O Ανδρέας Μιαούλης και η αναγέννηση της ελληνικής ναυτίλιας – Πώς οι έλληνες ραγιάδες έγιναν και πάλι πλοίαρχοι
200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Ιστορικό Αρχείο των Εφημερίδων «TO ΒΗΜΑ» & «TA ΝΕΑ» και το in.gr ακολουθούν τον δρόμο των Ελλήνων προς την Ελευθερία
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
O Ανδρέας Μιαούλης, που το είχε σκάσει από το σπίτι του και έφτασε ως τον Νείλο κάνοντας επιδρομές με κουρσάρικο πλοίο, επέστρεφε τώρα στην Ύδρα και την οικογένειά του.
Ο πατέρας του, Δημήτριος Βώκος, με τον οποίο είχαν έρθει σε ρήξη, λόγω της ανυπομονησίας του Ανδρέα Μιαούλη να κυβερνήσει πλοίο παρακάμπτοντας την οικογενειακή ιεραρχία, δεν θα άφηνε ασχολίαστα τα όσα συνέβησαν.
Ειρωνευόμενος, φώναζε τον άναρχο γιο του με το όνομα του ηρωικού καπετάνιου, Λάμπρου Κατσώνη.
– Καλώς τον Κατσωλάμπρο’. Καλώς τον κουρσάρο’.
«Από Λάμπρο σε Λάμπρο θα τον πηγαίνει από δω και πέρα», αφηγείται ο Σπύρος Μελάς στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 11ης Μαΐου 1931.
« – Πού είναι τα καζάντια σου μωρέ; Του λέει. Δεν ήθελες να μ’ ακούσεις. Σήκω τώρα να πας με το
λατινάδικο (σ.σ. πλοιάριο με τριγωνικό ιστίο).
– Ποιος καπετάνιος; Ρώτα ο Μιαούλης.
– Ο Αντώνης»
Ο πατέρας του Μιαούλη προτίμησε και πάλι τον μεγαλύτερό του αδερφό. Ο Μιαούλης απογοητεύεται αλλά ακολουθεί.
«Ο Μιαούλης σκύβει το κεφάλι αμίλητος. Μπαρκάρει με το λατινάδικο με στάρι για τη Χιό. Ο Αντώνης καπετάνιος. Ο Μιαούλης βράζει. Δεν θέλει να το χωνέψει. Του φαίνεται καταδίκη. Μα καταπίνει τη γλώσσα του. Δεν δείχνει τίποτα»
Ο Μιαούλης αντιδρά
Η φύση του Μιαούλη όμως δεν είναι τέτοια. Ούτε να σκύβει το κεφάλι μπορεί, ούτε να καταπίνει τη γλώσσα του.
Και επιπλέον είναι γεμάτος από τις εμπειρίες που είχε στο Αιγαίο και ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο ως κουρσάρος. Οι επόμενες πράξεις του είναι καθοριστικές για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
«Άμα φτάσαν και πούλησαν το φόρτωμα, ξεσπάζει. Είναι λιοντάρι μοναχό. Ρίχνεται στον αδερφό του. Τον βγάζει απ’ το καράβι, παίρνει τον παρά. Κ’ αγοράζει στ’ όνομά του ένα τουρκοκρητικό – το ‘Μιαούλη’».
Ο Ανδρέας Βώκος γίνεται Μιαούλης
«Έτσι με το καινούριο κουρσάρικο ρεσάλτο, γίνεται κάτι περισσότερο από καπετάνιος: Νοικοκύρης καραβιού. Ό,τι δεν τούδιναν με το καλό το πήρε με τη βία. Τ’ όνομα του καραβιού του το κόλλησαν παρατσούκλι. Και το παρατσούκλι τούμεινε κ’ επίθετο. Το Βώκος έσβυσε.
»Η πράξη τούτη της ανταρσίας γίνηκε η αρχή καινούργιας γενιάς, που μπαίνει στην ιστορία και με καινούργιο όνομα – Μιαούλης. Δεν ήταν ο πρώτος πούπαιρνε τ’ όνομα του καραβιού του. Σαχτούρηδες, Τομπάζηδες από τα πλοία είχαν πάρει τα όνόματά τους».
Ο νεαρός Ανδρέας Μιαούλης είναι ασταμάτητος. Στόχος του να πλουτίσει και αποκτήσει ένα αντάξιο στις φιλοδοξίες του σκαρί. Για να το πετύχει θα θέσει τις σχέσεις του με τον πατέρα του και την υπόλοιπη οικογένειά του σε μεγάλη δοκιμασία.
«Επανελθών εις Ύδραν ανεχώρησε διά ταξίδιον και ναυλωθείς διετάχθη να μεταφέρη αραβόσιτον εις Βενετίαν, μετέβη εις Γύθειον, ένθα, πωλήσας τον αραβόσιτον εις τον Μαγκιόρον, έσυρε συναλλαγματικήν προς τον πατέρα του πληρωτέαν εις διαταγήν του φορτωτού του, τα δε εκ του πωληθέντος αραβοσίτου χρήματα εκράτησε δι εαυτόν και εκ τούτων εσχηματίσθη η πρώτη περιουσία του, όθεν έκτοτε εταξίδευε δια των ιδίων αυτού κεφαλαίων»
Ο Μιαούλης, δηλαδή, ενώ ανέλαβε την υποχρέωση, να μεταφέρει το εμπόρευμα συγκεκριμένου φορτωτή στη Βενετία, το πούλησε στο Γύθειο, κράτησε τα λεφτά και έστειλε τον φορτωτή να εξοφληθεί από τον πατέρα του στην Ύδρα.
Με τα σημερινά δεδομένα η πράξη αυτή λίγο απέχει από το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης.
Οι εποχές όμως τότε ήταν άλλες και, όπως γράφει ο Σπύρος Μελάς, ο πλοιοκτήτης και ήρωας του 1821 Γεώργιος Σαχίνης μάς τις περιγράφει «πρώτος και μονάχος απ’ όλους», αφηγούμενος τα παραπάνω γεγονότα που «ζωγραφίζουν και το Μιαούλη και την Ύδρα της εποχής μ’ αλήθεια και ζωντάνια κ’ αξίζουν πολύ περισσότερο από τα φουσκωμένα λόγια της χρηστομάθειας των σκολειών».
Η Ύδρα πριν την επανάσταση
Η Ύδρα, την εποχή εκείνη, «βράζει».
»Ζούσε τούτο τον καιρό το νησί σ’ έναν αδιάκοπο πυρετό: (…) Είναι η αβάσταγη λαχτάρα ν’ ανέβει στον πλούτο, στην υλική δύναμη.
»Αργότερα, όταν την αποχτήσουν, θα είναι υπογραμμός τιμής και πίστης. Μα τώρα (σ.σ. λίγο πριν τα 1790) σύνολο και άτομα, δεν κάνουν, πολλές φορές, μεγάλη διάκριση στα μέσα»
Σε αυτό το κλίμα ο Μιαούλης, όπως είδαμε, στασίασε κατά του αδερφού του, Αντώνη, πούλησε ξένο φορτίο και εξέδωσε συναλλαγματική εις βάρος του πατέρα του.
«Δεν είχε στο νου του όμως να τους αδικήσει. Τους πλήρωσε, ως το τελευταίο γρόσι, τον παρά που τους πήρε. (…) Θέλησε μονάχα να ταχύνει το ρυθμό των περιστατικών»
Η Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή και η ελληνική ναυτιλία
Ο Μιαούλης κάνει τα πρώτα του βήματα ως πλοιοκτήτης στην πιο ευνοϊκή περίοδο για την ελληνική ναυτιλία ύστερα από αιώνες δουλείας.
Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, όταν ο Μιαούλης ήταν ακόμα 5 χρονών, είχε δώσει μια μεγάλη ευκαιρία στους έλληνες ναυτικούς.
«Έργο της σοφίας και του φλογερού πατριωτισμού του Αλέξαντρου Υψηλάντη, αυτό το χαρτί προετοίμαζε το δρόμο για την πολιτική λευτεριά των ραγιάδων. (…)
»Σα να δημιουργούσε ιδιαίτερο δίκαιο για χάρη τους. Αναγνώριζε στη Ρουσία το δικαίωμα να πρστατεύη τους χριστιανούς της Τουρκιάς.
»Η αυτοκρατορία υπόγραφε τη διάλυσή της. Ο Υψηλάντης της είχε μπήξει το μαχαίρι στην καρδιά: Έδινε ακόμα στα καράβια των ραγιάδων το δικαίωμα να ταξιδεύουν τη Μαύρη θάλασσα, με τη ρούσικη παντιέρα (…)
»Μπήγοντας το μαχαίρι ακόμα πιο μέσα δύο άλλοι Φαναριώτες, ο Κωνσταντίνος Χαντζερής και ο Δημήτρης Μουρούζης, έδιναν σε λίγα στα τρία νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά το προνόμιο που δεν είχαν πριν…να σκαρώνουν μεγάλα καράβια»
Το ελληνικό θαλάσσιο δαιμόνιο
Οι ελληνες ραγιάδες είχαν και πάλι τη δυνατότητα να αφήσουν να θεριέψει το δαιμόνιο που, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, δεν τους εγκατέλειψε ποτέ: το δαιμόνιο της θάλασσας.
«Το θαλασσινό δαιμόνιο της ράτσας άρχισε να δείχνεται σ’ όλη του τη δύναμη. Τα ελληνικά καράβια γίνονται σιγά- σιγά πιο στερεά, πιο γλήγορα, μα κ’ ωμορφότερα πολύ από τα ευρωπαϊκά.
»Όπως μολόγησε σε λίγο Εγγλέζος περιηγητής ξεπερνούν και τα καλλίτερα πολεμικά της πατρίδος του».
Μέσα σε αυτόν τέτοιο ναυτηλιακό δημιουργικό βρασμό όπου «το υδραίικο ναυτικό δεν μπορεί πια να δουλεύει για ναύλα» και «μπαίνει με βήμα γερό στο μεγάλο εμπόριο», ο Μιαούλης θέλει να είναι πρωτοπόρος.
Πουλάει το πλοίο του, τον «Μιαούλη» μαζί με το σιτάρι που έχει στα αμπάρια του και «παίρνει ναυπηγούς από την Ύδρα, βγαίνει στη Δάφνη του Γρυπονησιού και σκαρώνει καραβοσαϊτιά πούπαιρνε τεσσερισήμιση χιλιάδες κιλά. Τώρα μπορεί ν’ αλωνίζει και να τρυγά τα πιο μακρυνά λιμάνια της Άσπρης θάλασσας».
«Η Ύδρα μπαίνει, μ’ απίστευτη ορμή, σε μια περίοδο που της ανοίγει το πιο λαμπρό μέλλον. Και ούτε η πανούκλα που βρήκε το νησί κ’ ανάγκασε πολλούς κατοίκους να φύγουν απέναντι, στο Καστρί, για κάμποσο καιρό, ούτε η άγρια επιδρομή του Μαλτέζου Γουλιέλμου (σ.σ. στον οποίο αντιστάθηκαν πολεμώντας και οι γυναίκες του νησιού) μπόρεσαν να σταματήσουν την πρόοδό της.
Τα χρόνια περνούν και φτάνει η ώρα που τα Χριστούγεννα του 1820 φτάνει στην Ύδρα ο Παπαφλέσσας ως απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη για να ανάψει το φιτίλι της επανάστασης.
Όμως, οι υδραίοι πλοιοκτήτες, ανάμεσά τους και ο Μιαούλης, είναι απρόθυμοι να συμμετάσχουν.
Θα πρέπει να μεσολαβήσουν πολλά για να αναλάβει ο Μιαούλης το ενεργό ρόλο που ανέλαβε στον Αγώνα από το καλοκαίρι του 1821 και μετά.
Θα τον ξανασυναντήσουμε αργότερα, στις λαμπρές του ηρωικές πράξεις αλλά και στα ιστορικά σφάλματά του στους εμφύλιους πολέμους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις