Η ένταξη και, ακολούθως, η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση στερεί την οικονομική ελευθερία του κράτους – μέλους; Με το κεφαλαιώδες αυτό ερώτημα καταπιάνεται η έκθεση υπό τον τίτλο, «Ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και Οικονομική Ελευθερία», που εκπόνησε το «Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης» και άλλοι ευρωπαϊκοί φορείς.

«Αν και η οικονομική κρίση της περιόδου 2008-2013 αμφισβήτησε τις θεσμικές καταβολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες είναι συνυφασμένες με τις φιλελεύθερες αρχές, η κριτική που ασκήθηκε στις οικονομικές της πολιτικές από τη σκοπιά μιας φιλελεύθερης ατζέντας δεν φαίνεται να ευσταθεί, καθώς η ΕΕ δείχνει να συνδέεται με αύξηση της οικονομικής ελευθερίας των κρατών που εντάσσονται σε αυτήν» αναφέρει το συμπέρασμα της έρευνας.

Η παρούσα έρευνα εξέτασε εμπειρικά τη σύνδεση μεταξύ της ενταξιακής διαδικασίας για την είσοδο στην ΕΕ και του Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας. «Η σχέση αυτή», σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, «μέσα από μία μεθοδολογική προσέγγιση που συμπεριλαμβάνει αρκετούς παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν τη σχέση και απομονώνει σε έναν βαθμό την επίδραση, φαίνεται να είναι θετική για την περίοδο της μεγάλη διεύρυνσης (2000-2017). Τα οφέλη που επιτυγχάνονται κατά την περίοδο της ενταξιακής διαδικασίας δεν αφορούν μόνο την επίτευξη των ελάχιστων προϋποθέσεων ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και επιπλέον βελτιώσεις στις εγχώριες ρυθμιστικές και διοικητικές πολιτικές». Ενώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι «τα οφέλη της ενταξιακής διαδικασίας δεν προκύπτουν μόνο σε σύγκριση με τις φτωχότερες και λιγότερο ανεπτυγμένες γειτονικές χώρες, αλλά και με τις πλούσιες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και τις χώρες μέλη του εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Επίσης όμως επισημαίνεται στον επίλογο της έκθεσης, «ο βασικός μηχανισμός μέσω του οποίου εντοπίζεται πως η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνδέεται με την αύξηση της οικονομικής ελευθερίας φαίνεται να είναι το ελεύθερο εμπόριο. Η κατάργηση πολλών και ποικίλων εμποδίων στις εμπορικές συναλλαγές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και η παροχή ευνοϊκών όρων στις υποψήφιες χώρες για την συμμετοχή τους, λειτουργεί θετικά για την αύξηση της συνολικής οικονομικής ελευθερίας και τη γενικότερη οικονομική σύγκλιση».

Η ανάλυση βασίστηκε στα δεδομένα που διαθέτει το Ινστιτούτο Fraser για τον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας και καλύπτει ένα δείγμα 46 χωρών για ένα διάστημα 18 ετών (2000-2017). Η υπό μελέτη περίοδος χαρακτηρίζεται ως περίοδος της μεγάλης διεύρυνσης, αφού συνολικά 13 νέες χώρες εντάχθηκαν τότε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ, Αλέξανδρος Σκούρας, σε δήλωσή του για τη μελέτη, υπογράμμισε, «οι πιο πρόσφατες εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο, μεταξύ των οποίων το Brexit και η άνοδος του λαϊκισμού, μας κάνουν συχνά να ξεχνάμε τα γερά θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θεμέλια που περιλαμβάνουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τους ισχυρούς θεσμούς, τη συμμετοχή στο ελεύθερο εμπόριο, την κοινή αγορά, και την οικονομική ανταγωνιστικότητα. Η μελέτη αυτή αναδεικνύει, με σαφήνεια και εμπειρικά δεδομένα, ότι η πολυπόθητη συμμετοχή στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρώπης προϋποθέτει την αύξηση της οικονομικής ελευθερίας στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες».

Από την πλευρά του ο κύριος ερευνητής και συγγραφέας της μελέτης Μάνος Σχίζας, δήλωσε: «Η μελέτη αυτή είναι μια καλή αρχή για όσους θέλουμε έναν πιο τεκμηριωμένο διάλογο σχετικά με τον χαρακτήρα και το μέλλον της Ευρώπης. Μετά από τις πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων 12 ετών, δεν είναι παράλογο να φανταστεί κανείς ότι υπερισχύουν στην ΕΕ οι δυνάμεις του προστατευτισμού και του πατερναλισμού όπως ισχυρίζονται (ενίοτε δικαιολογημένα) οι ευρωσκεπτικιστές. Τα στοιχεία μας λένε το αντίθετο: η ένταξη στην ΕΕ και η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου δεν μειώνουν την οικονομική ελευθερία, μάλλον βοηθούν στην εμπέδωσή της. Αυτό ισχύει ακόμη κι όταν συγκρίνουμε την τροχιά υπό ένταξη χωρών με αυτήν των πλουσιότερων φιλελεύθερων κρατών εκτός ΕΕ».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ