Ενισχύοντας τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) στην μετά κοροναϊό εποχή
Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί διπλασιασμό των μονάδων παραγωγής ΑΠΕ μέχρι το 2030
Γράφει ο Θοδωρής Γ. Ηλιόπουλος*
Η πανδημία του COVID-19 είχε τραγικές συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή και υγεία, αλλά όχι μόνον. Διατάραξε ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Και, φυσικά, οι αγορές ενέργειας δεν αποτελούν εξαίρεση.
Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας προκάλεσε μείωση 10% στην κατανάλωση ηλεκτρισμού στην Ευρώπη την άνοιξη του 2020, σε σχέση με εκείνη του 2019. Σημαντική πτώση σημειώθηκε και στην παραγωγή ενέργειας (μείωση 40% από ορυκτά καύσιμα), καθώς και στις τιμές των καυσίμων. Οι ΑΠΕ, όμως, σημείωσαν πρόοδο. Το μερίδιό τους αυξήθηκε και η κερδοφορία τους διατηρήθηκε χάρις στη λειτουργία νέων μονάδων, στο μηδενικό κόστος παραγωγής, αλλά και στις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες. Στην Ελλάδα, και σε άλλα κράτη, είδαμε, έστω προσωρινά, παύση της ενεργειακής τροφοδοσίας από γαιάνθρακες.
Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να συμπεράνει ότι κατέστη περιττή η περαιτέρω ενίσχυση των ΑΠΕ.
Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί διπλασιασμό των μονάδων παραγωγής ΑΠΕ μέχρι το 2030. Λόγω, όμως, της σημαντικής ύφεσης, που συνοδεύει την πανδημία, αναμένεται στασιμότητα στις νέες επενδύσεις. Παράλληλα, η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων διαχρονικά επιδεικνύει αξιοθαύμαστη ικανότητα αντιμετώπισης κρίσεων, και δεν αποκλείεται να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Στο μέτωπο της κλιματικής αλλαγής, μπορεί τα μέτρα καταπολέμησης του COVID-19 να οδήγησαν σε μία πρωτόγνωρη μείωση των εκπομπών (5-8%), αλλά ο πρακτικός αντίκτυπος ήταν ασήμαντος. Άλλωστε, οι περιορισμοί δεν θα ισχύουν αιωνίως, και η επίτευξη του στόχου να μην αυξηθεί η θερμοκρασία του πλανήτη πάνω από 1,5οC απαιτεί ετήσια μείωση των εκπομπών κατά 7,5%.
Δεν υπάρχουν, λοιπόν, περιθώρια επανάπαυσης. Αντιθέτως, επιτείνεται η ανάγκη για αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της αναδιαμόρφωσης του νομικού πλαισίου στήριξης των ΑΠΕ (χωρίς να παραβλέπει κανείς και άλλα ζητήματα, όπως την αποθήκευση ενέργειας, την αυτοκατανάλωση, τη διασύνδεση των δικτύων κ.ά.).
Στην ΕΕ, το πλαίσιο αυτό βασίζεται στον προληπτικό έλεγχο καταλληλότητας των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη-μέλη, προς διασφάλιση μη στρεβλώσεως της αγοράς. Τα πολιτικό-οικονομικά θεμέλια της ΕΕ δικαιολογούν δημόσια παρέμβαση μόνο μετά από σαφή προσδιορισμό του προς επίλυση προβλήματος (αποτυχίας της αγοράς). Η Επιτροπή, φοβούμενη καταιγισμό ενισχύσεων, αποδέχεται τη δημόσια ενίσχυση των ΑΠΕ μόνο για διόρθωση «αρνητικών εξωτερικοτήτων», δηλαδή αρνητικών επιπτώσεων σε τρίτους, π.χ. στους κατοίκους μιας επιβαρυμένης περιοχής λόγω λειτουργίας εργοστασίου λιγνίτη. Η στενότητα, όμως, αυτή δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες. Έτσι, σε πλήρη αντίφαση με την θεωρητική αυστηρότητα, στην πράξη υιοθετείται μία υπέρμετρα χαλαρή στάση: η Επιτροπή εγκρίνει κάθε προτεινόμενη παρέμβαση, αποδεχόμενη ότι υπάρχει γενικώς ανάγκη στήριξης των ΑΠΕ.
Τη θέση ενός επιφανειακού και κατ’ επίφασιν αυστηρού ελέγχου πρέπει να λάβει ένας ουσιώδης και μεθοδικός έλεγχος, που να οδηγεί σε καλά σχεδιασμένες, αποτελεσματικές παρεμβάσεις και στην ορθή διαχείριση των πόρων. Για να γίνει αυτό, πρέπει να αναγνωριστούν περισσότεροι δικαιολογητικοί λόγοι παρέμβασης στην αγορά ενέργειας (εμπόδια εισόδου ή λειτουργίας, έλλειψη αγαθών ηθικό-κοινωνικής αξίας), ώστε να μπορεί να προσδιορίζεται επακριβώς το εκάστοτε πρόβλημα και να επιλέγεται η κατάλληλη λύση. Για παράδειγμα, επί υπερσυγκεντρώσεως στην αγορά, επιβάλλεται θέσπιση απλών μηχανισμών στήριξης τιμών που να προσελκύουν επενδυτές. Αν υφίσταται ανάγκη αξιοποίησης ορισμένης τεχνολογίας ή η γραφειοκρατία αποθαρρύνει μεγάλες επενδύσεις, ενδείκνυται διεξαγωγή διαγωνιστικών διαδικασιών.
Επιπλέον, ο προληπτικός έλεγχος καταλληλότητας των μέτρων στήριξης πρέπει να νομοθετηθεί. Η νέα οδηγία 2018/2001 για τις ΑΠΕ δεν τόλμησε να κάνει το βήμα. Η πανδημία, όμως, προσφέρει ευκαιρία για αναθεώρηση της οδηγίας. Άλλωστε, η θέσπιση π.χ. μίας διαδικασίας εκτιμήσεως επιπτώσεων θα συμβάλει και στη συμμόρφωση με τους λοιπούς κανόνες. Σε περίπτωση που ο νομοθέτης της ΕΕ παραμείνει διστακτικός, μια τέτοια μεταρρύθμιση μπορεί να εισαχθεί στο εθνικό δίκαιο. Διαφορετικά, παρά τις ευγενείς προθέσεις – και τα λόγια, ο κίνδυνος σπατάλης πόρων και κατάρρευσης των μηχανισμών στήριξης/χρηματοδότησης παραμένει. Τέτοιες συνέπειες πάντα είναι δυσάρεστες, πλέον μπορεί να είναι και καταστροφικές.
* Δικηγόρος – Υποψήφιος διδάκτωρ δικαίου ενέργειας και περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο του Hasselt. Επικοινωνία: theodoros.iliopoulos@uhasselt.be.
Το άρθρο αποτελεί σύνοψη της έρευνας με τίτλο «The Purposefulness And Serviceability Of Renewable Energy Support Schemes In View Of The COVID-19 Crisis» που παρουσιάστηκε το Σεπτέμβριο του 2020 στο 20ό Global Conference on Environmental Taxation (GCET20), και με την οποία ο συγγραφέας βραβεύθηκε ως Νέος Ερευνητής για το 2020 (GCET Young Researcher Award 2020).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις