Τα στοιχεία για τον αριθμό των θανάτων από κοροναϊό στη χώρα μας είναι συγκλονιστικά. Γιατί μπορεί να έχουν πεθάνει εκατοντάδες χιλιάδες σε όλο τον κόσμο, όμως, τα θύματα της διπλανής μας πόρτας είναι αυτά που συγκλονίζουν.

Από την αρχή της πανδημίας, 27 συμπολίτες μας ηλικίας 18 έως 39 ετών έχουν χάσει τη ζωή τους.

Επίσης 555 άνθρωποι από 40 έως 64 ετών δεν άντεξαν στον κοροναϊό.

Τέλος, 3.288 ηλικίας 65 ετών και άνω, δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας.

Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα. Δεν αντέχει τέτοιους αριθμούς. Δεν αντέχει να ακούει καθημερινά ότι 80 ή 100 συμπολίτες μας δεν υπάρχουν πια, κάποιοι συγγενείς τους αποχαιρετούν.

Η Ελλάδα δεν είναι ΗΠΑ ή Κίνα όπου ναι μεν η ανθρώπινη αξία είναι ίδια, όμως, τα θύματα χάνονται στην ανωνυμία τους. Χάνονται μέσα στο πλήθος.

Η πατρίδα μας έχει με το ζόρι 11 εκατ. πολίτες και δεν μπορεί να χάνει 100 κάθε μέρα. Ακόμη κι αν αυτοί είναι 70 και 80 ετών.

Δυστυχώς, μια συνέπεια της πανδημίας είναι ο… μιθριδατισμός. Κι αν στην αρχαιότητα είχε την έννοια της προστασίας από τοξικές ουσίες, ουσιαστικά σημαίνει την εξοικείωση.

Ολοι μας εξοικειωνόμαστε με το θάνατο. Ακούμε κάθε μέρα στις 6 το απόγευμα ότι 100 άνθρωποι πέθαναν από την πανδημία και προσπερνάμε. Λες και είναι κάτι συνηθισμένο.

Μοιάζει η κατάσταση αυτή με ό,τι είχε περιγράψει ο σπουδαίος Ρίτσος:

«Ο,τι αγάπησα μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλα. Εμεινα μόνος κάτω από τα ερείπια του ουρανού μου να αριθμώ τους θανάτους».

Ο κοροναϊός κλέβει ό,τι αγαπάμε. Θα πει κανείς «και ο καρκίνος, και η καρδιά το ίδιο κάνουν». Όμως, είναι αλλιώς. Αυτή η μαζική απώλεια και όλα όσα ακολουθούν δεν αντέχονται.

Και δεν αντέχεται το συναίσθημα της εξοικείωσης. Ή αυτή η αίσθηση ότι «εντάξει, γέροι ήταν, θα πέθαιναν έτσι κι αλλιώς».

Όχι, δεν πρέπει να ξεχάσουμε, δεν πρέπει να τους ξεχάσουμε, ακόμη κι αν μας ήταν άγνωστοι. Ολοι αυτοί οι «γέροι» είχαν όνομα, ζωή, καριέρα, οικογένεια.

Ηταν ο κυρ Γιώργος, ο παππούς Κώστας, ο πατέρας Ανδρέας, η γιαγιά Αγγελική. Είχαν πρόσωπο, άφησαν το χνάρι τους στη ζωή, καλό ή κακό, σημαντικό ή ασήμαντο, δεν έχει καμιά σημασία.

Ολοι όσοι πεθαίνουν είχαν παιδιά, γονείς, αδερφούς και συγγενείς. Είχαν ένα τρόπο ζωής, έναν κύκλο ανθρώπων που πορεύτηκαν.

Ασφαλώς και η τραγωδία της απώλειας ενός 18χρονου είναι μεγαλύτερη από ενός 80χρονου. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους ηλικιωμένους.

Ηταν η γενιά που πάλεψε σε μια Ελλάδα ρημαγμένη από τον πόλεμο. Η γενιά που δούλεψε σκληρά, μορφώθηκε, έκανε οικογένεια και έφτιαξε ανθρώπους με περισσότερα καλά στοιχεία και ανέσεις απ’ ότι οι ίδιοι.

Οι ηλικιωμένοι νεκροί δεν μπορούν να μένουν ανώνυμοι, ούτε ξεχασμένοι. Μακάρι να μπορούσαμε να τους ονομάζουμε κάθε μέρα, σαν υπόμνηση, σαν προσκλητήριο νεκρών. Γιατί ήταν και παραμένουν οι ήρωές μας. Αυτοί που μέχρι την τελευταία τους στιγμή σε κοιτάζουν με το βλέμμα το τρομαγμένο, με εκείνο το γλυκό, ανθρώπινο βλέμμα που σου λέει «θέλω να ζήσω λίγο ακόμη».

Ας μη συμφιλιωθούμε, λοιπόν, με την απώλειά τους. Όπως σωστά έγραψε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας: «Ας μην ξεχάσουμε όσους έφυγαν, έστω κι αν η ανάμνησή τους εξουθενώνει την ηθική μας αντοχή».

Κι ας μην ξεχνάμε και τις οικογένειες που πενθούν γι’ αυτούς. Ειδικά στις έκτακτες συνθήκες που ζούμε.

Εχετε δει τις κηδείες που γίνονται εν μέσω κοροναϊού; Εχετε δει πώς αποχαιρετούν τους νεκρούς οι δικοί τους άνθρωποι; Πολύ σκληρές εικόνες, πολύ δυνατά συναισθήματα.

Γι’ αυτό, λοιπόν, μην ξεχνάμε τις απώλειες. Μην εθιζόμαστε στο θάνατο. Μη χάνουμε τη μνήμη μας.