«Είμαι φανατίλα κουκουέ: Κυψέλη, Κολωνάκι, Εξάρχεια»
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλάει για τη δική του Αθήνα, τα μυστικά της δουλειάς του, τους έλληνες beat, τις παγίδες των social media
Οαείμνηστος σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης έλεγε «λόγιο» τον συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργο – Ικαρο Μπαμπασάκη. Για όποιον ξέρει τον δεύτερο, επιβεβαιώνει τον τεθνεώτα πρώτο. Ο Μπαμπασάκης, με προσήλωση σχεδόν θρησκευτική, εκλαμβάνει και έχει την Αθήνα ως το σκηνικό για τη συγγραφική του κατάθεση, ορμώμενος από εκείνην, αλλά και φωτίζοντας την.
Μέλος μιας άτυπης παρέας πνευματικών ανθρώπων της Μεταπολίτευσης ζυμώθηκε στα μπαρ, στα ανταμώματα, στα συχνά events που διοργανώνει σε σύμπραξη με μουσικούς, εικαστικούς, αλλά και σε μια σχεδόν ασκητική πίστη στα γράμματα, στις μεταφράσεις, στην ποίηση. Συχνά γράφει σε λογοτεχνικά περιοδικά και επιθεωρήσεις, παρεμβαίνει δε με έναν λοξό και γόνιμο τρόπο στα εύφλεκτα κοινωνικά δίκτυα, αποκαλύπτοντας μερική από την αισθηματική και πνευματική του αγωγή, μακριά από μανιχαϊσμούς και πολιτικολογίες. Ο Γιώργος – Ικαρος Μπαμπασάκης σε ένα διάλειμμα μεταφράσεων και γραψιμάτων μάς δίνει μερικές απαντήσεις για επίκαιρα και μη θέματα από το διαμέρισμα – γραφείο του ή αστικό Αλαμούτ όπως το λέει ο ίδιος.
Ξέρω πως λόγω εργασίας είστε πειθαρχημένος σε μια οικιακή δουλειά, γραψίματος, μετάφρασης, ανάγνωσης. Παρ’ όλ’ αυτά ξέρω πως έχετε και μια υπαίθρια διάσταση στη ζωή σας. Μπαρ, εξόδους. Πώς, αλήθεια, τα χειρίζεστε τώρα όλα αυτά;
Διόλου πρωτότυπο. Οσοι με γαλούχησαν, αλλά και οι φίλοι μου όλοι, ζουν μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο γραφείο και το ποτοσχολαστήριο (όπως έλεγε το μπαρ ο Καρούζος). Και άλλωστε το πράγμα, η διαλεκτική Μέσα/Εξω, το παιχνίδι της πνευματικής περιπλάνησης (μελέτη, γράψιμο, σκέψη) πάει αγκαζέ με την ποδαράτη flânerie στον λαβύρινθο της πόλης, με το δημιουργικό σουλάτσο, με το να το ρίχνουμε έξω. Αλλωστε, ανήκω στη γενιά εκείνων που μπορούν να πουν περήφανα το περίφημο «εν αγορά καγώ τέθραμμαι» (κι εγώ μεγάλωσα στους δρόμους), και που δεν ξεχνούν ποτέ την επιστολή του Μακιαβέλλι στον Βεττόρι, ήδη από τον Γενάρη του 1515: «Οποιος θα ‘βλεπε τα γράμματά μας, τιμημένε μου σύντεκνε, θ’ απορούσε πολύ, γιατί τη μια φορά θα του φαινόταν πως είμαστε άνθρωποι σοβαροί, δοσμένοι ολάκεροι σε πράματα τρανά (…)
Στερνά όμως, μόλις γύριζε φύλλο, θα του φαινόταν πως οι ίδιοι εμείς είμαστε επιπόλαιοι, άστατοι, λάγνοι και δοσμένοι σε πράγματα κούφια. Τούτος ο τρόπος να πορευόμαστε, αν φαίνεται σε κάποιον ντροπιαστικός, σε μένα φαίνεται αξιέπαινος, γιατί μιμούμαστε τη φύση». Χωρατεύοντας, καμιά φορά λέω ότι ακολουθώ το εικοσιτετράωρο σύστημα 10-10-4, πάει να πει δέκα ώρες εργασία, δέκα ώρες κραιπάλη, και τέσσερις ώρες ανάπαυση.
Είναι, αλήθεια, μια περίοδος γόνιμου αναστοχασμού όπως διαβάσαμε από δημοσιολόγους ή μια μετάβαση σε έναν νέο ανθρωπότυπο ή και μια καλή αφορμή περιστολής της δημοκρατίας (Agamben);
Αλίμονο αν χρειαζόμαστε τέτοια ζοφερά χαστούκια για να αναστοχαστούμε γόνιμα! Αυτό το κάνουμε – οφείλουμε, τέλος πάντων, να το κάνουμε μέρα – νύχτα. Είναι μια περίοδος δοκιμασίας, άγριας και αδυσώπητης, για όλο τον κόσμο, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μεταβούμε σε άλλον ανθρωπότυπο, μιας και ξέρουμε ότι ακόμα και τα πιο συνταρακτικά γεγονότα δεν αλλάζουν άρδην τον τρόπο σκέψης και ζωής των ανθρώπων. Θα κάνω ένα άλμα, όχι και τόσο παράλογο ή παράτολμο, και θα πω ότι τα όσα μας ταλανίζουν εδώ και κάμποσο καιρό είναι η άλλοτε μαλακή και ύπουλη, και άλλοτε βάναυση και απροκάλυπτη, τιμωρία για το Μεγάλο Γλέντι της ανθρωπότητας στη δεκαετία του εξήντα και, ιδίως, για τον γαλλικό, παρισινό Μάη του ’68.
Ξεκινώ απ’ τη μετάφραση. Εργάζεστε χρόνια ως μεταφραστής. Τι δουλεύετε τώρα ή μόλις ολοκληρώσατε;
Ολοκλήρωσα και παρέδωσα στις εκδόσεις Πλέθρον τη μετάφραση του πιο ιδιόρρυθμου και συγκινητικού μυθιστορήματος του Τζακ Κέρουακ, τα «Οράματα του Ζεράρ». Ο Κέρουακ άφησε στην άκρη τη θρυλική γραφομηχανή του και έγραψε τα «Οράματα» με χαρτί και μολύβι, αυθόρμητα πάντα, και δουλεύοντας από τα μεσάνυχτα έως τα χαράματα στην κουζίνα της αδελφής του, της Νιν. Είναι ένα πένθιμο μπλουζ για τον θάνατο του αδελφού του σε ηλικία μόλις εννέα χρονών, αλλά, συνάμα, και μια νοσταλγική καταγραφή για έναν τρόπο ζωής που χάθηκε. Αυτό τον καιρό τελειώνω τη μετάφραση του βιβλίου «Πράκτορας Σόνυα» (Agent Sonya) του Ben Macintyre, για τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Πρόκειται για τη συναρπαστική ιστορία μιας γερμανίδας κομμουνίστριας, της Ούρσουλας Κοτσίνσκι, που έδρασε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ενωσης με το κωδικό όνομα «Σόνυα». Και, για τις εκδόσεις Ψυχογιός, μεταφράζω το πρώτο, αυτόνομο, μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας του Τζόναθαν Φράνζεν, του οποίου έχω μεταφράσει όλα τα μυθιστορήματα και έναν τόμο με δοκίμια.
Η μετάφραση έχει στο κέντρο της το γλωσσικό ζήτημα; Τι είναι, αλήθεια;
Η μετάφραση είναι μια εργασία που συνδυάζει την κατασκοπεία, την ηθοποιία, την ευρυμάθεια, και την άσκηση στη γλώσσα – τη δική σου, κυρίως. Ο μεταφραστής, πραγματικά, κατασκοπεύει τον συγγραφέα που θα μεταφράσει, συσσωρεύει πληροφορίες για τον βίο του, τις απόψεις του, τους τρόπους του, τα τεχνάσματά του, μαθαίνει ακόμα και αν προτιμάει σφιχτά τα αβγά του στο πρόγευμα ή μελάτα. Μετά, γίνεται ηθοποιός και μπαίνει στο πετσί του ρόλου του συγγραφέα, γίνεται ένας νόμιμος πλαστογράφος, μιμείται όλα όσα ξεχωρίζουν τον εκάστοτε συγγραφέα από άλλους. Κατόπιν, παλεύει με τη γλώσσα και πασχίζει να γυρίσει τα αμερικανικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά, και πάει λέγοντας, του πρωτοτύπου, σε αντίστοιχα ελληνικά. Είναι μια περιπετειώδης υπόθεση, κι ας φαίνεται ότι είναι μια άχαρη δουλειά γραφείου.
Κι ακόμα, η μετάφραση είναι ένα ωραίο δώρο προς εκείνους που δεν ξέρουν ξένες γλώσσες ώστε να διαβάζουν απευθείας τα βιβλία που αναλαμβάνει ο μεταφραστής. Τέλος, για όσους είναι, εκτός από μεταφραστές, και συγγραφείς είναι ένα ασύλληπτα εποικοδομητικό σεμινάριο δημιουργικής γραφής, καθώς εξοικειώνονται, δουλεύοντας επί μήνες ένα βιβλίο, με τα συγγραφικά κόλπα.
Οσον αφορά τα δικά σας βιβλία, γράψατε με τον Ανδρέα Μαντά το «Ροκενρόλλα/Astrafiammante»…
Στη λεγόμενη Πρώτη Καραντίνα, ύστερα από μια πολύωρη σύσκεψη στο γραφειόσπιτό μου, το λεγόμενο «Αλαμουτ», συμφωνήσαμε με τον brother Μαντά να γράφουμε κάθε μέρα ένα κείμενο ο καθένας και να το δημοσιεύουμε στο έξοχο ηλεκτρονικό περιοδικό «Μονόκλ» του φίλου μας ποιητή Αντώνη Τσόκου. Αποφασίσαμε να αποφύγουμε κάθε παράπονο, κάθε μεμψιμοιρία, κάθε γκρίνια, και να σκαλίσουμε στο ορυχείο των όσων μας γαλούχησαν και μας έκαναν ανθρώπους, να ξαναδούμε ακριβώς «από πού κρατάει η σκούφια μας», ακόμα και να διαχωριστούμε από πολλούς άλλους που είχαμε τάχιστα αρχίσει να βαριόμαστε και να απορρίπτουμε με συνοπτικές διαδικασίες.
Οταν ολοκληρώθηκε ένας κύκλος ογδόντα κειμένων (σαράντα του Μαντά και άλλα τόσα δικά μου) σκεφτήκαμε να τα εκδόσουμε σε έναν τόμο. Το εγχείρημα ανέλαβε η Bibliothèque του παίκτη/ρέκτη Βάσου Γεώργα. Μπορείς να πεις ότι το βιβλίο «Ροκενρόλλα/Astrafiammante» είναι ένα σεντούκι με τα τιμαλφή μας, ένα πολυπρισματικό μανιφέστο ζωής, ένα σπινταρισμένο και σπινταριστό μουσικό κουτί που παίζει Ελβις και Μπετόβεν μαζί, ένα πολύωρο ψυχεδελικό φιλμ, μια μεταμοντέρνα Γερμανική Ιδεολογία (για να μην ξεχνάμε το περιλάλητο εκείνο «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» των Μαρξ και Ενγκελς) και μια τεθλασμένη οντολογική πραγματεία. Κι ακόμα, μια πολυσέλιδη επιστολή αγάπης στις Μούσες μας, τη Μαργαρίτα Κουβάτσου και τη Φαίη Τζανετουλάκου.
Συχνά τα βιβλία σας έχουν ως αφορμή ή ως όχημα την Αθήνα για την οποία διατηρείτε μια ρομαντική διάθεση. Υπάρχει αυτό ως δυνατότητα ή οδεύουμε σε μια νέα πόλη όπου τα εντευκτήρια, τα στέκια, οι συναντήσεις θα είναι όλο και πιο αδυνατισμένα;
Πάντα, θα έλεγα, όχι συχνά. Αν εξαιρέσουμε κάποιες μικρές φούγκες στο Βερολίνο και στο Παρίσι, όλα μου τα βιβλία έχουν για σκηνικό τους την Αθήνα, και συγκεκριμένα το κέντρο. Οπως λέω καλαμπουρίζοντας, είμαι φανατίλα κουκουέ. Κάππα Κάππα Εψιλον: Κυψέλη, Κολωνάκι, Εξάρχεια. Ουσιαστικά δεν έχω ζήσει αλλού, δεν είναι για μένα η ζωή ταξίδια και καρτ-ποστάλ, είναι περιφορά και περιπλάνηση στα ίδια και στα ίδια μέρη, στα ίδια και στα ίδια πρόσωπα, στα ίδια και στα ίδια πράγματα.
Η γοητεία που μου ασκεί μια βόλτα στο λιμάνι του Βόλου μ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο, μια παθιασμένη συνομιλία στο μπαλκονάκι του Αλαμουτ με τρεις – τέσσερις φίλους για τον κινηματογράφο του Ορσον Ουέλλες ή για το γράψιμο του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ή ακόμα και το να μοιραστώ στην κουζίνα μου μια κατσαρόλα τραχανά και τέσσερα λίτρα κρασί με τον Αντρέα Μαντά, είναι ακαταμάχητη. Η Αθήνα είναι το θέρετρό μου, η επέκταση του γραφείου μου, ο πύργος ελέγχου μου, το πεδίο των μαχών μου. Τα στέκια πάντα θα υπάρχουν, θα ανανεώνονται, θα θάλλουν, ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.
Νομίζω, πως είστε ο πιο πιστός ανατόμος και μιας πνευματικής πλευράς της πόλης, από τη Μεταπολίτευση και μετά. Η διάχυση του Ιντερνετ έχει μεταβάλει τα ήθη και πώς παράγονται οι νέες ιδέες και συμπράξεις σε μια Αθήνα του airbnb;
Δεν θα έλεγα «ανατόμος», αλλά μάλλον ένας διαλεκτικός μοντέρ του ακατάσχετου υλικού που συσσωρεύω κινηματογραφώντας νοερώς τοπία και σκηνές της Αθήνας εδώ και δεκαετίες. Μπορείς να πεις ότι, όπως ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ, κατασκευάζω διαρκώς και διηνεκώς ένα παλλόμενο cut-up, ένα κολλάζ από εικόνες, ομιλίες, ήχους, μουσικές, σελίδες, διαθέσεις, συγκινήσεις, έρωτες, περιπέτειες. Το γραφείο μου είναι ένα στούντιο, μια μουβιόλα, ένα εργαστήριο επεξεργασίας και διευθέτησης ακριβώς όλου αυτού του υλικού που γίνεται κομματάκια, μικρά χρωματιστά γυαλάκια σ’ ένα ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο. Από τις εκλεκτές εκδόσεις Νήσος θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες το βιβλίο μου «Η Κοκό στην Κοπεγχάγη», με υπότιτλο «Το Μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης». Και εδώ, έχουμε ένα κουνημένο και πειραγμένο πανόραμα της μεταπολιτευτικής Αθήνας, μέσα από έναν συνδυασμό ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, με έμφαση στο ντοκιμαντέρ.
Συχνά επιστρέφετε, ανακαλείτε πρόσωπα που σας καθόρισαν την αισθηματική αγωγή όπως ο Καρούζος. Πώς επέδρασε εκείνος στη συγγραφική πορεία σας;
Ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος ήταν (και είναι) για μένα η Τελική και Οριστική Ακαδημία, ένα ιδανικό τζαζ πανεπιστήμιο όπου, αγκαλιασμένες ιδανικά, η Γνώση και η Κραιπάλη χορεύουν ένα ψυχεδελικό βαλς εζιτασιόν.
Μια καλώς ή κακώς εννοούμενη συζήτηση συχνά ανακινείται για το αν υπάρχει beat χώρος στην Ελλάδα. Υπάρχει; το λέω γιατί έχετε γνώση και έχετε μεταφράσει Τζακ Κέρουακ όπως αναφέρθηκε λίγο πριν…
Οπως συνέβη και με τον υπερρεαλισμό, έτσι και με τους beat υπήρξε εδώ μια σημαντική αλληλοπεριχώρηση. Συντελέστηκε στην Αθήνα ένα θαύμα: τολμηροί και ανήσυχοι λογοτέχνες, εικαστικοί, θεωρητικοί, αλλά και άνθρωποι απλώς παθιασμένοι για κάτι διαφορετικό, άντλησαν από τα όσα πρόσφεραν οι πρωτοσύγκελοι της Beat Generation και δημιούργησαν τα δικά τους ωραία πράγματα. Το περιοδικό «Πάλι», πριν από τη χούντα, και το περιοδικό «Ιδεοδρόμιο» στη Μεταπολίτευση, διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο σ’ αυτό. Μην ξεχνάμε ότι, μέσω του Νάνου Βαλαωρίτη και του Σπύρου Μεϊμάρη, οι beat είχαν μεγάλη απήχηση εδώ. Επίσης, ο Αλαν Ανσεν, μεγάλος φίλος του Μπάροουζ, έζησε δεκαετίες στην Αθήνα και μας τίμησε με την παρέα του, καθώς μας δεξιωνόταν και μας έλεγε απίθανες ιστορίες στην κατοικία του, ένα ημιυοπόγειο άντρο στο Κολωνάκι. Ο Παναγιώτης Κουτρουμπούσης, ο Λεωνίδας Χρηστάκης, οι εκδόσεις Απόπειρα και πάρα πολλοί άλλοι συνέβαλαν όλα αυτά τα χρόνια στο να φυσήξει το απελευθερωτικό αεράκι των beat και στα αθηναϊκά λημέρια.
Κοιτώντας την ελληνική Ιστορία, υπήρξαν γενιές όπως αυτή του ’30 που επανακαθόρισε ή ανανέωσε προβληματισμούς για την ίδια την ουσία του νεοελληνικού κράτους και του πολιτισμού μας. Και σε άλλες φάσεις συναντάμε γενιές ή παρέες, όπως την «Επιθεώρηση Τέχνης», την ποιητική Γενιά του ’70 κ.τ.λ. Πολλές φορές ήταν επινοήσεις οι παραπάνω για τις ανάγκες μιας τρέχουσας δημοσιογραφίας ή υπήρχε κάθε φορά ένα πνευματικό πρόταγμα; Υπάρχει παρέα ή Γενιά τώρα;
Πάντα βρίσκονται ανήσυχοι δημιουργοί που επιδιώκουν να επανακαθορίσουν τόσο το τι είναι το έργο όσο και το πώς το δεξιωνόμαστε. Και πάντα οφείλουμε να τους αντιμετωπίζουμε, και να τους μελετάμε, με φόντο την εκάστοτε συγκυρία, την ιστορική στιγμή. Αλλοι οι καθορισμοί και οι ανάγκες στη δεκαετία του τριάντα, άλλοι στη δεκαετία του εβδομήντα, και πάει λέγοντας. Ναι, πάντα υπάρχει ένα πνευματικό πρόταγμα: το πώς οι δημιουργοί στέκονται απέναντι στην εποχή τους και το πώς εκφράζουν τόσο την εποχή τους όσο και τη στάση τους απέναντί της. Βλέπουμε και εδώ, κάπως σχηματικά, ότι υπάρχει στην κάθε γενιά, μια «δεξιά» και μια «αριστερά». Και, βέβαια, μια «άκρα αριστερά». Ο Κάλας και ο Εμπειρίκος ήταν η «άκρα αριστερά» της Γενιάς του Τριάντα, όπως ο Λευτέρης Πούλιος και ο Αλέξης Τραϊανός ήταν τα «αριστερά εξτρέμ» της Γενιάς του Εβδομήντα. Υπάρχουν, φυσικά, και οι «ανένταχτοι», αυτοί που δεν χωράνε πουθενά, ο Γιώργης Ζάρκος, αίφνης, ή η Μαρία Μήτσορα, ο Ευγένιος Αρανίτσης, και του λόγου μου ακόμα. Φυσικά, υπάρχουν και σήμερα παρέες, και προφανώς υπάρχει μια γενιά πιτσιρικάδων που κάνουν θαύματα στήνοντας τα δικά τους δίκτυα, πειραματιζόμενοι με τη γλώσσα της αλλόκοτης και ιλιγγιώδους εποχής μας.
Τα κοινωνικά δίκτυα, πώς αλλάζουν τις πνευματικές αναζητήσεις και τη μάχη των Ιδεών; Είστε ενεργός σε αυτά και συχνά προτείνετε – καταγράφετε – θυμίζετε και βιβλία, μουσικές, ταινίες.
Βεβαίως, τα κοινωνικά δίκτυα μπήκαν ορμητικά στο παιχνίδι και αλλάζουν το σκηνικό. Προσοχή, όμως: το μέσο δεν είναι το μήνυμα, κι ας λένε. Αυτοί που βούτηξαν κατευθείαν στο ψηφιακό σύμπαν χωρίς στέρεες και βαθιές γνώσεις των όσων κόμισαν (και κομίζουν) το χαρτί, το σελιλόιντ και το βινύλιο έπαθαν πατατράκ, πανωλεθρίαμβο όπως λέει ο ντελούξ φίλος μου Κωνσταντίνος Τζούμας. Δεν είναι «παίξε – γέλασε» και «βουρ στον πατσά!» τα εκάστοτε νέα μέσα. Για να έχεις κάποιο κύρος και στο βίρτσουαλ θα πρέπει να έχεις εδραιώσει μια γερή θέση στην πραγματική πραγματικότητα. Αλλιώς, σε παίρνουν αργά ή γρήγορα χαμπάρι, γίνεσαι ρεζίλι των σκυλιών, και χάνεσαι στη λίμνη της λήθης. Ναι, είμαι ενεργός, πολύ μάλιστα, σε όλο αυτό το καινούργιο σκηνικό, παίζοντας πάντα με τη διαλεκτική παρελθόν/παρόν/μέλλον, θυμίζοντας το καταγώγιο της καταγωγής μας, και κλείνοντας το μάτι στους δημιουργικά τολμηρούς πιτσιρικάδες.
- Αττική: Επιμένουν τα προβλήματα – Διακόπηκε η κυκλοφορία στην Πάρνηθα
- Καζακστάν: Άγνωστο γιατί συνετρίβη το αεροπλάνο, 29 οι επιζώντες – Τα σενάρια που εξετάζονται
- Μέλπω Ζαρόκωστα: Τα Χριστούγεννα στο Γηροκομείο Αθηνών και τα συγκινητικά μηνύματα
- Επιμένουν στη Βραζιλία: «Η Γκρέμιο πάει για Ελίασον»
- Κοινό κρυολόγημα: Όσα θα χρειαστείτε για να το ξεπεράσετε άμεσα
- Η Σερ δεν «έβλεπε μέλλον» με τον Γκρεγκ Όλμαν όταν ήταν έγκυος και τον παντρεύτηκε – Χώρισε σε 9 ημέρες