Η μαραντονολογία που προέκυψε σε ολόκληρο τον κόσμο αυτές τις τελευταίες μέρες, μετά τον θάνατο του ίσως μεγαλύτερου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, με οδήγησε σε μια παρατήρηση: όσοι μαζί του ασχολήθηκαν περιόρισαν τις όποιες αναφορές τους σε τρία επεισόδια της πολυτάραχης ζωής του. Στα όσα έκανε στο Μουντιάλ του 1986 (ειδικά στο ματς με την Αγγλία, που δεν ήταν καν τελικός), στα όσα έκανε στην Ιταλία (με τη Νάπολι στο Καμπιονάτο και με την Εθνική Αργεντινής στο Μοντιάλε του 1990) και στα προβλήματά του με τα ναρκωτικά. Μικρές αναφορές, που προκάλεσαν μειδίαμα σε όσους γνώριζαν τον Μαραντόνα, έγιναν και στην πολιτική του στράτευση. Αφορούσαν τη φιλία του με τον Φιντέλ Κάστρο και το τατουάζ του Τσε που είχε στο μπράτσο και έγιναν για να παρουσιαστεί ο μακαρίτης ως «ποδοσφαιριστής λαϊκός αγωνιστής». Τον Κάστρο τον γνώρισε αφού σταμάτησε το ποδόσφαιρο και τότε έκανε και το τατουάζ. Οταν μεσουρανούσε τον ενδιέφεραν πιο πολύ τα πάρτι και τα ακριβά αυτοκίνητα – όπως όλους σχεδόν τους ποδοσφαιριστές. Αλλά ας μην αφήνουμε τις μικρές λεπτομέρειες να χαλάνε ωραίες ιστορίες.

Βίτσια

Γιατί άραγε όλοι επικέντρωσαν τα σχόλιά τους στα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα και στα βίτσια του και όχι σε άλλες πτυχές της πολυτάραχης ζωής του; Νομίζω γιατί σημαντικό ρόλο στη λατρεία του Μαραντόνα έχουν παίξει οι θαμπωμένοι από την ποδοσφαιρική κλάση του μαραντονολόγοι, που υπήρξαν πάντα οι κήρυκες των θαυμάτων του. Οπου θαύματα δεν υπάρχουν (στο Μουντιάλ του 1982 ή στο Μουντιάλ του 1994 π.χ. ή στην προπονητική του καριέρα) δεν υπάρχουν και λόγοι για αναφορές. Κι ας ήταν και τα κεφάλαια αυτά της ζωής του συναρπαστικά.

Εμπνευση

Οι επιτυχίες και τα βίτσια έγιναν λόγος που ο Μαραντόνα ξεκίνησε ως προικισμένος ποδοσφαιριστής κι έγινε ένα είδος pop σταρ. Ως pop σταρ ο Μαραντόνα δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει και πηγή έμπνευσης για πολλούς. Στην Ιταλία και στην Αργεντινή έχουν εκδοθεί πάνω από διακόσια βιβλία (!) που έχουν να κάνουν με τον μύθο του. Το πιο αποκαλυπτικό υπήρξε το πρώτο, αυτό που κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1990 από τον τότε υπεύθυνο επικοινωνίας της Νάπολι και δημοσιογράφο της «Repubblica» Πάολο Παολέτι, με τίτλο «Ο Δικός μου Βασιλιάς». Ο Παολέτι δίνει στο βιβλίο έναν χαρακτήρα μυθιστορήματος περιγράφοντας τρομερές ιστορίες που έχει ζήσει από πρώτο χέρι: σε αυτό αποκαλύπτονται για πρώτη φορά οι σχέσεις του Ντιέγκο με μαφιόζους, περιγράφονται νύχτες ακολασίας, υπάρχουν εξηγήσεις για τη συμπεριφορά της γυναίκας του Κλάουντια που κάνει πως δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Φυσικά υπάρχουν πολλά και από τα κατορθώματά του εντός των αγωνιστικών χώρων: το βιβλίο είναι σαν ένα μεγάλο ρεπορτάζ. Αλλά δεν περιέχει σχεδόν τίποτα από όσα ο παίκτης κάνει πριν από τον ερχομό του στη Νάπολι. Είναι μια Καινή Διαθήκη χωρίς ίχνος αναφοράς στην Παλαιά.

Ντοκιμαντέρ

Το ίδιο διαπιστώνει κανείς και στα πολυδιαφημισμένα ντοκιμαντέρ που έκαναν δυο σπουδαίοι σκηνοθέτες προσπαθώντας να καταγράψουν το φαινόμενο Μαραντόνα. Ο Εμίλ Κουστουρίτσα και ο Ασίφ Καπάντια προσπάθησαν να διεισδύσουν στον άγνωστο κόσμο του Ντιέγκο και να τον ψυχογραφήσουν. Το αποτέλεσμα δεν είναι το καλύτερο καθώς δεν γίνεται να μη χαθείς στον ωκεανό του κόσμου του Μαραντόνα, αλλά το πρόβλημα δεν είναι η δυσκολία των σκηνοθετών: είναι η μερικότητά τους. Και στα δύο ντοκιμαντέρ αποτυπώνονται κάποιες απίθανες σκηνές που μας βοηθούν να καταλάβουμε πτυχές από την απίθανη προσωπικότητά του, αλλά κυρίως κατανοεί κανείς το είδος της λατρείας που τον περιβάλλει. Στο ντοκιμαντέρ του Κουστουρίτσα βλέπουμε ζευγάρια που παντρεύονται στην «Εκκλησία του Μαραντόνα», που δημιουργήθηκε από πιστούς του στην Αργεντινή. Βλέπουμε επίσης σκηνές από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, καταλαβαίνουμε την παθολογική αγάπη που έχει στη μητέρα του, τον ακούμε να μιλά για τον Κάστρο, τον Τσάβες, τη FIFA σαν ποδοσφαιριστής που ακόμα αγωνίζεται. Κι ας έχει σταματήσει το ποδόσφαιρο πάνω από δέκα χρόνια.

Λήψεις

Και τo ντοκιμαντέρ του Καπάντια, μολονότι είναι ολότελα διαφορετικό, μας παρουσιάζει έναν Μαραντόνα που θαρρείς πως φεύγοντας από τη Νάπολι πέθανε. Βασίζεται σε πάνω από 500 ώρες λήψεων που έγιναν τον καιρό που ο Ντιέγκο αγωνιζόταν στη Νάπολι – ο ίδιος ο Μαραντόνα έχει πληρώσει για την καταγραφή αυτών των στιγμών πραγματοποιώντας ένα νεανικό του όνειρο. «Εκατοντάδες ώρες γυρίστηκαν τότε, αλλά το υλικό δεν αξιοποιήθηκε», λέει ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας πως «οι μισές μπομπίνες ήταν στη Νάπολι και οι άλλες βρίσκονταν σε μια αποθήκη της πρώην γυναίκας του Μαραντόνα, της Κλάουντια». Ο Μαραντόνα είχε τη βεβαιότητα ότι θα έχει ενδιαφέρον κάποτε και η ποδοσφαιρική του καριέρα στη Νάπολι, αλλά και η ίδια η ζωή του, κομμάτι της οποίας μετέτρεψε σε ριάλιτι! Η ταινία εμπεριέχει σκηνές όχι μόνο από γήπεδα και αποδυτήρια, αλλά και από το σπίτι του, τις εξόδους του στην πόλη, τα πάρτι του. Κι αν πολλές από τις εικόνες αυτές είναι πλέον ψιλοκατεστραμμένες, όπως οι φωτογραφίες ενός οικογενειακού άλμπουμ που κάποιος ξέχασε στο μπαλκόνι ενώ έβρεχε, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο Καπάντια τους δίνει ζωή προσθέτοντας κομμάτια από τηλεοπτικά ρεπορτάζ της εποχής, μαρτυρίες συμπαικτών του και φυσικά πολύ ποδόσφαιρο. Ομως κι εδώ όλα τελειώνουν με τη φυγή του από τη Νάπολι: «Οταν ήρθα με περίμεναν εδώ 100 χιλιάδες άνθρωποι, όταν έφυγα ήμουν μόνος» ακούγεται να λέει και αμέσως χάνεται. Ενώ στην πραγματική ζωή έκανε κι άλλα πάρα πολλά.

Πικρές

Οι πριν το 1986 ιστορίες είναι πικρές. Υπάρχει ο Μαραντόνα που ο Μενότι αποκλείει το 1978 από την Εθνική Αργεντινής, ο Μαραντόνα που αποτυγχάνει παταγωδώς στην Μπαρτσελόνα, ο Μαραντόνα που απογοητεύει στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Οι ιστορίες μετά το 1990 και τη φυγή του από τη Νάπολι είναι μελαγχολικές – μερικές και γελοίες. Παίζει δυο αγώνες στο Μουντιάλ των ΗΠΑ και τον πιάνουν ντοπαρισμένο, αποτυγχάνει ως προπονητής στην Εθνική (και σχεδόν παντού…), παριστάνει τον υπεροπαδό της Αργεντινής στο Μουντιάλ της Ρωσίας, όπου μοιάζει με κλόουν – κι αυτό γίνεται για το χατίρι ενός ντοκιμαντέρ που θέλει να χρηματοδοτήσει ο ίδιος. Δεν ξαναπαντρεύεται αλλά αναγνωρίζει ένα σωρό παιδιά, αποτοξινώνεται και ξανακυλά, περιφέρεται στον κόσμο ζητώντας λεφτά για συνεντεύξεις, αλλά γίνεται και τηλεοπτικός αστέρας, και λόγος για να γραφτούν τραγούδια και ήρωας μιας άνισης, αλλά διασκεδαστικής σειράς για το NetFlix. Ομως κανείς σχεδόν δεν ασχολείται με τις μέρες της παρακμής του κι ας έχουν το ενδιαφέρον τους.

Ηλικία

Ας πούμε μια πικρή αλήθεια. Πολλοί από τους μαραντονολόγους θα ήθελαν να έχει πεθάνει το 1990. Θα έγραφαν και τότε τα ίδια αντίο. Τα αντίο όχι σε έναν μεγάλο ποδοσφαιριστή ή σε έναν ταραγμένο άνθρωπο, αλλά στην παιδική τους ηλικία…