Alibaba : Στο στόχαστρο του Πεκίνου ο «Τζεφ Μπέζος της Κίνας»
Οι εποπτικές αρχές της Κίνας ξεκίνησαν έρευνα για «μονοπωλιακές πρακτικές» σε βάρος της Alibaba και της Ant, ιδρυτής των οποίων είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας, Τζακ Μα, διαμηνύοντάς του ότι η ισχύς που μπορεί και δικαιούται να αποκτήσει δεν είναι απεριόριστη.
Ο Τζακ Μα είναι ίσως ο άνθρωπος ο οποίος ταυτίζεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο με την εκθετική άνοδο της οικονομικής ισχύος της Κίνας. Με περιουσία που ξεπερνά σήμερα τα 65 δισ. δολάρια, ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας της Alibaba είναι όχι απλώς ο πλουσιότερος άνθρωπος στη χώρα του, αλλά και ο πιο γνωστός εκτός των συνόρων της, πέραν του προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
Όμως, ο «Τζεφ Μπέζος της Κίνας» – όπως έχει χαρακτηριστεί εξαιτίας των σαφών και πολλών ομοιοτήτων και αναλογιών που έχει με το αφεντικό της Amazon, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο – φαίνεται πως έχει υπερβεί τις «κόκκινες γραμμές» του Πεκίνου. Η ισχύς και η επιρροή του είναι πλέον τόσο μεγάλες ώστε αναγκάζουν το καθεστώς να πάψει να τον βλέπει αποκλειστικά ως την εμβληματική φυσιογνωμία της νέας παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης και να τον αντιμετωπίζει και ως δυνάμει απειλή για το ίδιο.
Όταν δε ο Μα υπέπεσε στο μοιραίο λάθος, τότε ο χρόνος φάνηκε πως άρχισε να μετρά αντίστροφα. Ήταν συγκεκριμένα τον περασμένο Οκτώβριο, στις 24 του μήνα, όταν αποφάσισε να βγει δημοσίως και να ασκήσει δριμεία κριτική στις ρυθμιστικές αρχές της χώρας επειδή, όπως ισχυρίστηκε, με το πλαίσιο που έχουν επιβάλει και με τις αποφάσεις τους «πνίγουν» την καινοτομία και τη δυναμική των επιχειρήσεων. Προφανώς δε, εννοούσε κυρίως τη δική του, καθώς έβλεπε να ορθώνονται εμπόδια στην περαιτέρω επέκτασή της.
Η πρόκληση και η απάντηση
Η κίνηση αυτή, όμως, φαίνεται πως εξόργισε τον Σι και άλλους στα ηγετικά κλιμάκια της κρατικής και κομματικής πυραμίδας. Μάλιστα, σύμφωνα με την Wall Street Journal, ο πρόεδρος έδωσε προσωπικά εντολή να γίνουν «φύλλο και φτερό» οι δραστηριότητες του Μα, αλλά και να του σταλεί ένα σαφές μήνυμα, ότι ως εδώ και μη παρέκει.
Η πρώτη προειδοποίηση δεν άργησε να έρθει. Στις 3 Νοεμβρίου, το χρηματιστήριο της Σαγκάης «πάγωσε» την προγραμματισμένη διαδικασία των δημόσιων προσφορών που αφορούσαν την εισαγωγή της Ant, τη μεγαλύτερη παγκοσμίως για το 2020, καθώς η αξία της έφτανε τα 37 δισ. δολάρια. Πρόκειται για έναν όμιλο που επίσης ελέγχεται από τον Μα και, μαζί με την Alibaba και την σημαντικότερη ανταγωνίστριά τους, την Tencent, ελέγχουν πρακτικά ολόκληρη την αγορά του Διαδικτύου στη χώρα.
Σήμερα ήρθε το δεύτερο και πιο σημαντικό χτύπημα. Η ανώτατη εποπτική αρχή της Κίνας διέταξε έρευνα σε βάρος της Alibaba κάνοντας λόγο για «ενδεχόμενες μονοπωλιακές πρακτικές», ενώ κάτι ανάλογο συνέβη και με την Ant, η διοίκηση της οποίας εκλήθη σε.. απολογία ενώπιον των εκπροσώπων της κεντρικής τράπεζας, της εποπτικής αρχής του τραπεζικού κλάδου και άλλων αρχών.
Σχεδόν ταυτόχρονα, η Λαϊκή Ημερησία – το επίσημο όργανο του ΚΚ της Κίνας – κυκλοφορούσε με ένα κεντρικό άρθρο-φωτιά. Σε αυτό, ανάμεσα στα άλλα, σημείωνε πως εάν «οι μονοπωλιακές πρακτικές γίνουν ανεκτές και δοθεί η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να επεκτείνονται χωρίς τάξη και με βάρβαρες διαδικασίες, τότε η βιομηχανία δεν θα αναπτυχθεί με υγιή και βιώσιμο τρόπο». «Η αντιμονοπωλιακή πολιτική έχει καταστεί επείγον ζήτημα, που αφορά τα πάντα», πρόσθεσε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πλέον τα λουριά θα σφίξουν και ουδείς θα επιβιώσει εάν δεν δεχθεί τον έλεγχο και, κυρίως, την πρωτοκαθεδρία του καθεστώτος.
Αντικειμενική η απειλή των μονοπωλίων
Δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε, βεβαίως, ότι η υπόθεση δεν είναι κυρίως προσωπική ούτε αφορά αποκλειστικά τον Τζακ Μα και την Κίνα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την εβδομάδα εκδηλώθηκαν και στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, στις Ηνωμένες Πολιτείες, συντονισμένες κινήσεις εναντίον των αμερικανικών «γιγάντων» της τεχνολογίας και του Διαδικτύου, με ανάλογες κατηγορίες περί μονοπωλιακών πρακτικών.
Επί της ουσίας, έχουμε να κάνουμε με ένα αντικειμενικό πρόβλημα της εποχής μας, στην οποία η κυριαρχία του καπιταλισμού και της αγοράς είναι παγκόσμια και απόλυτη – είτε στην αμερικανική είτε στην ευρωπαϊκή είτε στην κινεζική εκδοχή του. Ένα πρόβλημα τις αναλογίες του οποίου θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα αιώνα και πλέον νωρίτερα, την εποχή των αποκαλούμενων «Big Oil»: Των πετρελαϊκών μεγαθηρίων τα οποία απέκτησαν τόση δύναμη ώστε έγιναν απειλητικά για το ίδιο το σύστημα, το οποίο τελικά τα «έσπασε».
Ειδικά για την Κίνα, το τι σημαίνει αυτό περιγράφεται εξαιρετικά στο παρακάτω απόσπασμα ανάλυσης του Bloomberg: «Ο Μα δεν βρίσκεται στο χείλος της προσωπικής του καταστροφής. Η δημόσια αποδοκιμασία του αποτελεί, αντιθέτως, μια προειδοποίηση ότι το Πεκίνο έχει χάσει την υπομονή του με το υπέρμετρο μέγεθος των μεγιστάνων της τεχνολογίας, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ολοένα περισσότερο ως απειλή για την πολιτική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που έχουν τη μεγαλύτερη αξία από όλα για τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ».
Η διαλεκτική στην πράξη: Και προστασία και όρια
Πράγματι, όπως σημειώνει η ίδια ανάλυση, «το ιντερνετικό οικοσύστημα της χώρας – που παραδοσιακά προστατεύεται από τον ανταγωνισμό των όμορων Google και Facebook – κυριαρχείται από δύο εταιρείες, την Alibaba και την Tencent, μέσα από ένα επενδυτικό λαβύρινθο ο οποίος αγκαλιάζει τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων επιχειρηματικών προσπαθειών σε μια σειρά κλάδους, από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι την ψηφιακή οικονομία.
Ιδού, λοιπόν, η περίφημη διαλεκτική αρχή της «ενότητας των αντιθέτων» και σε αυτό το επίπεδο: Ενώ το καθεστώς του Πεκίνου κάνει ό,τι μπορεί για να θωρακίσει τους «εθνικούς πρωταθλητές» του Internet και της τεχνολογίας (της Huawei συμπεριλαμβανομένης) από τον δυτικό και κυρίως τον αμερικανικό ανταγωνισμό, την ίδια στιγμή επιχειρεί να τους βάλει χαλινάρι για να μην έχουν τη δυνατότητα να το αμφισβητήσουν και να το απειλήσουν.
Η ισορροπία είναι, αναμφίβολα, λεπτή και εύθραυστη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις