Κοροναϊός : «Τάφοι χωρίς όνομα» – Ο πόνος των συγγενών για το «αντίο» που δεν είπαν
Ανατριχιαστικός είναι ο ήχος από τους εκσκαφείς που διαταράσσουν την ανάπαυση εκατοντάδων ψυχών στο νεκροταφείο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μαυροφορεμένες φιγούρες ανασηκώνονται για να κοιτάξουν μακρύτερα τα μηχανήματα που δεν σταματούν να ανοίγουν στο λασπωμένο έδαφος τάφους.
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Ανατριχιαστικός είναι ο ήχος από τους εκσκαφείς που διαταράσσουν την ανάπαυση εκατοντάδων ψυχών στο νεκροταφείο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μαυροφορεμένες φιγούρες ανασηκώνονται για να κοιτάξουν μακρύτερα τα μηχανήματα που δεν σταματούν να ανοίγουν στο λασπωμένο έδαφος τάφους.
Για τους νεκρούς του κοροναϊού που ελάχιστοι θα αποχαιρετήσουν. Είναι «τάφοι χωρίς όνομα», με έναν αριθμό να δείχνει πως εδώ θάφτηκε αυτός ο άνδρας, αυτός ο πατέρας, εκείνη η γιαγιά, ένα παιδί.
Οι μαυροφορεμένες φιγούρες, έρχονται και ανάβουν καθημερινά το καντήλι δίπλα στη φωτογραφία του αγαπημένου τους προσώπου. Καθαρίζουν το τζάμι ή και το μάρμαρο αν δεν το ξέπλυνε η βροχή. Μπορούν να κοντοσταθούν για λίγο.
Απέναντι όμως, άνθρωποι ντυμένοι με λευκές στολές πηγαινοέρχονται συνεχώς, σκάβουν, γεμίζουν με χώμα και πάνε πιο πέρα, τους ακολουθεί ο εκσκαφέας με τον ανατριχιαστικό ήχο, γιατί οι τάφοι γεμίζουν, και αραδιάζονται στη σειρά οι πινακίδες με τους αριθμούς, για να ξέρουν εκείνοι που έμειναν πίσω που να αφήσουν ένα στεφάνι, λουλούδια, προσπαθώντας να ισορροπήσουν στα περάσματα ανάμεσα στους φρεσκοσκαμμένους τάφους χωρίς όνομα.
Και ξανά πεθαίνουν
Κάθε μέρα πεθαίνουν 100 και πλέον άνθρωποι, πολλοί στη Βόρεια Ελλάδα, εκεί που η μάχη δεν έχει τέλος αλλά και που η ελπίδα μένει ζωντανή.
Συνήθως συμβαίνει το τελευταίο χάδι, το τελευταίο σφίξιμο στο χέρι – αμφίβολο κι αυτό, να δίνεται λίγο πριν κλείσει η πόρτα του ασθενοφόρου. Οσο κι αν σηκωθείς στις μύτες δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπο, αισθήματα, αντιδράσεις, βαθιά στα μάτια.
«Ναι, έχω δει ανθρώπους να κλαίνε όταν τους φέρνουν στο νοσοκομείο», λέει ο Απόστολος Ανθόπουλος, ειδικευόμενος γιατρός στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου.
«Ερχονται με πυρετό και όχι με ήπια συμπτώματα, κλαίνε γιατί δεν ξέρουν τι θα απογίνουν». Είναι όλο και περισσότεροι. Κάθε μέρα πάνω από 600, πάνω από 610, από 620. Δεν τους προλαβαίνουν οι γιατροί. Πόσοι από αυτούς θα καταφέρουν να ξαναγυρίσουν πίσω;
Κλείνει ο θάλαμος
Κλείνει και ο θάλαμος στο νοσοκομείο. Οι γιατροί θα ενημερώσουν τηλεφωνικά τους συγγενείς. Δεν θα τους αφήσουν ούτε ένα ρούχο να τους δώσουν. Θα το αφήσουν έξω ή θα το δώσουν σε κάποια νοσοκόμα. Πολλοί ασθενείς στη διασωλήνωση έχουν συναίσθηση. Ενα ρούχο για να κοιμάσαι το βράδυ, είναι ο τελευταίος δεσμός με το σπίτι. Οι συγγενείς μακριά περιμένουν με τη θύμηση. Και είναι τόσο πολλοί.
Συνέβη και θα συμβεί κάποιοι από αυτούς να περάσουν μακριά, μπροστά από τα μάτια των μαυροφορεμένων γυναικών. Και να ισορροπήσουν στα στενά λασπωμένα περάσματα ανάμεσα στους ανοιγμένους τάφους. Ούτε και εκεί ένα αντίο;
Η Βασιλική Καραδήμου, ακτινολόγος, έχασε τη μητέρα της απο κοροναϊό. Ολα άρχισαν όταν η άτυχη γυναίκα είχε ήπιες μυαλγίες. Ηρθε η στιγμή που μπήκε στο νοσοκομείο. Ο δρόμος για τη διασωλήνωση πολύ γρήγορος.
«Η ενημέρωση γινόταν μέσω τηλεφώνου. Και εγώ που είμαι γιατρός δεν μπορούσα να πάω στο νοσοκομείο. Το χειρότερο είναι ότι όταν ειδοποιήθηκα ότι η μητέρα μου θα πρέπει να διασωληνωθεί, την αποχαιρέτισα από το τηλέφωνο. Είναι ό,τι πιο σκληρό υπάρχει. Ακόμα και η ταφή, με βάση τα μέτρα, δεν επιτρέπεται να ανοίξεις το φέρετρο και να χαιρετήσεις. Ούτε τελευταίες εικόνες έχεις, δεν έχεις απολύτως τίποτα. Έχεις τη μνήμη ενός ανθρώπου που μια βδομάδα πριν ήταν μια χαρά, και τώρα δεν υπάρχει», λέει η Β. Καραδήμου.
Λιγοστεύουν οι συγγενείς
Λιγοστεύουν οι συγγενείς έξω από τα νοσοκομεία, πηγαίνουν εκεί που τα μηχανήματα σκάβουν. Αλλοι έρχονται και παίρνουν τη θέση τους. Η Δέσποινα Ιωακείμ, εργάζεται ως τραυματιοφορέας στο ΑΧΕΠΑ. Νόσησε και η ίδια από κοροναϊό.
«Την ημέρα που πήρα το εξιτήριο, χαρούμενη πλέον ότι θα πάω στο σπίτι να συνεχίσω την νοσηλεία εκεί, έχασα και τον πατέρα μου, ο οποίος πάλεψε για την ζωή του 20 ολόκληρες ημέρες διασωληνωμένος στο νοσοκομείο του «Παπανικολάου». Και θέλω να ευχαριστήσω πάρα πολύ και τους γιατρούς εκεί γιατί κάνανε τα πάντα. Τα πάντα κάνανε. Απλά ο πατέρας μου έχασε την μάχη γιατί αυτή η μάχη είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ δύσκολη…»
Χτυπημένη για δεύτερη φορά από τη μοίρα, μην έχοντας ξεπεράσει ακόμα τον κοροναϊό, σηκώνει και το πένθος του πατέρα της, που είχε να τον σφίξει στην αγκαλιά της πάνω από ένα μήνα, και δεν μπόρεσε ούτε να τον αποχαιρετήσει…
Ενα νούμερο πάνω στον σταυρό
«Είναι τραγωδία. Είναι δύσκολο. Είναι απάνθρωπο. Και το πιο δύσκολο είναι ότι έχασα τον πατέρα μου, το στήριγμά μου γιατί όλα αυτά τα χρόνια είχα στήριγμα τον πατέρα μου, μαζί του μπόρεσα και μεγάλωσα το παιδί μου. Και το τραγικό της μοίρας είναι ότι δεν μπόρεσα να του πω ούτε ένα αντίο. Ούτε ένα γεια. Ούτε ένα ευχαριστώ… Ούτε ένα ευχαριστώ.»
Με την μητέρα της επίσης να νοσεί με κοροναϊό, κανείς δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην κηδεία του 80χρονου. Το ψυχολογικό φορτίο ότι έφυγε μόνος του είναι αφόρητο.
«Ούτε ένα γεια και ούτε στην κηδεία μπόρεσα να πάω. Και επίσης, οι άνθρωποι αυτοί που κηδεύονται με covid… είναι λίγο σκληρός ο τρόπος γιατί ο μπαμπάς μου είναι απλά ένα νούμερο σε έναν σταυρό. Τίποτα παραπάνω. Είναι ένα νούμερο σε ένα σταυρό. Όλοι οι άνθρωποι που θάβονται με covid είναι ένα νούμερο σε ένα σταυρό.»
Η Ηρώ Σφέτσου έχασε τη μητέρα της από κοροναϊό. Ηταν το 162ο κρούσμα κοροναϊού που κατέληξε στη χώρα μας. Έφυγε ολομόναχη στις 16 Μαΐου στο νοσοκομείο Νίμιτς όπου νοσηλευόταν.
Μαζί με την αδελφή της έζησε από απόσταση την άνιση μάχη της 84χρονης μητέρας της με τον ιό, χωρίς να μπορεί να κρατήσει το χέρι της. «Επειδή χρειαζόταν είδη ρουχισμού αφήσαμε στην είσοδο του νοσοκομείου ρούχα και μια κάρτα γιατί ήταν η γιορτή της μητέρας» συμπλήρωσε η Ηρώ Σφέτσου.
Εξίσου σκληρός ήταν και ο αποχαιρετισμός αφού στο τελευταίο ταξίδι την αποχαιρέτησαν έξι άνθρωποι όλοι και όλοι. «Στο κομμάτι του αποχαιρετισμού, ούτε να την ψάλλουμε, ούτε να έχει τους δικούς της ανθρώπους δίπλα της».
Έξι μήνες μετά, αυτό που βασανίζει ακόμη τη 48χρονη γυναίκα είναι ότι ως κόρη, ο κοροναϊός της αφαίρεσε τη δυνατότητα να φροντίσει αλλά και να είναι κοντά στη μητέρα της στο τελευταίο αντίο.
Ερχονται και φέτος τα Χριστούγεννα. Δεν θα είναι όπως τα περυσινά, ούτε σαν τα Χριστούγεννα ακόμη πιο παλιά. Ο φόβος κυλάει στις πόλεις, μπαίνει από τις χαραμάδες κάτω από τις πόρτες. Πολλοί δυσκολεύονται να κοιμηθούν βλέποντας τη θέση δίπλα στο κρεβάτι αδειανή.
Πολλοί έχουν τύψεις που δεν πρόλαβαν να πουν όσα δεν είπαν σε μία ζωή…τόσο μεστό μπορεί να είναι το τελευταίο αντίο. Αλλοι, άνοιξαν την πόρτα σέρνοντας μαζί τους εκείνο το πανό που είχαν κρεμάσει έξω από το νοσοκομείο. Σε κάθε σπίτι όμως, υπάρχει ένα φως ελπίδας που μένει όλο το βράδυ ανοικτό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις