Η καραντίνα μας έδωσε την ευκαιρία να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας
Η Τασούλα Επτακοίλη είναι η ήρεμη δύναμη της δημοσιογραφίας. Πάντα χαμογελαστή και πάντα δραστήρια
- Τα κινεζικά «Περλ Χάρμπορ» πίσω από παραδεισένιους τουριστικούς προορισμούς που τρομάζουν την Ουάσινγκτον
- Πώς η Google μας λέει αυτό που θέλουμε να ακούσουμε
- Halloween: «Γάτες» εναντίον Ρεπουμπλικανών στην παρέλαση της Νέας Υόρκης
- Θρήνος στην Εύβοια με τον νεκρό πυροσβέστη – Βίντεο με την αεροδιακομιδή
Η Τασούλα Επτακοίλη είναι η ήρεμη δύναμη της δημοσιογραφίας. Πάντα χαμογελαστή και πάντα δραστήρια.
Γράφει για πάνω από 20 χρόνια στην Καθημερινή, έχει κάνει εξαιρετικές εκπομπές στο ραδιόφωνο -οι Κυριακές στον Μελωδία έδιναν άλλο χρώμα στην αργία μας- και τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε με την συγγραφή βιβλίων.
Την γνώρισα πριν πολλά χρόνια στους διαδρόμους της Φαληρέως, τότε που προσπαθούσα να βρω τα πατήματά μου στο χώρο και να «ρουφήξω» όσα μπορούσα από τους καταξιωμένους συναδέλφους.
Από τότε συναντηθήκαμε πολλές φορές. Σε συναυλίες, μουσικές σκηνές, παρουσιάσεις βιβλίων και συναντήσεις φίλων. Η Τασούλα με τα χρόνια παραμένει το ίδιο χαμογελαστή και φιλική.
Αν και η ζωή της άλλαξε ριζικά από την απώλεια του συζύγου της, στο βιβλίο «Το άλλο μου ολόκληρο» έγραψε για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και τελικά βγήκε πιο δυνατή.
Και κάπως έτσι ήρθε η συγγραφή βιβλίων στη ζωή της, που έφερε και τον «Γκαρή» και μαζί του και άλλους ήρωες των παιδιών και το τελευταίο «Με βλέπεις;» που υπογράφει μαζί με την Φωτεινή Τσαλίκογλου.
Οι συνεντεύξεις της, ωστόσο, εξακολουθούν να είναι το δυνατό της χαρτί. Κανείς δεν της αρνείται και δεν υπάρχει κανείς που να μην την λατρέψει μόλις την γνωρίσει. Γιατί αντιμετωπίζει με συνέπεια και σεβασμό τις ιστορίες όλων των ανθρώπων που στέκονται δίπλα της. Είτε πρόκειται για τον Δημήτρη Μητροπάνο -που της είχε ιδιαίτερη αδυναμία-, τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, την Μαρία Κίτσου είτε για τον μικρό επιχειρηματία που άφησε την πόλη για να γυρίσει στη γενέτειρά του, είτε για τον φιλόζωο ήρωα της διπλανής πόρτας.
Αυτή τη φορά της ζήτησα να αντιστρέψουμε τους ρόλους και μου πει εκείνη κομμάτια της δικής της ιστορίας.
Για πάνω από 20 χρόνια γράφεις στην Καθημερινή ενδιαφέρουσες ιστορίες ανθρώπων. Πόσο δύσκολο ήταν να γίνει η μετάβαση στο πρώτο πρόσωπο όταν έγραφες το «Το άλλο μου ολόκληρο»;
Πολύ. Πάντα είναι δύσκολο και επώδυνο ένα τέτοιο «ξεγύμνωμα», να αποκαλύπτεις τις πληγές σου, να δείχνεις πόσο ευάλωτος είσαι. Αλλά ήταν τόσο ανακουφιστική η διαδικασία του γραψίματος σ’ αυτό το βιβλίο, που ξεπέρασα όλους τους ενδοιασμούς που αρχικά είχα και προχώρησα.
Τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου υπάρχει κάτι που έχεις μετανιώσει;
Όχι, βέβαια. Δεν θα άλλαζα ούτε μια λέξη. Άλλωστε, άξιζε τον κόπο. Μέσα από το «Άλλο μου ολόκληρο» συνάντησα πολλούς ανθρώπους που ταυτίστηκαν μ’ αυτό σε διάφορα επίπεδα: είτε γιατί έφυγε από τη ζωή ένας άνθρωπός τους, είτε γιατί βίωσαν έναν χωρισμό, είτε γιατί ονειρεύονται μια μεγάλη αγάπη. Μακάρι, βέβαια, να μην είχε δοθεί η αφορμή να το γράψω, να μην είχα αναμετρηθεί μια τόσο συντριπτική απώλεια.
Πόσο σε έχει αλλάξει η διαχείριση αυτής της απώλειας;
Δεν είμαι πια η ίδια γυναίκα. Η ζωή μου έχει αμετάκλητα χωριστεί στο «πριν» και το «μετά». Έχω πετάξει από πάνω μου κάμποσα βαρίδια – πολλά «πρέπει», έγνοιες για το «τι θα πει ο κόσμος», για παράδειγμα. Συνειδητοποίησα πως το μόνο που έχει νόημα είναι να είμαστε ο εαυτός μας: να παραδεχόμαστε τα κουσούρια και τα λάθη μας, να λέμε «συγγνώμη» και «σ’ αγαπώ», να μη χάνουμε πολύτιμο χρόνο. Η ζωή είναι τώρα.
«Η γυναίκα στο ασανσέρ» δεν έχει τόσο καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ωστόσο υπάρχουν δικά σου κομμάτια στα ποιήματα;
Υπάρχουν πολλά δικά μου κομμάτια σ’ αυτή την ποιητική συλλογή. Ξέρεις, στα γυμνασιακά μου χρόνια, στα λευκώματα των φίλων έγραφα συχνά ένα απόσπασμα από το ποίημα «Εκεί…» του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας». Σήμερα διαφωνώ. Η ποίηση δεν είναι τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας, αλλά καθρέφτης για να αντικρίσουμε τον εαυτό μας. Είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, όπως το γράψιμο, γενικότερα.
Η ενασχόλησή σου με την παιδική λογοτεχνία πώς προέκυψε;
Αυθόρμητα, χωρίς σχέδιο. Ποτέ δεν λέω, άλλωστε, εκ των προτέρων πότε θα γράψω για μεγάλους ή για παιδιά. Ιστορίες έρχονται στο μυαλό μου και τις αφηγούμαι. Μόνο όταν η όμορφη «περιπέτεια» της αφήγησης έχει πια ολοκληρωθεί μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ ποιους αναγνώστες ενδεχομένως θα ενδιέφερε περισσότερο κάθε ιστορία.
Μίλησε μου για το «Με βλέπεις;»
Είναι ένα βιβλίο που γεννήθηκε στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, ένα ημερολόγιο εγκλεισμού. Ανταλλάξαμε με την Φωτεινή Τσαλίκογλου επιστολές, παρατηρώντας τον κόσμο γύρω μας και τις αλλαγές μέσα μας. «Με βλέπεις;», λέγαμε η μια στην άλλη. «Μαγειρεύω, τακτοποιώ το γραφείο μου, παρατηρώ τους γείτονες στα μπαλκόνια τους, αγοράζω απολυμαντικά, κάνω βόλτες στην πόλη, διαβάζω παλιά γράμματα, προσπαθώ να αναγνωρίσω τον εαυτό μου σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κλαίω κάτω από μια ανθισμένη γαζία, ανακαλύπτω νέους θορύβους, μιλάω στα σαλιγκάρια, κόβω κλαδάκια νεραντζιάς, γελάω, χαϊδεύω τα πατουσάκια της γάτας μου, ακούω τη μουσική των δέντρων, πενθώ από την αρχή όσα έχω χάσει, κοιμάμαι βαθιά και βλέπω εφιάλτες, ξυπνώ ανάλαφρη στην αγκαλιά του, μπαίνω στο σούπερ μάρκετ με μάσκα, βάζω συνέχεια θερμόμετρο, τρέμω τον θάνατο, χάνω το θάρρος μου και το ξαναβρίσκω, άλλοτε βουλιάζω στην αδράνεια κι άλλοτε στύβω την πέτρα, κάνω όνειρα, ελπίζω.»
Την περίοδο της καραντίνας γίναμε όλοι λίγο αόρατοι;
Ναι, και ταυτόχρονα απολύτως ορατοί, στα δικά μας μάτια όμως. Γιατί η καραντίνα μας έδωσε μια μοναδική ευκαιρία να αναμετρηθούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό, να δούμε τη δύναμη και τις αδυναμίες μας στις πραγματικές τους διαστάσεις. Όσοι αξιοποίησαν αυτή την ευκαιρία θα βγουν κερδισμένοι.
Πώς αποφάσισες να γράψεις μαζί με την Φωτεινή Τσαλίκογλου;
Τον περασμένο Μάρτιο, σε ένα email της, η Φωτεινή μου αφηγήθηκε την ιστορία ενός φύλακα, στον ζωολογικό κήπο της Αγγλίας, που έλεγε πως με την πανδημία, στους άδειους από ανθρώπους χώρους του κήπου, τα ζώα ήταν σαν να τον ανακάλυψαν αίφνης, σαν να τον έβλεπαν για πρώτη φορά. «Θα έρθει η στιγμή που θα μιλήσουμε για την ευτυχία ενός βλέμματος. Δώρο για το μέσα μας. Θα έρθει η στιγμή που θα ανακαλύψουμε από την αρχή το αγνοημένο μέσα στο πλήθος βλέμμα», μου έγραψε ένα βράδυ η Φωτεινή. Το επόμενο πρωί της τηλεφώνησα. «Έχω μια ιδέα», της είπα. «Πριν ακούσω την ερώτηση, η απάντηση είναι ναι», μου απάντησε. Έτσι ξεκινήσαμε.
Όσοι σε ακολουθούμε στα social media γνωρίζουμε την αγάπη σου για τα ζώα. Ήταν δική σου ιδέα η εκπομπή «Πλάνα με ουρά»;
Ναι, και είμαι πολύ χαρούμενη που η ΕΡΤ την αγκάλιασε με τόση ζεστασιά. Στα «Πλάνα με ουρά» κάνω κάτι που πολύ αγαπώ: αφηγούμαι ιστορίες φιλοζωίας και ανθρωπιάς, γιατί για μένα αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα, το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο.
Έχεις σχέδια για το επόμενο βιβλίο;
Έχω ξεκινήσει να γράφω μια ιστορία που ίσως μπορέσει κάποια στιγμή να γίνει παιδικό βιβλίο. Δεν έχω χρόνο και διάθεση να την συνεχίσω αυτή την περίοδο, αλλά δεν αγχώνομαι. Έχω μάθει να μην είμαι πια ανυπόμονη. Έτσι χαίρομαι περισσότερο με όσα καλά συμβαίνουν – όποτε συμβούν.
Δημοσιογραφικά υπάρχει κάποια συνέντευξη που ονειρεύεσαι να πάρεις;
Δεκάδες ονόματα θα μπορούσα να σου αναφέρω, αλλά δεν είναι ότι ονειρεύομαι συγκεκριμένες συνεντεύξεις. Ουσιαστικές συναντήσεις ονειρεύομαι, εντός και εκτός δουλειάς. Και προσπαθώ πάντα να θυμάμαι αυτό που έγραψε ο Αμερικανός συγγραφέας βιβλίων αυτοβοήθειας Τζάκσον Μπράουν Τζούνιορ: «Κάθε άνθρωπος που συναντάς κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει»…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις