Φώτη Θαλασσινέ, είσαι ο περιπλανώμενος συγγραφέας των gay ερώτων
Το έργο «Περπλανώμενος, ο μονόλογος ενός συγγραφέα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πανός και συγκλονίζει.
Απίθανα ντεμοντέ και cult το τελευταίο βιβλίο σου, Φώτη Θαλασσινέ. Με μια φωτογραφία σου στο εξώφυλλο, βαμμένου σε στιλ goth-rock, με παλιακές γραμματοσειρές… Τρέλα! (Μου άρεσε πολύ)
Το 2020, που το Instagram καθορίζει την αισθητική μας και που απολύτως νομιμοποιημένοι να μιλούν για τα πάθη τους είναι οι ρέκτες της πολιτικής ορθότητας, εμφανίζεται μία τυπωμένη αφήγηση που δεν ανήκει σε καμία εποχή. Χάρη σε σένα.
Δεν είναι ούτε 80s, ούτε 90s, ούτε 00s. Δεν γράφτηκε από κανέναν διάσημο τηλεοπτικό σταρ που κοπανιέται στα social του για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, κάνοντας stories από το φρεσκοπλυμένο του τζιπ με τα δερμάτινα καθίσματα. Δεν γράφτηκε από κάποιον ακτιβιστή που χρησιμοποιεί ουδέτερα γένη και παπάκια για να μιλήσει για τα φύλα, ούτε από κάποιον που είναι ενεργός εκεί έξω, στα parties και στις συναθροίσεις.
Ασπρόμαυρε, άχρονε Φώτη Θαλασσινέ, είσαι μια από τις πολύ σημαντικές πένες της εποχής μας και αισθάνομαι τιμή να γράφω για έναν μεγάλο συγγραφέα σαν εσένα, ενώ βρίσκεσαι ακόμα εν ζωή, έστω και επιλεκτικά απομονωμένος στο γραφείο σου στην Κω, όπου ζεις τα τελευταία χρόνια.
Σε γνώρισα στο facebook, ύστερα μπήκα στα blogs που γράφεις. Μιλάς με καταπληκτικό για τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω σου, εκ πρώτης μου έμοιασες λιγάκι απολιτίκ, όμως βαθιές αγωνίες για την κοινωνία διαπερνούν τα κείμενά σου. Τα θέματά σου ποικίλα: από ένα πέταγμα νυκτόβιου πτηνού, μέχρι έναν περιθωριοποιημένο gay, και από την συνάντησή σου με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, μέχρι την εμπειρία της απόλαυσης ενός καφέ στα τσίγκινα τραπέζια μιας ακόμα επώνυμης αλυσίδας, Θαλασσινέ, κεντάς.
Δεν μιμείσαι κανέναν, δεν πατάς σε δρόμους που βαδίσματα άλλων έστεψαν ένδοξους. Χαράζεις την δική σου πορεία, σχεδόν αφανής και άσημος, μην πιστεύοντας, καμιά φορά, ούτε ο ίδιος στο ταλέντο σου. Το μόνο πράγμα που με αποδιώχνει από τα γραπτά σου, ενίοτε, είναι η γλώσσα σου. Την βρίσκω λίγο φορτωμένη και βαριά, στις πενήντα λέξεις έχω άγνωστη, και, πίστεψέ με, δεν είμαι η μόνη.
Θα ήθελα, Φώτη μου, από σένα πιο στεγνό, πιο διαυγή λόγο. Να μπορέσει η σκέψη σου να περάσει απευθείας στα gay και τα straight παιδιά της σημερινής εποχής, που δεκαεφτά και είκοσι χρονών πεταλούδες, πετούν των σκώληκα από πάνω τους και τολμούν να βγουν στο δικό τους φως. Σε χρειάζομαι σαφέστερο. Εκτιμώ όμως ότι δεν το κάνεις για να απευθυνθείς σε λόγιους, αλλά επειδή έτσι σκέφτεσαι και μιλάς στ’ αλήθεια εσύ.
Ή μήπως επειδή πιστεύεις ότι η λογοτεχνία είναι άλλο πράγμα από την καθημερινότητα και την αλήθεια; Όχι, κάτι τέτοιο δεν το νομίζω. Γιατί ο Μονόλογός σου, αυτός ο ανέστιος και παραληρηματικός, είναι βγαλμένος τόνο τον τόνο, κόμμα το κόμμα από την δική σου πραγματικότητα, μην σου πω και από την δική μας.
Μας λες στο οπισθόφυλλο:
Όταν η Αθήνα ήταν συνώνυμο της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Βόλτες μου στην Ομόνοια και το Ζάππειο. Κούκλοι άντρες παντού. Ομορφιά και ερωτισμός, διαρκής περιήγηση στο περιθώριο. Τσοντοσινεμά, πάρκα και πλατείες. Η εκτόνωση της μοναξιάς με συνδετικό κρίκο μεταξύ μας την διάθεση για σεξ. Τσόλια και ρατσισμός. Όλοι οι πειραματιστές του κόσμου στην Ομόνοια που ύμνησε ο Γιώργος Ιωάννου, ο Γιώργος Χρονάς. Οργασμοί στα ηχεία του Star και του Cosmopolit, φιλολογικές συζητήσεις, απρόσμενες συναντήσεις με επώνυμους μποέμ. Λυκόφως και νύχτα. Σκονισμένα παπούτσια στους χωματόδρομους, απόδειξη αλητείας στις μεγάλες αλάνες της πρωτεύουσας. The party is over. Απομονωμένος στην Κω. Άνθρωποι που είδα μέσα σε ασφυξία όμοια με την δική μου. Κοινωνική κατακραυγή. Μετεωρισμός μεταξύ στερεοτύπων και απροκάλυπτης φιληδονίας. Από καφενείο σε καφενείο, να φτιάξω ένα στέκι, αρχή μιας δεύτερης θητείας στην εκζήτηση. Στην αποθέωση του σαρκικού φρονήματος. Απόγνωση και νοητός θάνατος. Ο δρόμος προς την αγιότητα.
Ξέρεις κι εσύ ο ίδιος ότι όλα αυτά, πια, δεν σοκάρουν, ίσως και να μην λένε και τίποτα σε κανέναν. Το σεξ απελευθερώθηκε, οι σεξουαλικές επιλογές το ίδιο (ευτυχώς), οι άνθρωποι επέτρεψαν στην κοινωνία να μιλά ανοιχτά, κάποια στιγμή, όμως, η ανοιχτωσιά αυτή δημιούργησε κλεισούρες σε επίπεδο πρακτικό.
Δεν κάνει σεξ ο κόσμος, φίλε μου. Μη νομίζεις ότι είσαι ο μόνος που φαντασιώνεσαι τον σερβιτόρο και το αγαλματένιο του κορμί. Κι άλλοι φαντασιώνονται. Κι άλλες. Το θέμα είναι ποιος κάνει και τι. Ζούμε στα χρόνια κατά τα οποία ντυνόμαστε και μιλάμε όπως μας καπνίσει, λέμε «πούτσος», «μουνί» και «γαμήσι» σα να λέγαμε «τραπέζι», «μήλο» και «ουρανός», αλλά δεν φλερτάρουμε, δεν «την πέφτουμε», δεν «μας την πέφτουν».
Αυτή η νοσταλγία των ενστίκτων που έβγαιναν στην επιφάνεια και γίνονταν πράξεις, των σφαλμάτων που λαμβάνουν χώρα ώρες νυχτερινές, αυτή η μικρή οδύσσεια στο παρελθόν σου, Θαλασσινέ, παρασέρνει τον αναγνώστη του βιβλίου σου. Εμείς οι στρέιτ, εμείς που σε περιθωριοποιούμε και δεν σε αντιλαμβανόμαστε με τον τρόπο που ποθείς, μαυλιζόμαστε από αυτές τις πρόστυχες αφηγήσεις ενός πάλαι ποτέ τσολιού. Καπνοί τσιγάρων στην φαντασία μας, περατζάδες ατελείωτες, σφιχτά οπίσθια σε δερμάτινα παντελόνια, φιλιά, φιλιά, χοροί, μάτια που κλείνουν γεμάτα θάνατο και έρωτα.
Πώς μας ταξιδεύεις με την αφήγησή σου, πώς μας αφήνεσαι, σα να είμαστε οι ακροατές που περίμενες χρόνια πολλά για να τα πεις. Δεν κουνάς δάχτυλο, δεν κατηγορείς, λες αλήθειες. Ναι, λες αλήθειες. Όχι, τις αλήθειες σου. Τις αλήθειες. Έτσι είναι: οι παρίες μιας επαρχιακής πόλης ή χωριού, οι συντηρητικές εν Ελλάδι οικογένειες της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, ο πόθος ο άσβεστος των ανθρώπων όπως εσύ που τόσο πολλή ζωή κατέβασαν μονορούφι κάποτε, που τώρα άφοβοι σε σκοτάδια θανατερά και μελαγχολικά αρμενίζουν.
Δεν είναι το πρόβλημά σου η gay σου φύση, ούτε που μεγάλωσες και ζεις την πέμπτη δεκαετία της ζωής σου. Δεν είναι η ερημιά του νησιού σου και η απονιά των ανθρώπων. Είναι που καταλαβαίνεις ότι οι κύκλοι ανοιγοκλείνουν, είναι που σε πονάει η φθορά η οριστική που δεν γυρίζει πίσω. Σε τρομάζει, ίσως, που τα αποθέματά σου σε καύλα λιγοστεύουν. Ίσως δεν έζησες τελικά αυτά που πράγματι ήθελες.
Ίσως να προοριζόσουν για έναν Άγ(ρ)ιο, Μονογαμικό Έρωτα και όχι για ταξίδια από αγκαλιά σε αγκαλιά, όχι για αυτές τις περιπλανήσεις. Όλα αυτά κατατάσσουν το έργο σου ανάμεσα στα σπουδαία: η συνειδητοποίηση της καταστροφής και, εν τω μέσω της, ο ύμνος στην δημιουργία. Για να υπάρξει δημιουργία, χρειάζεται έρωτας. Ναι, αυτός, ο καταστροφικός, είναι συνάμα τόσο συγκλονιστικά ζωογόνος.
Όμως, σε ευχαριστώ που την δυστυχία σου-το ομολογείς καθαρά, φλερτάρεις με τον γκρεμό σα να’ ταν γκόμενος- την μετατρέπεις σε λέξεις που χορεύουν τόσο όμορφα η μία πίσω από την άλλη. Μεθυστική η ανάγνωση του έργου σου, σε παρασύρει να το πιεις μια κι έξω. Πικρή η επίγευσή του, μια πίκρα καλοδεχούμενη σαν του βερμούτ. Μια πίκρα που, εν τέλει, θερμαίνει και αγκαλιάζει.
Κριτικός λογοτεχνίας δεν είμαι, ούτε θέλω να γίνω. Κριτικοί λογοτεχνίας, αν θες την άποψή μου, γίνονται αυτοί που φοβούνται να βάλουν το όνομά τους κάτω από πόνημα δικό τους, να ρισκάρουν. Ως αναγνώστης σου γράφω, Φώτη Θαλασσινέ, την επιστολή αυτή για να σου πω ότι πρέπει να συνεχίσεις να γράφεις και, για να συνεχίσεις μα γράφεις, πρέπει να συνεχίσεις να ζεις.
Πολλοί και πολλές θα ήθελαν να έχουν κάνει την ζωή σου. Ο δρόμος που έχεις μπροστά σου είναι, πίστεψέ με, ορθάνοιχτος. Σε περιμένουν τόσοι και τόσοι εραστές, όσοι και αναγνώστες. Συγχαρητήρια και στον εκδότη σου, τον Γιώργο Χρονά, που με αυτή την έκδοση έβαλε ένα ακόμα λιθαράκι στο σπουδαίο οικοδόμημα των εκδόσεων Οδός Πανός.
ΥΓ: Στο επόμενο βιβλίο σου, θέλω κι άλλες ιστορίες. Έτσι όπως μόνο εσύ ξέρεις να τις γράφεις. Όπως γίνανε στ’ αλήθεια. Χωρίς τερτίπια και λογοτεχνικά μακιγιάζ, με λέξεις που μας χαστουκίζουν και μας χαϊδεύουν ταυτόχρονα.
- Σταϊκούρας: Ο απολογισμός του 2024 και οι προτεραιότητες για το 2025 σε υποδομές και μεταφορές
- Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν 2024: Top ιδέες στολισμού για το καλύτερο γιορτινό τραπέζι
- Θωμαΐδης: Διπλασιασμός της χρήσης κοκαΐνης τις γιορτές – Που οφείλεται
- Η Τζούντι Γκάρλαντ έκανε το «Have Yourself a Merry Little Christmas» λιγότερο μελαγχολικό
- Ηλίας Ψινάκης: «Με τον Σάκη έχω περάσει 17 χρόνια υπέροχα, με δυσκολίες, κραξίματα, δόξα, πλούτη»
- Γιατί βάζουμε κάλτσες στο τζάκι; Πώς προέκυψε το έθιμο