Κοροναϊός : Μακροχρόνιες επιπλοκές «παραλύουν» τους ασθενείς έξι μήνες μετά τη λοίμωξη
Νέα μελέτη φέρνει στο φως ανησυχητικά στοιχεία για τη συχνότητα και την ένταση των μακροχρόνιων επιπλοκών της Covid-19
Πολλοί άνθρωποι που εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται από τα μακροχρόνια συμπτώματα του κοροναϊού, παραμένουν αδύναμοι να εργαστούν σε κανονικούς ρυθμούς έξι μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, όπως επιβεβαίωσε πρόσφατη μελέτη μεγάλης κλίμακας, αλλά και όπως έχουν διαπιστώσει με τον δύσκολο τρόπο άτομα που υποψιάζονται ότι πάσχουν από το συγκεκριμένο σύνδρομο.
Αν και ο κοροναϊός αρχικά γινόταν αντιληπτός ως μια λοίμωξη που αφορά κυρίως το αναπνευστικό και από την οποία οι περισσότεροι ανάρρωναν εντός δύο ή τριών εβδομάδων, στους μήνες που μεσολάβησαν από την έξαρση της πανδημίας αυξανόμενοι αριθμοί ασθενών κάνουν λόγο για συμπτώματα που συνεχίζονται για ολόκληρους μήνες.
Αυτοί οι μακροχρόνια ασθενείς, που ενίοτε εμφανίζουν ακόμη και συμπτώματα που αφορούν την καρδιακή ή την εγκεφαλική λειτουργία, δεν έχουν λάβει καμία ξεκάθαρη εξήγηση, αλλά ούτε και συγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα υγείας τους.
Δεν υπάρχει επιστημονική συμφωνία για τη συχνότητα ή την ένταση του μακροχρόνιου κοροναϊού, όμως τα δεδομένα που προκύπτουν σταδιακά είναι ανησυχητικά.
Σε μια από τις μεγαλύτερες μελέτες που έχουν εκπονηθεί μέχρι στιγμής και η οποία προς το παρόν δεν έχει αξιολογηθεί από ομότιμους, με τίτλο Patient Led Research for Covid-19 (και η οποία πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα ερευνητών που και οι ίδιοι υποφέρουν από τέτοιου είδους συμπτώματα) εξέτασε 3.762 άτομα ηλικίας 18 έως άνω των 80 ετών από 56 χώρες που απάντησαν σε 257 ερωτήσεις.
Στην έρευνα καταγράφηκαν 205 διαφορετικά συμπτώματα που αφορούν 10 συστήματα οργάνων, ενώ 66 από αυτά διήρκεσαν για περισσότερους από επτά μήνες. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες βίωσαν συμπτώματα που αφορούσαν εννιά συστήματα οργάνων.
«Πρόκειται για ένα κεφάλαιο που δεν έχει γραφτεί ακόμη στα ιατρικά εγχειρίδια, ενώ μέχρι στιγμής δεν έχει δημοσιευθεί σχεδόν κανένα σημαντικό ερευνητικό άρθρο. Μέρος της προόδου που σημειώσαμε εδώ προκύπτει απλώς από την προσθήκη μεγάλων αριθμών ασθενών και δεδομένων στην υπάρχουσα ανεκδοτολογική αίσθηση της κατάστασης, ενώ υπάρχουν και στοιχεία που φαίνονται αρκετά καινούργια. Κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μέχρι να είμαστε σε θέση να περιγράψουμε καλύτερη την ακριβή υφή του», εξηγεί ο Ντάνι Άλτμαν, καθηγητής ανοσολογίας του Imperial College στο Λονδίνο.
Η ανάλυση περιορίστηκε σε συμμετέχοντες που η ασθένειά τους διήρκεσε περισσότερες από 28 ημέρες και που τα συμπτώματά τους ξεκίνησαν πριν τον Ιούνιο του 2020, δίνοντας στους επιστήμονες την ευκαιρία να εξετάσουν την εξέλιξη των συμπτωμάτων τους στην πορεία έξι μηνών κατά μέσο όρο.
Σχεδόν το 65% των συμμετεχόντων (2.454 άτομα) ανέφεραν συμπτώματα που διήρκεσαν τουλάχιστον επί έξι μήνες. Τα συμπτώματα που επιμένουν για περισσότερους από έξι μήνες συχνά περιλαμβάνουν την εξάντληση, δυσφορία μετά την άσκηση, γνωστική δυσλειτουργία («ομίχλη εγκεφάλου»), νευρολογικά προβλήματα, πονοκέφαλους, προβλήματα μνήμης, αϋπνία, μυϊκούς πόνους, μαρμαρυγή, δύσπνοια, ιλίγγους, προβλήματα ισορροπίας και ομιλίας.
Σχεδόν το 86% βίωσε υποτροπή της ασθένειας, που συνήθως είχε πυροδοτηθεί από σωματική δραστηριότητα, άγχος, άσκηση ή πνευματική δραστηριότητα.
Άλλα λιγότερο συχνά συμπτώματα, όπως η εμφάνιση νέων αλλεργιών, η παράλυση του προσώπου, οι σπασμοί και τα προβλήματα όρασης και ακοής αποτελούν σημαντικά στοιχεία για περαιτέρω διερεύνηση, τονίζει ο Άλτμαν.
Η δυσλειτουργία της μνήμης και των γνωστικών λειτουργιών, που αναφέρθηκε ως σύμπτωμα από περισσότερους από το 85% των συμμετεχόντων, ήταν τα πιο έντονα και επίμονα νευρολογικά συμπτώματα. Παρουσιάζονταν με την ίδια συχνότητα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και είχαν ουσιαστικές επιπτώσεις στην ικανότητα των συμμετεχόντων να εργάζονται, όπως διαπίστωσαν οι συγγραφείς.
Το 45% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι αναγκάστηκε να μειώσει τον όγκο εργασίας του σε σύγκριση με εκείνον πριν την πανδημία, ενώ περίπου το 22% δεν εργαζόταν κατά την περίοδο της έρευνας εξαιτίας των προβλημάτων υγείας τους.
Όμως τα ευρήματα θα πρέπει να ερμηνευτούν προσεκτικά. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν αγγλόφωνοι, λευκοί και είχαν υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες είχαν τουλάχιστον ένα προϋπάρχον υποκείμενο νόσημα, όπως αλλεργίες, ημικρανίες ή άσθμα. Λιγότεροι από το ένα τρίτο των συμμετεχόντων είχαν λάβει επίσημη διάγνωση κοροναϊού.
«Ενδέχεται να υπάρχουν αρκετές διαφορές που σχετίζονται με την ύπαρξη ή απουσία επίσημης διάγνωσης», εξηγεί στον Guardian ο Τιμ Νίκολσον, που συμμετέχει στη διεπιστημονική ομάδα του νοσοκομείου του King’s College που δημιουργεί δημόσιες κλινικές για τα θύματα του μακροχρόνιου κοροναϊού.
Οι συμμετέχοντες συγκεντρώθηκαν μέσα από ομάδες στήριξης, με αποτέλεσμα τα δεδομένα να μην είναι βέβαιο ότι μπορούν να αναχθούν στον γενικό πληθυσμό, μεταξύ άλλων επειδή δεν είναι αντιπροσωπευτικά για εκείνους που προέρχονται από αποστερημένα περιβάλλοντα και οι οποίοι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να προσβληθούν από κοροναϊό, σύμφωνα με την Νίσριν Αλγουάν, αναπληρώτρια καθηγήτρια δημόσιας υγείας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον.
«Οι ιαθέντες του μακροχρόνιου κοροναϊού έχουν λιγότερες πιθανότητες να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο της έρευνας, γεγονός που δεν περιορίζει τις δυνατότητες σύγκρισης μεταξύ εκείνων που ανάρρωσαν πλήρως και εκείνων που εξακολουθούν να υποφέρουν από συμπτώματα».
Τα επίμονα νευρολογικά προβλήματα που βιώνουν οι ασθενείς κοροναϊού που νοσηλεύονται, έχουν οδηγήσει σε εκκλήσεις προς τους γιατρούς να ελέγχουν τους ασθενείς τους για μήνες μετά το εξιτήριο.
Οι νευρολόγοι του Πανεπιστημίου Μπρέσκια στην Ιταλία διαπίστωσαν ότι το ένα τρίτο των 165 ασθενών που είχαν νοσηλευτεί με κοροναϊό και οι οποίοι κλήθηκαν για νευρολογική εκτίμηση, αντιμετώπιζαν ακόμη προβλήματα έξι μήνες μετά το εξιτήριό τους. Τα συμπτώματά τους διαφοροποιούνταν σημαντικά, περιλαμβάνοντας προβλήματα μνήμης και όρασης, αλλά και διαταραχές ύπνου, εξάντληση, τρέμουλο και απώλεια όσφρησης.
Οι τυπικές εξετάσεις διαπίστωσαν ότι σχεδόν το 40% των ασθενών αντιμετώπιζαν νευρολογικές ανωμαλίες που εμφανίζονταν πιο έντονες σε εκείνους που πέρασαν πιο βαριά την ασθένεια.
Προκειμένου να λάβουν υπόψη τους την ύπαρξη υποκείμενων νοσημάτων, οι γιατροί εκτίμησαν την κατάσταση των ασθενών στο διάστημα που βρίσκονταν στο νοσοκομείο και εξέτασαν το ιατρικό τους ιστορικό. Όμως ορισμένοι ασθενείς ενδέχεται να είχαν κάποιο αδιάγνωστο γνωστικό πρόβλημα πριν μολυνθούν.
Σε μια προδημοσίευση της έρευνας, η οποία δεν έχει αξιολογηθεί ακόμη από ομότιμους, ούτε έχει δημοσιευθεί σε επιστημονικό περιοδικό, οι γιατροί υποστηρίζουν ότι τα μακροχρόνια νευρολογικά προβλήματα φαίνεται πως είναι συνηθισμένα ακόμη και για τους ασθενείς που περνούν την ασθένεια με πιο ελαφριά συμπτώματα. τα ευρήματα υπογραμμίζουν «τη σημασία μακροχρόνιων προγραμμάτων ελέγχου της υγείας των ασθενών για την επίτευξη επαρκούς φροντίδας» και για τη διαπίστωση των «πραγματικών επιπτώσεων της λοίμωξης κοροναϊού στην υγεία του εγκεφάλου, οι οποίες παραμένουν αβέβαιες».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις