…και δόξα τω λαώ
Απ’ το πρωί, μέσ’ στη βροχή και μέσα στο λιοπύρι για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι και δόξα τω Θεώ. ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ (1963) Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Περιττό ίσως να επαναλάβουμε για πολλοστή φορά ότι τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, που συνέπεσαν με την ύστερη εφηβεία και την ενηλικίωση της δικής μας γενιάς, […]
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Απ’ το πρωί, μέσ’ στη βροχή
και μέσα στο λιοπύρι
για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι
και δόξα τω Θεώ.
ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ (1963)
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Περιττό ίσως να επαναλάβουμε για πολλοστή φορά ότι τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, που συνέπεσαν με την ύστερη εφηβεία και την ενηλικίωση της δικής μας γενιάς, η κυριαρχία της Αριστεράς – ιδίως στον χώρο της νεολαίας – ήταν σχεδόν απόλυτη. Βεβαίως, επρόκειτο για μια ιδιότυπη Αριστερά, εντυπωσιακά διαφορετική τόσο από τη σημερινή όσο και από την προδικτατορική. Είχαμε ενστερνισθεί τη ρητορική της Αριστεράς -«βερμπαλίζαμε», όπως θα λέγαμε τότε – δίχως να έχουμε ανάμνηση από τα οδυνηρά βιώματά της. Οι μετεμφυλιακοί διωγμοί έφθαναν στα αφτιά μας μέσω αφηγήσεων των παλαιοτέρων αριστερών – αφηγήσεις συνήθως εξωραϊσμένες κι εξιδανικευμένες που, επί της ουσίας, δεν διέφεραν από τις αφηγήσεις για χριστιανούς οσιομάρτυρες που ακούγαμε στα κατηχητικά, ασχέτως εάν για τους πρώτους νιώθαμε δέος και για τους δεύτερους απέχθεια.
Ο αντικληρικαλισμός μας ήταν αυθόρμητος κι ενστικτώδης. Γνωρίζαμε, ασφαλώς, ότι ορισμένοι παπάδες, αριθμητικά ελάχιστοι, είχαν ανέβει μαζί με τον Βελουχιώτη «στο Βουνό», αλλά εκλαμβάναμε τη συμμετοχή τους στο «Κίνημα» περισσότερο ως άνευ όρων παράδοση (και, αναμφίβολα, παραδοχή εκ μέρους τους της ανωτερότητας της δικής μας ιδεολογίας) παρά ως ισότιμη ενσωμάτωση. Στον βωμό του αντικληρικαλισμού μας δεν διστάζαμε ακόμη και να διορθώσουμε ό,τι δεν συνταίριαζε ή και απλώς «κλωτσούσε» στον αριστερό βερμπαλισμό μας. Δεδομένου ότι πιστεύαμε ακράδαντα πως τα περισσότερα έργα αριστερόστροφης τέχνης είχαν γραφτεί υπό καθεστώς αυστηρής κρατικής λογοκρισίας (πράγμα, άλλωστε, που ήταν αλήθεια), δεν θεωρούσαμε την «επέμβασή» μας ως κάποια μορφή δευτεροβάθμιου ψαλιδίσματος, αλλά ως αποκατάσταση των αληθινών προθέσεων του καλλιτέχνη. Από τη στιγμή, μάλιστα, που ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν έδειχνε να ενοχλείται (τουναντίον, συχνά υιοθετούσε κι αυτός τη νέα «βερσιόν»), δεν είχαμε λόγο να χολοσκάμε εάν και κατά πόσον θα στενοχωρήσουμε τους… αντιδραστικούς.
Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η «Γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Στο βερμπαλιστικό μας φαντασιακό ήταν μια θεατρική παράσταση που θα είχε πρωτοανέβει τον Οκτώβριο του 1963, μετά φόβου και τρόμου, ποιος ξέρει σε ποια κομμουνιστική κατακόμβη, επ’ ουδενί πάντως σ’ ένα από τα κεντρικότερα και εμπορικότερα θέατρα της Αθήνας, όπως ήταν το «Κοτοπούλη», με συντελεστές τα πρωτοκλασάτα αστέρια της «Φίνος Φιλμ» εκείνη την περίοδο: την Τζένη Καρέζη, τον Νίκο Κούρκουλο και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Πιθανόν να τσινούσαμε εάν γνωρίζαμε ότι τα θρυλικά θεοδωρακικά τραγούδια του ομώνυμου δίσκου είχε ερμηνεύσει επί σκηνής ο Γιάννης Πουλόπουλος, επειδή τον είχαμε συνδυάσει με τα κατοπινά του σουξέ επί δικτατορίας, αλλά τότε αγνοούσαμε αυτή τη λεπτομέρεια και τα είχαμε όλα συνδέσει με τη στιβαρή φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση (ότι ο «Σερ Μπιθί» ερμήνευσε και τον ύμνο της 21ης Απριλίου ήταν μια ενοχλητική λεπτομέρεια που αγνοούσαμε επίσης).
Ακόμη λιγότερο σκίαζε το αριστερό φαντασιακό μας το σκηνικό στη «Γειτονιά των αγγέλων» – μια λαϊκή ταβέρνα στη Δραπετσώνα -, όπως και η πλοκή με το φωσκολικό υπόβαθρο: ένας ευσταλής εργάτης, γιος προσφύγων, ερωτεύεται την όμορφη κόρη ενός εργοστασιάρχη. Εμείς, χορτάτα τέκνα μεσοαστικών οικογενειών από τη Φωκίωνος Νέγρη, δεν είχαμε κανέναν ενδοιασμό να ταυτιστούμε με όσους δούλευαν στη φάμπρικα, είτε με βροχή είτε με λιοπύρι, για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι. Μονάχα εκείνο το «και δόξα τω Θεώ», στο τέλος της στροφής, μας καθόταν στον λαιμό. No problem. Εμείς τραγουδούσαμε «…και δόξα τω λαώ»· βαθιά νυχτωμένοι πως η λαοκρατία μας θα τακιμιάσει μια μέρα με τη θεοκρατία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις