Δύο νέες γενετικές θεραπείες για την οριστική ίαση της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας και της β-θαλασσαιμίας δίνουν άκρως ενθαρρυντικά αποτελέσματα στις πρώτες δοκιμές.

Η πρώτη μέθοδος αξιοποιεί το CRISPR, ένα επαναστατικό εργαλείο γενετικής τροποποίησης που ανακαλύφθηκε πριν από οκτώ χρόνια και τιμήθηκε με το φετινό Νόμπελ Χημείας. Η δεύτερη μέθοδος χρησιμοποιεί έναν ακίνδυνο, γενετικά τροποιημένο ιό για να απενεργοποιήσει ένα γονίδιο.

Και οι δύο νέες προσεγγίσεις δεν διορθώνουν το ελαττωματικό γονίδιο της αιμοσφαιρίνης, αναγκάζουν όμως τον ανθρώπινο οργανισμό να παράγει εμβρυϊκή αιμοσφαιρίνη, ένα ελαφρώς διαφορετικό μόριο που κανονικά υπάρχει μόνο στα έμβρυα και σταματά να παράγεται μετά τη γέννηση.

Μέχρι σήμερα, η δρεπανοκυτταρική αναιμία και η θαλασσαιμία αντιμετωπίζονταν μόνο με μεταμόσχευση μυελού των οστών, μια επικίνδυνη μέθοδος που απαιτεί την εξεύρεση συμβατού δότη.

CRISPR

Συνολικά δέκα ασθενείς συμμετείχαν σε δοκιμή του CRISPR για την ίαση της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας και της β-θαλασσαιμίας. Όλοι τους έχουν διακόψει εδώ και μήνες τις μεταγγίσεις και πιθανότατα έχουν ιαθεί.

Μέρος των αποτελεσμάτων δημοσιεύεται στην επιθεώρηση New England Journal οf Medicine, ενώ τα υπόλοιπα παρουσιάστηκαν το Σαββατοκύριακο σε συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Αιματολογίας.

H δρεπανοκυτταρική αναιμία, ένα από τα συχνότερα κληρονομικά νοσήματα, οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου της αιμοσφαιρίνης, της πρωτεΐνης που μεταφέρει οξυγόνο στο αίμα. Λόγω της μετάλλαξης, τα ερυθρά αιμοσφαίρια χάνουν την ελαστικότητά τους και παίρνουν σχήμα δρεπανιού.

Η 35χρονη Βικτόρια Γκρέι ήταν η πρώτη ασθενής που υποβλήθηκε στη θεραπεία CRISPR (Πηγή: Sarah Cannon Research Institute)

Τα παραμορφωμένα ερυθρά αιμοσφαίρια αποφράσσουν τα αγγεία και μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στα όργανα ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Και οι ασθενείς υποφέρουν από συχνές κρίσεις πόνου που μπορούν να τους στείλουν στο νοσοκομείο.

Η Βικτόρια Γκρέι, η πρώτη ασθενής δρεπανοκυτταρικής αναιμίας που υποβλήθηκε στη θεραπεία CRISPR, έχει πλέον διακόψει τα αναλγητικά φάρμακα από τα οποία εξαρτιόταν όλη η ζωή της.

«Προσευχόμουν γι’ αυτό όλη μου τη ζωλή. Προσεύχομαι να δουν όλοι τα αποτελέσματα που είχα κι εγώ» λέει στο Associated Press η 35χρονη ασθενής από το Μισισίπι, μητέρα τεσσάρων παιδιών.

Η πειραματική θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε η Γκρέι αναπτύχθηκε από την ελβετική CRISPR Therapeutics σε συνεργασία με την αμερικανική Vertex Pharmaceuticals.

Οι ερευνητές αρχικά απομόνωσαν βλαστικά κύτταρα από το αίμα ασθενών και χρησιμοποίησαν το CRISPR για να απενεργοποιήσουν το γονίδιο που σταματά την παραγωγή εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης μετά τη γέννηση.

Στην επόμενη φάση, ισχυρά φάρμακα χρησιμοποιούνται για την εξόντωση των ελαττωματικών αιμοποιητικών κυττάρων του μυελού των οστών, και στη συνέχεια τα τροποποιημένα κύτταρα εισάγονται στην κυκλοφορία του αίματος.

Γενετικά τροποποιημένος ιός

Μια παραπλήσια νέα μέθοδος δοκιμάστηκε ανεξάρτητα στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστόνης σε έξι ασθενείς με δρεπανοκυτταρική αναιμία.

Στην περίπτωση αυτή, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν έναν γενετικά τροποποιημένο ιό για να μπλοκάρουν το γονίδιο που διακόπτει την παραγωγή εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης μετά τη γέννηση.

Και οι έξι ασθενείς έπαψαν να υποφέρουν από κρίσεις πόνου. Οι πέντε από τους έξι δεν χρειάζεται πια μεταγγίσεις, αναφέρουν οι ερευνητές στο New England Journal of Medicine.

Και οι δύο μέθοδοι (CRISPR και γενετικά τροποποιημένος ιός) δεν φάνηκαν να συνοδεύονται από σοβαρές παρενέργειες, αν και η παρακολούθηση των ασθενών συνεχίζεται. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ο θεωρητικός κίνδυνος της παρέμβασης σε λάθος σημείο του γονιδιώματος, κάτι τέτοιο όμως δεν παρατηρήθηκε.

Το Νοσοκομείο Παίδων της Βοστόνης έχει παραχωρήσει τα δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης στην αμερικανική εταιρεία Bluebird Bio, με έδρα το Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης.

Η Bluebird Bio προσφέρει ήδη μια γενετική θεραπεία για συγκεκριμένη μορφή θαλασσαιμίας εξαρτημένης από μεταγγίσεις η οποία έλαβε έγκριση στην Ευρώπη το 2019.

To κόστος της θεραπείας ανά ασθενή ακόμη δεν έχει υπολογιστεί.

Οι δύο νέες θεραπείες πιθανότατα θα είναι επίσης εξαιρετικά ακριβές, και πιθανότατα θα αργήσουν να φτάσουν στους ασθενείς αναπτυσσόμενων χωρών.