Τζον Λε Καρέ: ένας μεγάλος τεχνίτης
Ο Τζον Λε Καρέ ήταν, πέραν όλων των άλλων, και ένας σπουδαίος λογοτέχνης
Τι είναι αυτό που κάνει έναν λογοτέχνη να είναι μεγάλος; Να μπαίνει σε αυτό που συνηθίσαμε να λέμε τον «λογοτεχνικό κανόνα»; Να αντιμετωπίζεται ως τέτοιος από τους ομοτέχνους του και από την κριτική;
Στο 20ο αιώνα αυτό σταδιακά σταθεροποιήθηκε σε στοιχεία που αφορούσαν τη θεματική (να είναι «σοβαρή»), στη γραφή (να είναι «πυκνή» ή ακόμη και «πειραματική») ή ακόμη και στην επιλογή εκδοτικού οίκου (να μην είναι κάποιος από αυτούς που εξέδιδαν «φτηνά» ή «εμπορικά» βιβλία).
Τελικά τι είναι σοβαρή λογοτεχνία;
Βέβαια, όλα αυτά προσέκρουαν στο ίδιο το γεγονός ότι αρκετοί από τους συγγραφείς που σήμερα θεωρούμε σπουδαίους με τυπικά κριτήρια δεν υπηρέτησαν τη «σοβαρή» λογοτεχνία. Αρκεί να αναλογιστούμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε σήμερα τον Ντάσιελ Χάμετ ή τον Ρέιμοντ Τσάντλερ. Ή το πώς ο Γκράχαμ Γκρην αρχικά χώριζε τα βιβλία του σε διασκεδαστικά και σοβαρά, για να συνειδητοποιήσει πως οι αναγνώστες μάλλον δεν είχαν την ίδια εκτίμηση. Ή πως ήταν ο Τζόζεφ Κόνραντ που είχε γράψει εκείνο τον αρχέτυπο «Μυστικό Πράκτορα».
Ο Τζον Λε Καρέ επέλεξε στο μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του καριέρας να μην ξεφύγει από τα όρια ενός είδους, στη διαμόρφωση του οποίου συνέβαλε ο ίδιος αποφασιστικά: την κατασκοπευτική ιστορία. Και φρόντισε πάντα να υπηρετήσει αρκετές από τις συμβάσεις της: τα βιβλία του φροντίζουν να κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο και τις περισσότερες φορές φαντάζουν έτοιμα να διασκευαστούν για την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο, πράγμα που άλλωστε έγινε πολλές φορές.
Η αίσθηση αυθεντικότητας
Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι αυτό που έκανε τα βιβλία του να ασκούν τέτοια γοητεία ήταν μια αίσθηση αυθεντικότητας. Άλλωστε, ήταν σε μεγάλο βαθμό η δική του διαδρομή, η μετάβαση πρώτα στην Ελβετία, η γνωριμία με τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, η επιστροφή στην Οξφόρδη, η καριέρα τους στις Βρετανικές υπηρεσίας, αλλά και στοιχεία της προσωπικής διαδρομής, όπως η φιγούρα του πατέρα του Ρόνι, ενός larger than life απατεώνα, που του επέτρεπαν να μιλάει για πράγματα που γνώριζε.
Πράγματα που ήταν όντως λογοτεχνικό υλικό: από την ίδια την τέχνη του να «διαβάζεις» και κυρίως να χειρίζεσαι ανθρώπους, μέχρι όλο το βάρος της διάχυτης αίσθησης απειλής και προδοσίας, σε ένα ψυχροπολεμικό σύμπαν όπου την αμερικανική παράνοια για την ύπαρξη σοβιετικών πρακτόρων ερχόταν να συμπληρώσει η επίγνωση του πόσο διαβρωμένες ήταν όντως οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, κυρίως από γόνους της βρετανικές αριστοκρατίας που την απέχθειά τους για τον κυνισμό μιας αυτοκρατορίας σε παρακμή τον έκαναν κίνητρο για στράτευση στην υπόθεση του αντιπάλου.
Ένας μεγάλος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης
Όμως, όλα αυτά από μόνα τους δεν σήμαιναν «μεγάλη λογοτεχνία». Χρειάζεται κάποιος να είναι τεχνίτης και της γλώσσας και της αφήγησης.
Και εδώ ακριβώς ήταν που κυρίως φάνηκε το ταλέντο του Λε Καρέ. Δεν ήταν μόνο η επιλογή της οπτικής (αυτό το σύμπαν των παραλλαγών και αποχρώσεων του γκρίζου αντί για μια εύκολη αντίθεση ανάμεσα σε λευκό και μαύρο), ήταν και η τεχνική της αφήγησης και της γραφής.
Κληρονόμος μιας κλασικής βρετανικής παράδοσης, αλλά και ταυτόχρονα ανανεωτής της, ο Λε Καρέ θα είναι μεγάλος τεχνίτης της περιγραφής, της ψυχογραφίας, του διαλόγου που φαντάζει ταυτόχρονα ρεαλιστικός και εξαιρετικά λογοτεχνικός, της ειρωνείας και του σαρκασμού, αλλά και της ψυχολογικής ακρίβειας εκεί που ήταν αναγκαίο.
Δεν είναι τυχαίο πόσες φορές έχει συγκριθεί με τον Ντίκενς, άλλωστε και ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε την εκτίμησή του για τον μεγάλο άγγλο μυθιστοριογράφο.
Ο πυρήνας ενός ηθικού ερωτήματος
Αυτή η τεχνική ήταν που έκανε τα βιβλία του όχι μόνο να διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον αλλά και να μπορούν να αναδείξουν τον πυρήνα ενός ηθικού ερωτήματος που δεν γίνεται ποτέ ηθικολογία.
Για τον Λε Καρέ ο κόσμος, είτε μιλάμε για τον Ψυχρό Πόλεμο είτε μιλάμε για το χάος της μεταψυχροπολεμικής εποχή είναι ένας κόσμος κυνισμού, υποκρισίας, διαρκούς χειραγώγησης από τους φορείς εξουσίας. Οι άνθρωποι μπλέκονται σε αυτές τις διαδρομές της εξουσίας και του χρήματος, ανακαλύπτουν πως οι σκοποί που υπηρετούν δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαροι, προδίνουν και προδίδονται και το στοίχημα είναι εάν υπάρχει μέσα σε όλα αυτά η δυνατότητα κάποιος να βρει ένα σημείο αναφοράς, έστω και σε μια απέλπιδα προσωπική εκστρατεία, έστω και εάν στο τέλος μπορεί να συντριβούν υπό το βάρος των ίδιων τους των αντιφάσεων. Μόνο που αυτό δεν προκύπτει ποτέ σαν μια εύκολη ηθικολογία (παρότι ο ίδιος ο Λε Καρέ, όταν ήθελε να μιλήσει πολιτικά, ήξερε να είναι ιδιαίτερα καυστικός, ενδεικτικά τα όσα έγραψε ή είπε για τον Τζορτζ Μπους ή τον Τόνι Μπλερ), αλλά μέσα από την ίδια τη διαδρομή των ηρώων.
Ένας δημιουργός χαρακτήρων
Άλλωστε, ήταν ένας συγγραφέας που ήξερε να φτιάχνει αξέχαστους χαρακτήρες, αυτή τη μεγάλη τέχνη της μυθιστοριογραφίας. Είτε χαρακτήρες που τους διατηρούσε σε πλήθος βιβλία, όπως για παράδειγμα την ίδια τη φιγούρα του Τζορτζ Σμάιλι (ούτως ή άλλως μια φιγούρα «αντιηρωική» και όσο πιο μακριά από το στερεότυπο του κατασκόπου) και του σύμπαντός του, είτε χαρακτήρες που έζησαν για ένα βιβλίο.
Και σε όλους τους χαρακτήρες των βιβλίων του βάζει και κομμάτια του εαυτού του, αν και όπως όλοι οι μεγάλοι λογοτέχνες ποτέ όλα μαζί. Ακόμη και στον Μάγκνους Πιμ, τον ήρωα του «Τέλειου Κατάσκοπου», του πιο ολοκληρωμένου για αρκετούς βιβλίου του, ίσως γιατί στηριζόταν σε σημαντικό βαθμο και στην προσωπική του διαδρομή.
Και παρότι γερνούσε, δεν έπαψε να γράφει με τον ίδιο συναρπαστικό τρόπο. Ξαναγύρισε στη φιγούρα και το σύμπαν του Σμάιλι με την «Κληρονομιά των Κατασκόπων» το 2017 και το 2019 στο βιβλίο «Ένας έντιμος άνθρωπος» θα δείξει ότι μπορούσε ακόμη να συνδυάσει την αγανάκτησή του για όσα γίνονται στην Ευρώπη με την ικανότητά του να γράψει άλλη μια ιστορία για την κατασκοπεία, την ηθική και την προδοσία.
Ο Τζον Λε Καρέ πρόλαβε να έχει αναγνώριση εν ζωή. Ήταν πάντα ο θεωρούμενος ως πιο «σοβαρός» από τους εμπορικούς συγγραφείς. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ήταν πολύ πέρα από αυτά.
Αφήνοντας στην άκρη τα κλισέ ή τα στερεότυπα, το έργο του, εάν κανείς το δει συνολικά ως διαρκή επιστροφή σε τρόπους λογοτεχνικούς και ερωτήματα, δεν δημιούργησε μόνο και ανανέωσε ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη εκδοχή κατασκοπευτικού μυθιστορήματος. Διαμόρφωσε ταυτόχρονα και ένα πρότυπο μυθιστοριογραφίας, προσπελάσιμης και στοχαστικής συνάμα, που το χνάρι της θα μείνει ανεξίτηλο και η επιρροή της απέχει ακόμη από το να έχει εξαντληθεί.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις