Το Ευρωπαϊκό κονκλάβιο, η Τουρκία και η αρχή της pacta sunt servanda
Για ακόμη μία φορά η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συμμαχία των μη προθύμων της Ευρώπης (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Μάλτα) που για λόγους οικονομικών-πολιτικών συμφερόντων
Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης*
Με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ να νουθετεί τους Ευρωπαίους ηγέτες για την πολιτική που οφείλουν ν’ ακολουθήσουν προς την Άγκυρα, υπενθυμίζοντας: «να μην ξεχάσουν την σημασία της Τουρκίας για τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και τη Δύση και να αναζητήσουν “θετικές προσεγγίσεις”», και τις «λογικές χώρες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) να μεταφέρουν το πολιτικοδιπλωματικό-οικονομικό κόστος των κυρώσεων προς την Τουρκία σε μελλοντικό χρόνο, οδηγούμαστε αβίαστα στη διαχρονική, διαπιστωτική απόφανση του ανεξάρτητου βουλευτή Βόλου, Γεώργιου Φιλάρετου, (εν έτει 1897) περί του εξωτερικού, δομικού περιορισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής:
«Η ιστορία διδάσκει ημάς, ότι αι Ευρωπαϊκαί Κυβερνήσεις παρενέβησαν υπέρ της Ελλάδος μόνον εν την τελευταία ώρα και πάντοτε παρά την θέλησίν των, πάσαι δε ανεξαιρέτως περί ενός μόνον συνεφώνουν : πώς να μη επιτρέψωσι την ανάπτυξιν Ελληνικού Κράτους τοσούτον ισχυρού, ώστε να είναι αληθώς ανεξάρτητων».
Εκκινώντας από θεμελιώδη αρχή της διεθνούς πολιτικής, την αρχή της αυτοβοήθειας, και ακολουθώντας το προσδιοριστικό κριτήριο της γεωπολιτικής-γεωστρατηγικής αξίας της εκάστοτε χώρας, ως παράγοντα υπολογισμού της διπλωματικής της ισχύος, με απότοκο οι κινήσεις στο πολιτικοδιπλωματικό πεδίο να αποδίδουν ανάλογα με το «ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ βάρος τῶν ἀντίστοιχων συλλογικῶν ὑποκειμένων, τὸ ὁποῖο ὅλοι ἀποτιμοῦν κατὰ μέσον ὅρο παρόμοια, ὅπως γίνεται καὶ μὲ τὰ ἐμπορεύματα στὴν ἀγορὰ», (Π. Κονδύλης) στις γραμμές που ακολουθούν, θα επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τα αποτελέσματα της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (10-11 Δεκεμβρίου 2020) για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Πρωταρχικά, οφείλουμε να σημειώσουμε τους ευσεβείς πόθους της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με την επίκληση της αρχής της «pacta sunt servanda», (οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται), παραπέμποντας στις αποφάσεις της παρελθούσας, οκτωβριανής Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, περί της επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, στην περίπτωση που η τελευταία συνέχιζε την παραβατική της συμπεριφορά. Στην εν λόγω περίπτωση, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, θα επιδείξει υπερβολική εμπιστοσύνη στην κοινοτική αλληλεγγύη διαμηνύοντας ότι : «Τώρα, […], θα φανεί εάν πραγματικά ως Ευρώπη είμαστε αξιόπιστοι σε αυτά τα οποία εμείς οι ίδιοι έχουμε συμφωνήσει».
Ωστόσο, η ευμεγέθης υπέρβαση των πραγματικών πιθανοτήτων για την επίτευξη του ευκταίου αποτελέσματος από τους διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, συνώθησε στην απομάκρυνσή τους από μία ορθολογική αξιολόγηση των πραγματολογικών στοιχείων, όπως αυτά καταγράφονται στο γράμμα των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπου ναι μεν εγκαλεί την : «Άγκυρα για τις μονομερείς και προκλητικές της δραστηριότητες στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως και στην ΑΟΖ της Κύπρου, και επισημαίνει ότι αυτές συνεχίζονται»,
αλλά ταυτόχρονα: «επιβεβαιώνει το στρατηγικό ενδιαφέρον της ΕΕ ως προς την ανάπτυξη αμοιβαίας επωφελούς σχέσης με την Τουρκία» δίνοντας ένα καρότο, στην Άγκυρα για την «προσφορά θετικής ατζέντας» στους «τομείς της οικονομίας, του εμπορίου και της συνεχιζόμενης συνεργασίας στο μεταναστευτικό».
Τοιουτοτρόπως, για ακόμη μία φορά η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συμμαχία των μη προθύμων της Ευρώπης (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Μάλτα) που για λόγους οικονομικών-πολιτικών συμφερόντων (άμεσες ξένες επενδύσεις, εμπορική αλληλεξάρτηση, αμυντικές συμφωνίες) και με την εξωτερική νομιμοποίηση που τους προσδίδει η αναγνωρισμένη και δεδηλωμένη υψηλή γεωστρατηγική-γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας για το διατακτικό της Βορειοατλαντικής συμμαχίας:
«αντιλαμβάνονται ότι η Τουρκία είναι ένας σημαντικός σύμμαχος, καθώς συνορεύει με το Ιράκ και τη Συρία, και είχε ρόλο-κλειδί στην αντιμετώπιση του ISIS και στην απελευθέρωση εδαφών που ήλεγχε ο ISIS στο Ιράκ και τη Συρία», ενώ […] «φιλοξενεί το μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων, περίπου τέσσερα εκατομμύρια, και επίσης είναι ο σύμμαχος που έχει υποστεί τις περισσότερες τρομοκρατικές επιθέσεις».
Κατά τούτο, η άτεγκτη πίστη-νομιμοφροσύνη, της Ελλάδας προς τις ΗΠΑ και το ευρώ-ιερατείο, επανεπιβεβαιώνοντας ότι η «Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν»!, και επενδύοντας στη στρατηγική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, παρωθεί σε ανορθολογικούς ατραπούς. Αυτό γιατί από τη μία πλευρά δείχνει να μην μπορεί να κατανοήσει την απουσία εσωτερικής συνοχής μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ, ή όποια, δεν έχει φθάσει ακόμη στο τελικό προϊόν της διαδικασίας ολοκλήρωσης (πολιτική ένωση) και εξακολουθεί να τελεί υπό την γεωστρατηγική αιγίδα των ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας ότι η παρουσία των Αμερικανών στην Ευρώπη «σώζει τους Ευρωπαίους από τους εαυτούς τους».
Από την άλλη πλευρά, παρουσιάζει την στρατηγική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, ως πανάκεια για την επίλυση του συνόλου των διμερών-διεθνών θεσμικών διαφόρων συμπεριλαμβανομένου και του Κυπριακού. Ναι μεν η συμφωνία για την τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την Ε.Ε. (31.12.1995), αποκρυσταλλώνεται σε σχετικά οικονομικά κέρδη (η Τουρκία είναι ο έκτος εμπορικός εταίρος της Ένωσης, ενώ η Ένωση αποτελεί τον βασικό εξαγωγικό προορισμό της Τουρκίας που ισοδυναμεί με το 42,4% των συνολικών τουρκικών εξαγωγών), ωστόσο για μια σειρά από λόγους και αιτίες που συνέχονται με τις στρατηγικές επιλογές και τις εσωτερικές αναγκαιότητες του τουρκικού πολιτικού καθεστώτος, η διαδικασία εξευρωπαϊσμού της είναι εξαιρετικά θολή.
Καταλήγοντας, η Αθήνα βρίσκεται παγιδευμένη στη διακηρυκτική λογική των ελληνικών δικαίων, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι η τήρηση των συμφωνιών δεν επιβάλλεται με ηθικοδικαιακές εκκλήσεις, ενώ το διεθνές δίκαιο είναι παράγωγο της πρακτικής των κρατών υπό την απουσία μιας παγκόσμιας εκτελεστικής εξουσίας. Εν μέσω διαπλεκόμενων οικονομικοπολιτικών συμφερόντων μεταξύ των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων και με τις ΗΠΑ να διαδραματίζουν προσανατολιστικό, στρατηγικό ρόλο στον Ευρωατλαντικό χώρο, είναι απορίας άξιο πως οι έλληνες διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής δεν διδάχθηκαν από την ιστορική εμπειρία για να μιλήσουν με όρους εθνικών συμφερόντων.
«Εις τα υπομνήματά μου και τα προφορικά μου διαβήματα, ουδέποτε έκαμα χρήσιν του όρου “ελληνικά δίκαια”. Ο όρος αυτός είναι αισθηματολογικός. Οι δε Ευρωπαίοι δεν τον εννοούν. Ο όρος μου ήτο “ελληνικά συμφέροντα”». (Ελευθέριος Βενιζέλος).
- Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις