την κατασκευή πυρηνικού όπλου κυρίως μέχρι το 2003 και ότι αυτές μετά από εκείνο το χρονικό σημείο ήταν πιο περιορισμένες.
Την ίδια στιγμή ήταν σε εξέλιξη και μια πολιτική διαδικασία διαπραγμάτευσης που περιλάμβανε το Ιράν, τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) και τη Γερμανία.
Η κατάληξη των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ή «Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης» (Joint Comprehensive Plan of Action) όπως ήταν η επίσημη ονομασία του.
Το Ιράν δεσμευόταν να απαλλαγεί από το απόθεμά του σε ουράνιο μέσου εμπλουτισμού και να περιορίσει ριζικά το απόθεμα σε ουράνιο χαμηλού εμπλουτισμού όπως και να περιορίσει ριζικά τους φυγοκεντρητές που χρησιμοποιούνται για τον εμπλουτισμό.
Η συμφωνία αυτή αποτελούσε έναν συμβιβασμό που επέτρεπε στις ΗΠΑ να λένε ότι περιορίζουν ριζικά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (οι βασικές προβλέψεις ήταν να εξασφαλίσουν ότι το Ιράν ακόμη και εάν το αποφάσιζε θα χρειαζόταν πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να φτιάξει ένα πυρηνικό όπλο) την ώρα που για το Ιράν σήμαινε την έξοδο από το καθεστώς των κυρώσεων, κάτι που ενδιέφερε και τις ευρωπαϊκές χώρες.
Ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεινε μια ισχυρή τάση υπέρ της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με το Ιράν, κατεύθυνση προς την οποία πίεζαν και σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία. Αυτό κυρίως κλιμακώθηκε στην προεδρία Τραμπ και το αποτέλεσμα ήταν η ανακοίνωση στις 8 Μαΐου 2018 της μονομερούς αποχώρησης των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα και της μονομερούς επιβολής κυρώσεων στο Ιράν και σε χώρες που είχαν συναλλαγές μαζί του, παρά τις έντονες αντιδράσεις των υπολοίπων χωρών που συμμετείχαν στη συμφωνία.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 2020 το Ιράν φάνηκε να συνεχίζει να τηρεί τις βασικές πλευρές της συμφωνίας. Όμως, η δολοφονία στη Βαγδάτη από τις αμερικανικές δυνάμεις του στρατηγού των «Φρουρών της Επανάστασης» Κασέμ Σολεϊμανί, που θεωρήθηκε κατεξοχήν εχθρική ενέργεια από την Τεχεράνη, οδήγησε στην ανακοίνωση της ιρανικής κυβέρνησης ότι το Ιράν πλέον δεν δεσμεύεται ως προς του ποσοτικούς περιορισμούς που είχαν περιληφθεί στη συμφωνία αλλά θα συνεχίζεται να συνεργάζεται με την Διεθνή Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας το συνολικό απόθεμα εμπλουτισμένου ουρανίου του Ιράν έφτανε τα 2442,9 kg πολύ πάνω από το όσιο που θέτει η συμφωνία και με εμπλουτισμό έως 4,5% πιο πάνω από το όριο 3,76% που έθετε η συμφωνία. Η αύξηση των αποθεμάτων σημαίνει ότι μειώνεται ο χρόνος που θα χρειαζόταν το Ιράν για να μπορέσει να φτιάξει ένα πυρηνικό όπλο. Παράλληλα, η έκθεση επισημαίνει και το πρόβλημα που έχει υπάρξει με τον εντοπισμό σωματιδίων επεξεργασμένου ουρανίου σε μια αποθήκη που το Ισραήλ είχε καταγγείλει το 2018 ότι εμπεριείχε αδήλωτο εξοπλισμό από προηγούμενες φάσεις του πυρηνικού προγράμματος.
Η δύσκολη διαπραγμάτευση
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει δείξει ότι επιθυμεί την επιστροφή των ΗΠΑ στη συμφωνία, που άλλωστε ήταν ένα δημιούργημα της εποχής Ομπάμα.
Όμως, τα πράγματα δεν θα είναι τόσο εύκολα, καθώς η διαπραγμάτευση θα πρέπει να αντιμετωπίσει θέματα όπως ο περιορισμός των αποθεμάτων εμπλουτισμενου ουρανίου, το ζήτημα του περιορισμού και της μετατροπής των φυγοκεντρητών αλλά και το ζήτημα της πρόσβασης σε εγκαταστάσεις.
Κυρίως, όμως, θα πρέπει να έχει να αντιμετωπίσει μια ιρανική ηγεσία πολύ πιο δύσπιστη μετά από όσα προηγήθηκαν από το 2018 και επιλογές των ΗΠΑ όπως η δολοφονία Σολεϊμανί αλλά και την εμφανή διάθεση συμμάχων των ΗΠΑ όπως το Ισραήλ να εξωθήσουν τα πράγματα σε αντιπαράθεση ακόμη και ένοπλη με το Ιράν.
- Βαλένθια: «Τα χέρια τους είναι βαμμένα με αίμα»
- Αράντσα Γκονθάλεθ Λάγια: «Η Ευρώπη θα πρέπει να έχει κοινή φωνή απέναντι στον Τραμπ»
- Περού: Ο πρόεδρος Σι εγκαινίασε το λιμάνι Τσανκάι, κινεζικής χρηματοδότησης
- Γερμανία: Επιτέλους, βάλτε φρένο στο «φρένο του χρέους»
- Ευρώ: Tι σημαίνει για νοικοκυριά, επιχειρήσεις η απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο
- ΗΠΑ: Μειώθηκαν οι θάνατοι από υπερβολική δόση σε ποσοστό ρεκόρ σε ένα χρόνο