Νιλ Σίχαν : Η ιστορία του δημοσιογράφου που έφερε στο φως τα Pentagon Papers
Ο ανταποκριτής του πολέμου στο Βιετνάμ που αποκάλυψε τα εγκλήματα πολέμου της αμερικανικής κυβέρνησης, πέθανε χθες σε ηλικία 84 ετών
- Παραδέχθηκε τους «λευκούς γάμους» η Ειρήνη Μουρτζούκου – «Χρειάζεται ψυχολόγο» λέει η δικηγόρος της
- Παρέμβαση Δένδια για τον καρκινοπαθή αστυνομικό - Διατάχθηκε ΕΔΕ για τα αίτια της καθυστέρησης
- Washington Post: Αιμοραγεί ο Ισραηλινός στρατός – «Προτιμώ την οικογένειά μου από τον πόλεμο»
- «Έχουμε μάθει να ζούμε με τον πόνο» - Ραγίζει καρδιές η μητέρα της Έμμας
Την Πέμπτη 7 Ιανουαρίου έχασε τη ζωή του σε ηλικία 84 ετών ο Νιλ Σίχαν, ανταποκριτής του πολέμου του Βιετνάμ και βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας. Ο Σίχαν θα μείνει στην ιστορία για την αποκάλυψη των διαβόητων εγγράφων του Πενταγώνου, που οδήγησαν την κυβέρνηση για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία να μπλοκάρει τη δημοσίευση άρθρου στον Τύπο για λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Η σύζυγός του, Σούζαν Σίχαν, δήλωσε ότι ο θάνατός του οφείλεται στις επιπλοκές της νόσου του Πάρκινσον.
Ο Σίχαν, που κάλυψε τον πόλεμο του Βιετνάμ στο διάστημα 1962 με 1966 εκ μέρους του United Press International και των Times της Νέας Υόρκης, ήταν και ο συγγραφέας του βιβλίου «A Bright Shining Lie: John Paul Vann and America in Vietnam», που τιμήθηκε με το National Book Award και το βραβείο Πούλιτζερ το 1989. Σε βιβλιοκριτική του για τους Times, ο Ρόναλντ Στιλ έγραψε: «Αν υπάρχει ένα βιβλίο που να συλλαμβάνει το ομηρικής κλίμακας πάθος και ανοησία του πολέμου του Βιετνάμ, είναι αυτό».
Ο Σίχαν έφτασε για πρώτη φορά στο Βιετνάμ σε ηλικία 25 ετών, πιστεύοντας στην αμερικανική αποστολή. Έφυγε τέσσερα χρόνια αργότερα απαλλαγμένος από τις ψευδαισθήσεις, αλλά γεμάτος αγωνία. Αργότερα πέρασε σύμφωνα με τις περιγραφές του 16 σκοτεινά, μοναχικά χρόνια γράφοντας το βιβλίο του, με την ελπίδα ότι μέσα από αυτό οι Αμερικανοί θα μπορέσουν επιτέλους να κατανοήσουν αυτό τον οδυνηρό πόλεμο.
«Απλώς δεν μπορώ να μην φοβάμαι ότι στο διάστημα αυτού του πολέμου, διαφθειρόμαστε», έγραφε στους Times το 1966. «Αναρωτιέμαι, όταν κοιτάζω τους βομβαρδισμένους οικισμούς των χωρικών, τα ορφανά που ζητιανεύουν και κλέβουν στους δρόμους της Σαϊγκόν και τις γυναίκες και τα παιδιά με τα εγκαύματα από τις ναπάλμ που νοσηλεύονται στα νοσοκομεία, αν οι ΗΠΑ ή οποιοδήποτε άλλο κράτος έχει το δικαίωμα να προκαλεί τόσο πόνο και υποτίμηση σε άλλους ανθρώπους για τα δικά του συμφέροντα».
Η ετοιμότητα του Σίχαν να επεξεργαστεί το ενδεχόμενο εγκλημάτων πολέμου από την πλευρά των Αμερικανών, έκανε τον Ντάνιελ Έλσμπεργκ, έναν πρώην αναλυτή του υπουργείου άμυνας που είχε επίσης στραφεί κατά του πολέμου να του αποκαλύψει το 1971 τα Pentagon papers, ένα κρυφό ιστορικό που τηρούσε η κυβέρνηση για τις αμερικανικές αποφάσεις για το Βιετνάμ. Τα έγγραφα αποκάλυπταν ότι διαδοχικές κυβερνήσεις είχαν αυξήσει την αμερικανική εμπλοκή στον πόλεμο και είχαν εντείνει τις επιθέσεις κατά του Βορείου Βιετνάμ, ενώ παράλληλα απέκρυπταν τις αμφιβολίες τους για την επιτυχία αυτών των κινήσεων.
Έχοντας όγκο 7.000 σελίδων, ήταν η μεγαλύτερη αποκάλυψη απόρρητων εγγράφων στη μέχρι τότε αμερικανική ιστορία. Μετά την τρίτη ημέρα σχετικών δημοσιευμάτων στους Times, η κυβέρνηση Νίξον έλαβε προσωρινή εντολή που μπλόκαρε τα περαιτέρω δημοσιεύματα. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου 17 ημέρες αργότερα επέτρεψε τη συνέχιση των δημοσιευμάτων και έδειξε ότι η καταπάτηση της ελευθερίας του Τύπου σπανίως νομιμοποιείται. Οι Times τιμήθηκαν με Πούλιτζερ για κοινωνική προσφορά εξαιτίας της δημοσίευσης των άρθρων του Σίχαν και άλλων συντακτών.
Στις ημέρες που ακολούθησαν την προσωρινή εντολή κατά των Times, η Washington Post και αρκετές άλλες εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν δικά τους άρθρα για τα έγγραφα του Πενταγώνου, μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσουν αντίστοιχο μπλοκάρισμα, μέχρι την τελική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Την επόμενη χρονιά, ο Σίχαν πήρε άδεια για τη συγγραφή του βιβλίου του, αφού παρευρέθηκε στην κηδεία του Τζον Πολ Βαν, ενός χαρισματικού, ιδεαλιστή πρώην αξιωματικού του στρατού και ανοιχτά αντιφρονούντα του πολέμου στο Βιετνάμ. Αποφάσισε να γράψει την ιστορία του πολέμου, όπου τον είχε γνωρίσει, μέσα από τη φιγούρα του Βαν, τον οποίο αντιμετώπιζε ως σύμβολο των χαρακτηριστικών που κάνουν τους Αμερικανούς περήφανους για τους εαυτούς τους, αλλά και ως μια προσωποποίηση του αμερικανικού εγχειρήματος. Περίμενε ότι θα απαιτούνταν τρία έως πέντε χρόνια για να το γράψει.
Όμως χρειάστηκε περισσότερο από ένα χρόνο για να αναρρώσει από τον σοβαρό τραυματισμό του σε τροχαίο ατύχημα. Ξέμεινε πολλές φορές από χρήματα. Τα θέματά του, η ανθρωπιά και ο πόλεμος, αποδείχθηκαν ακόμη δυσκολότερα από ό,τι περίμενε.
Πειθαρχημένος και νυκτόβιος, εργαζόταν συχνά μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Θαυμάζοντας το «Εν Ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, μόχθησε για να μετατρέψει το βιβλίο του, έναν συνδυασμό ιστορία και βιογραφίας, μυθιστόρημα. «Ήταν δύσκολη δουλειά», είχε δηλώσει. Δεν αισθανόταν εμμονικός, αλλά παγιδευμένος.
Το βιβλίο του είχε όγκο 861 σελίδων.
Γεννημένος στις 27 Οκτωβρίου του 1936, ο Κορνέλιους Μαχόνι Σίχαν στο Χολιόκε της Μασαχουσέτης, ήταν γιος δυο ιρλανδών μεταναστών. Ο πατέρας του, Κορνέλιους Τζόζεφ Σίχαν ήταν κτηνοτρόφος και η μητέρα του, Μέρι (Ο’ Σέι) Σίχαν, ασχολούνταν με την ανατροφή των παιδιών.
Ο Νιλ, όπως τον φώναζαν από μικρή ηλικία, μεγάλωσε στη φάρμα της οικογένειάς του και πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία με τους δύο αδερφούς του, εξαιτίας της επιμονής της μητέρας του. Φοίτησε με υποτροφία στο σχολείο Mount Hermon στη Μασαχουσέτη και αργότερα στο Χάρβαρντ, όπου μελέτησε την ιστορία της Μέσης Ανατολής. Αποφοίτησε το 1958.
Στη συνέχεια κατετάγη στο στρατό και έγινε δημοσιογράφος για να εγκαταλείψει τη δουλειά του ως ταμίας στην Κορέα. Πήρε μετάθεση στο Τόκιο, στο τμήμα της εφημερίδας και έπιασε δεύτερη δουλειά ως ανταποκριτής του United Press International το 1962. Μέσω αυτής της δουλειάς βρέθηκε να κάνει ρεπορτάζ στη Σαϊγκόν, δύο εβδομάδες αφού αποστρατεύτηκε.
Ήταν ένας από τους νεότερους και πλέον άπειρους σε μια ομάδα διακεκριμένων ανταποκριτών. Το 1964, ο Σίχαν προσελήφθη από τους Times, που τον απέστειλαν εκ νέου στο Βιετνάμ. Μέχρι το 1966 θα έγραφε ότι η ηθική ανωτερότητα που διατηρούσαν οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε «παραδοθεί στον αμοραλισμό των πολιτικών της μεγάλης δύναμης».
Γράφοντας στη στήλη βιβλιοκριτικής των Times τον Δεκέμβριο του 1970, τόνιζε ότι οι ΗΠΑ «χρειάζονται απελπισμένα μια νηφάλια και ειλικρινή έρευνα των εγκλημάτων πολέμου και της κτηνωδίας στο Βιετνάμ».
Τρεις μήνες αργότερα, κατέληγε ότι δεν υπάρχει ηθική ή νομική διαφορά ανάμεσα στην εξόντωση 25.000 αμάχων στις Φιλιππίνες στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για την οποία οι ΗΠΑ είχαν δικάσει και εκτελέσει δι’ απαγχονισμού έναν ιάπωνα στρατηγό και των δεκάδων χιλιάδων νεκρών αμάχων στο Βιετνάμ. «Όσο περισσότερα μαθαίνουμε για τις πράξεις μας, τόσο πιο φρικτή φαίνεται η συμπεριφορά μας», έγραψε.
Ο Έλσμπεργκ, ο οποίος είχε αντιγράψει παράνομα τα Pentagon papers με την ελπίδα ότι έτσι θα έφερνε πιο κοντά το τέλος του πολέμου, έγραψε στα απομνημονεύματά του το 2002 ότι τα πρόσφερε στον Σίχαν και στη συνέχεια του έδωσε ένα κλειδί για το διαμέρισμά του όπου τα είχε κρύψει. Του είπε ότι μπορεί να κρατήσει σημειώσεις, όχι όμως να τα φωτοτυπήσει. Αργότερα θα μάθαινε, έγραψε, ότι ο Σίχαν είχε επιστρέψει όταν ο Έλσμπεργκ έλειπε εκτός πόλης, είχε πάρει τα έγγραφα, τα είχε φωτοτυπήσει και είχε μεταφέρει τα αντίγραφα στους Times.
Ο Σίχαν, που ποτέ δεν αποκάλυψε δημόσια πώς βρέθηκαν στα χέρια του τα έγγραφα, συμφώνησε το 2015 να πει την ιστορία του στους Times με τον όρο ότι θα δημοσιευτεί μόνο μετά τον θάνατό του. Σε αυτή τη συνέντευξη δήλωσε ότι ο Έλσμπεργκ είχε συμφωνήσει αρχικά με την αντιγραφή των εγγράφων, όμως μετά άλλαξε γνώμη φοβούμενος τις διώξεις και το ενδεχόμενο φυλάκισης.
Πεπεισμένος ότι τα έγγραφα είχαν υπερβολικά μεγάλη σημασία για να παραμείνουν μυστικά, ο Σίχαν εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Έλσμπεργκ για να παραβεί τις εντολές του, μεταφέροντας τα αντίγραφα των αρχείων στην Ουάσινγκτον σε τσάντες, δεμένες στη διπλανή του θέση στο αεροπλάνο.
Κατά την παραλαβή του βραβείου του στο τέλος εκείνης της χρονιάς, ο Σίχαν δήλωσε ότι όταν οι Times δημοσίευσαν τα έγγραφα, είχαν δώσει «στους Αμερικανούς, σε εκείνους που έδωσαν στην κυβέρνησή μας 45.000 γιους και $100 δισ., έναν μικρό απολογισμό ενός χρέους που δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπληρωθεί».
«Όμως αν το ρεπορτάζ πλέον αποκαλείται κλοπή και αν η δημοσίευσή του αποκαλείται προδοσία, ας είναι», πρόσθεσε. «Ας μας δώσει ο Θεός το κουράγιο να το ξανακάνουμε».
Ο Σίχαν έγραψε και άλλα τρία βιβλία, μεταξύ των οποίων τα «After the War Was Over: Hanoi and Saigon», «A Fiery Peace in a Cold War: Bernard Shiever and the Ultimate Weapon».
«Κάποιες μέρες ξυπνάω και σκέφτομαι, δεν είμαι πια νέος, το γόνατό μου πονάει, δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να πηδήξω από ένα ελικόπτερο όπως έκανα στο Δέλτα του Μεκόνγκ», είχε πει ο Σίχαν σύμφωνα με τη σύζυγό του. «Όμως μετά σκέφτομαι: Τι στο διάολο, ό,τι και αν κάνεις τα χρόνια θα περάσουν κι εγώ ήμουν τυχερός. Έκανα περισσότερες κόρες από τους πιο πολλούς πατεράδες και έγραψα το βιβλίο που ήθελα να γράψω».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις