Κλιματική αλλαγή : Η μετάβαση σε ένα «πράσινο» μέλλον εγκυμονεί τους δικούς της κινδύνους
Η αποστολή της ανθρωπότητας να δημιουργήσει έναν πιο πράσινο τρόπο ζωής αξιοποιώντας φυσικούς πόρους, μπορεί επίσης να προκαλέσει τεράστιες περιβαλλοντικές καταστροφές, προειδοποιούν οι ειδικοί
Η μάχη για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής ωθεί τους μηχανικούς στην ανάπτυξη νέων, πράσινων τεχνολογιών. Αιολική και ηλιακή ενέργεια επιδιώκουν να αντικαταστήσουν τον άνθρακα και το φυσικό αέριο στην παραγωγή ηλεκτρισμού, ενώ τα ηλεκτρικά οχήματα αναμένεται να εξοβελίσουν από τους δρόμους εκείνα που «καίνε» βενζίνη και πετρέλαιο. Σταδιακά η εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα θα ελαχιστοποιηθεί και μαζί της θα μειωθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη.
Όμως οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι το τίμημα αυτής της μετάβασης προς την πράσινη ενέργεια και τεχνολογία ενδέχεται να επιβαρύνει για άλλη μια φορά… το περιβάλλον.
Η αναζήτηση των αναγκαίων υλικών για την παραγωγή αυτών των μηχανών και στη συνέχεια η εξόρυξή τους, θα μπορούσαν να επιφέρουν σοβαρές οικολογικές συνέπειες και να έχουν τεράστιες επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, τονίζουν.
«Η μετάβαση προς τις μηδενικές εκπομπές άνθρακα πρόκειται να γεννήσει νέες πιέσεις για τον πλανήτη μας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα», εξηγεί στον Guardian ο Ρίτσαρντ Χέρινγκτον, επικεφαλής γεωλογικών επιστημών στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου. «Θα αναγκαστούμε να μάθουμε να υπολογίζουμε το κέρδος και τις απώλειες από τη σκοπιά των οικοσυστημάτων, ακριβώς με τον τρόπο που λαμβάνουμε υπόψη μας οικονομικά ζητήματα αυτή τη στιγμή».
Μέταλλα όπως το λίθιο και το κοβάλτιο αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα των δύσκολων αποφάσεων που μας επιφυλάσσει το μέλλον, συνεχίζει ο Χέρινγκτον.
Και τα δύο στοιχεία είναι αναγκαία για την παραγωγή ελαφριών επαναφορτιζόμενων μπαταριών για ηλεκτρικά οχήματα και για την αποθήκευση αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Η παραγωγή τους είναι πιθανό να αυξηθεί σημαντικά στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, προκαλώντας σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα.
Στην περίπτωση του κοβαλτίου, το 60% των προμηθειών του πλανήτη προέρχεται από τη Δημοκρατία του Κονγκό, όπου μεγάλος αριθμός μη ελεγχόμενων ορυχείων απασχολούν παιδιά ηλικίας ακόμη και επτά ετών ως μεταλλωρύχους. Εκεί εισπνέουν σκόνη γεμάτη κοβάλτιο που είναι ικανή να προκαλέσει θανατηφόρα πνευμονικά προβλήματα, ενώ εργάζονται σε τούνελ που κινδυνεύουν να καταρρεύσουν ανά πάσα στιγμή.
«Άνδρες, γυναίκες και παιδιά εργάζονται χωρίς να έχουν ούτε τον στοιχειώδη προστατευτικό εξοπλισμό, όπως είναι τα γάντια ή οι μάσκες», τονίζει ο Μαρκ Ντάμετ της Διεθνούς Αμνηστίας, που έχει ερευνήσει την κρίση των εξορύξεων κοβαλτίου στη Δημοκρατία του Κονγκό.
«Σε ένα χωριό που επισκεφθήκαμε, οι άνθρωποι μας έδειξαν πώς το πόσιμο νερό της περιοχής τους μολύνθηκε από την απόρριψη αποβλήτων από τοπικό εργοστάσιο επεξεργασίας ορυκτών».
Και έπειτα υπάρχει το πρόβλημα της εξόρυξης λιθίου. Η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται να εκτοξευθεί στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Όμως η εξόρυξή του συνδέεται με κάθε μορφής περιβαλλοντικά προβλήματα. Στο λεγόμενο Τρίγωνο του Λιθίου στη Νότιο Αμερική, που αποτελείται από την Χιλή, την Αργεντινή και τη Βολιβία, τεράστιες ποσότητες νερού αντλούνται από υπόγειες πηγές, για να διευκολύνουν την εξαγωγή του λιθίου, και οι οποίες έχουν συνδεθεί με την μ,είωση της στάθμης των υπόγειων υδάτων και την ερημοποίηση. Παρομοίως, στην περιοχή του Θιβέτ, η διαρροή τοξικών χημικών από το ορυχείο λιθίου Ganzizhou Rongda που δηλητηρίασαν τα νερά του ποταμού Λιτσού το 2016, πυροδότησαν εκτεταμένες διαμαρτυρίες.
Και τα νέα οικολογικά προβλήματα δεν πρόκειται να περιοριστούν σε συγκεκριμένα μέταλλα, σημειώνουν οι αναλυτές.
Όπως λένε, η αυξημένη ζήτηση για παραδοσιακά υλικά, όπως το τσιμέντο, για την κατασκευή υδρο-ηλεκτρικών φραγμάτων ή όπως ο χαλκός για την παραγωγή καλωδίων που θα συνδέσουν τις αιολικές και ηλιακές φάρμες με τις πόλεις και θα χρειαστούν για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων, ενδέχεται να προκαλέσουν επίσης ευρείες περιβαλλοντικές καταστροφές, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα.
Η αυξανόμενη όρεξή μας για τον χαλκό καθιστά σαφή αυτά τα ζητήματα. Απαιτούνται χιλιάδες τόνοι για την κατασκευή συσκευών αιολικής ή ηλιακής ενέργειας, ενώ τα ηλεκτρικά οχήματα χρειάζονται διπλάσιο ή τριπλάσιο χαλκό σε σχέση με εκείνα που χρησιμοποιούν βενζίνη ή πετρέλαιο. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση για χαλκό ενδέχεται να έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 300% μέχρι το 2050, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση.
«Χρειάζονται δεκάδες κιλά παραπάνω χαλκού για ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο σε σχέση με εκείνον που απαιτείται για κάποιο που κινείται με ορυκτά καύσιμα», εξηγεί ο Χέρινγκτον.
«Αυτό σημαίνει ότι αν θέλουμε να μετατρέψουμε όλα τα 31 εκατ. αυτοκίνητα της Βρετανίας σε ηλεκτρικά, απαιτείται περίπου το 12% ολόκληρης της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού –μόνο για τη Βρετανία. Αυτή η απαίτηση δεν είναι ρεαλιστική, δεδομένου ότι ελπίζουμε πως σε μια δεκαετία όλα τα αυτοκίνητα που θα παράγουμε θα κινούνται με ηλεκτρική ενέργεια».
Ο Χέρινγκτον υποστηρίζει ότι αναπόφευκτα θα υπάρξει επέκταση της εξόρυξης, αλλά και της ενέργειας που απαιτείται για την επεξεργασία των μετάλλων. Συνδυαστικά, αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να επιφέρουν σημαντικό πλήγμα στο περιβάλλον. «Θα αναγκαστούμε να το κάνουμε με ένα τρόπο που δημιουργεί κέρδος, αλλά παράλληλα φροντίζει τους ανθρώπους και τον πλανήτη».
Εκτός από αυτά τα ζητήματα, η προτεινόμενη επέκταση της πυρηνικής ενέργειας στη Βρετανία, για την κάλυψη αναγκών που έως τώρα καλύπτονταν από εργοστάσια άνθρακα ή φυσικού αερίου, είναι πιθανό να οδηγήσει στην παραγωγή αυξανόμενης ποσότητας πυρηνικών αποβλήτων. Ωστόσο, η Βρετανία εξακολουθεί να μη διαθέτει μέθοδο ασφαλούς υπόγειας αποθήκευσης τοξικών αποβλήτων και στηρίζεται στην αποθήκευση των εξαιρετικά ραδιενεργών υπολειμμάτων της δραστηριότητας των πυρηνικών εργοστασίων πάνω από το έδαφος. Αυτές οι αποθήκες ίσως χρειαστεί να επεκταθούν σημαντικά στο μέλλον.
Μια λύση που έχει προταθεί μέχρι στιγμής σε αυτά τα προβλήματα των πράσινων τεχνολογιών, αφορά τον περιορισμό της εκμετάλλευσης των χερσαίων πόρων και τη στροφή προς τη θάλασσα για τη συλλογή των απαιτούμενων υλικών.
Έχουν καταδειχθεί αρκετές υποσχόμενες θαλάσσιες πηγές, με το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής να στρέφεται στους μεταλλικούς όζους που βρίσκονται σε ορισμένα σημεία του βυθού των ωκεανών. Αυτές οι μάζες ορυκτών σε μέγεθος πατάτας είναι πλούσιες σε χαλκό, κοβάλτιο, μαγγάνιο και άλλα μέταλλα. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αρχή των Βυθών, ορισμένα κοιτάσματα περιλαμβάνουν εκατομμύρια τόνους κοβαλτίου, χαλκού και μαγγανίου.
Ως αποτέλεσμα, αρκετοί οργανισμοί πλέον ερευνούν τα πιο υποσχόμενα από αυτά τα κοιτάσματα και ιδίως εκείνα της Ζώνης Clarion-Clipperton στα διεθνή νερά του Ειρηνικού Ωκεανού. Οι συγκεκριμένες μάζες θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι την επιφάνεια με τη χρήση αυτοκινούμενων υποβρυχίων που μπορούν να διασχίσουν τα 4,5 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα της ζώνης.
Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες θαλάσσιων επιστημόνων έχουν αποκαλύψει ότι παρά το βάθος της Ζώνης Clarion-Clipperton, που κυμαίνεται μεταξύ των 4.000 και 5.000 μέτρων από την επιφάνεια, ο βυθός της περιοχής είναι πλούσιος και σε θαλάσσια ζωή.
Μια μελέτη του 2017 είχε ανακαλύψει περισσότερα από 30 νέα είδη που ζουν στην άβυσσο της ζώνης, τα περισσότερα εκ των οποίων ανήκουν στην κατηγορία των ξενοφυοφόρων, των μεγαλύτερων μονοκυτταρικών οργανισμών του πλανήτη.
Η ανάσυρση των όζων θα μπορούσε να καταστρέψει αυτές τις μορφές ζωής, προειδοποιούν οι επιστήμονες. «Αυτή τη στιγμή, δεν έχουμε αρκετά δεδομένα για τον βυθό ώστε να είμαστε σίγουροι για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η εξόρυξη στην περιοχή», τονίζει στον Guardian ο Άντριαν Γκλόβερ, ένας ερευνητής οικολογίας του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου.
«Ωστόσο, όταν το κάνουμε, θα αποτελέσει ένα σημαντικό ερώτημα για την κοινωνία. Αν πρόκειται για περιβάλλοντα με πλούτο βιοποικιλότητας που μπορούν εύκολα να καταστραφούν, θα είναι καλύτερη ή χειρότερη η δική τους εκμετάλλευση σε σχέση με εκείνη των τροπικών δασών ή της γης; Πρόκειται για ένα ζήτημα που είναι δύσκολο να επιλυθεί».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις