Η αντιμετώπιση μιας πανδημίας : Ανάγκη για διεπιστημονικότητα και διαφάνεια
Η επιδημία παραπληροφόρησης ειναι ιδιαίτερα ανησυχητική στην Ελλάδα καθώς το επίπεδο επιστημονικής κατανόησης παραμένει χαμηλό για ευρωπαϊκή χώρα.
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
- Η Νικόλ Κίντμαν απαντά με «αγένεια» στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας του Babygirl και διχάζει
- Τα ζώδια σήμερα: Το μάτι μου με κοίταγε
Γράφουν οι Παναγιώτης Κατσίκης και Χρήστος Ουζούνης*
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, απο το 1970 είχαμε 40 νέες αναδυόμενες μολυσματικές και μεταδιδόμενες νόσους (WHO, World Health Report 2007). Σχεδόν μία νόσος κάθε χρόνο, με κάποιες από αυτές να εξελίσσονται δυνητικά σε επιδημίες και πανδημίες. Μια τέτοια αναδυόμενη νόσος το 2019-2020 είναι και η πανδημία με υπαίτιο τον κορωνοϊό νυχτερίδας SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο COVID-19, και που αρχικά εντοπίστηκε στην Κίνα. Η πανδημία έχει προκαλέσει εκατομμύρια λοιμώξεις και θύματα παγκοσμίως.
Οι παγκόσμιες συνέπειες της πανδημίας είναι πολλαπλές και μεταβαλλόμενες, και αφορούν την υγεία και ευημερία των πολιτών, τα υγειονομικά συστήματα, την παιδεία, την εργασία, την οικονομία, ακόμη και τις μεταφορές ή την εθνική ασφάλεια. Δεν υπάρχει πτυχή μιας κοινωνίας που δεν επηρεάστηκε από την πανδημία του 2020. Οι συνέπειες αυτές επηρέασαν και την Ελλάδα κατά το 2020, και θα έχουν αντίκτυπο για δεκαετίες.
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω, επιστρατεύτηκαν επιστήμονες για να προστατεύσουν την ελληνική κοινωνία, καλούμενοι να απαντήσουν σε ερωτήματα συχνά πέραν της ειδικότητάς τους, με αποτελέσματα τα οποία θα κριθούν στο απώτερο μέλλον, με το τέλος της πανδημίας που κατά πάσα πιθανότητα θα αργήσει να προκύψει.
Η δύσκολη αποστολή των επιστημονικών ομάδων πρέπει αφ’ενός να γίνει σεβαστή μέσα στα όρια των περιορισμένων εφαρμόσιμων επιλογών που έχουν στη διάθεσή τους, και αφ’ετέρου να ενισχυθεί με ειδικότητες άλλων πεδίων που είναι σε θέση να απαντήσουν σε εξειδικευμένα ερωτήματα και να αναπτύξουν στρατηγικές διαχείρισης με ιδέες που ξεπερνούν την επιδημιολογία. Αυτά, σε ένα πλαίσιο απόλυτης διαφάνειας σε ό,τι αφορά δεδομένα και αποφάσεις βάσει αυτών, εάν επιθυμούμε να έχουμε έστω και την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας, για τις μελλοντικές και οξείες φάσεις επιδημιολογικής έξαρσης. Ας σημειωθεί εδώ ότι παρόμοια αιτήματα και προβληματισμοί εκφράζονται σε πολλές χώρες, π.χ. τη Βρεττανία όπως καταδεικνύεται από ανάλογες δημοσιεύσεις (Covid-19: politicisation, “corruption,” and suppression of science, BMJ 2020).
Παρακάτω, εκθέτουμε μερικές βασικές αρχές επανασχεδιασμού, με την ελπίδα ότι θα βοηθήσουν για μία έγκυρη πληροφόρηση και τεκμηριωμένη επικοινωνία, περί της κρίσης.
Πληροφόρηση και Παρα-πληροφόρηση
Παράλληλα με την λοιμώδη πανδημία, παγκοσμίως παρατηρούμε και μια επιδημία παραπληροφόρησης, συνωμοσιολογίας και fake news που αφορά είτε τη σοβαρότητα ή θνησιμότητα της νόσου COVID-19, την αποτελεματικότητα των μέτρων προστασίας, τον σχεδιασμό των μέτρων για κοινωνική χειραγώγηση ή και την ασφάλεια των εμβολίων. Η επιδημία παραπληροφόρησης ειναι ιδιαίτερα ανησυχητική στην Ελλάδα καθώς το επίπεδο επιστημονικής κατανόησης παραμένει χαμηλό για μιά Ευρωπαϊκή χώρα.
Σε παλαιότερη έρευνα του 1998, μόνο 7% του ελληνικού πληθυσμού έχει μία στοιχειώδη κατανόηση της επιστημονικής μεθόδου (Miller JD, The measurement of civic scientific literacy, Public Understanding of Science 1998). Η κατάσταση δυστυχώς σήμερα δεν έχει βελτιωθεί σημαντικά, παρ’ ό,τι τα στοιχεία στη βιβλιογραφία είναι σαφώς ελλιπή. Στην πιο πρόσφατη αξιολόγηση της PISA για την επιστημονική παιδεία, οι ΄Ελληνες μαθητές το 2018 ήρθαν 34η θέση ανάμεσα σε 37 χώρες του ΟΟΣΑ και τελευταίοι στην Ευρωπαϊκή ένωση των 27 (Scientific literacy, PISA 2020). Το ελληνικό κοινό, με τα λεγόμενα μέτρα προστασίας, καλείται να εφαρμόσει πρωτόκολλα βιοασφάλειας επιπέδου 1 και 2 (αυτά ονομάζονται κωδικοποιημένα σαν BSL-1 και BSL-2), χωρίς να έχει διδαχθεί ποτέ στην βασική εκπαίδευση ένα σχετικό αντικείμενο.
Η αγωνία των αρχών να εξηγήσουν τα μέτρα προστασίας είναι κατανοητή, έργο όμως πολύ δύσκολο εν απουσία βασικής παιδείας για τη δομή και λειτουργία των ιών, για τη φύση των μεταδοτικών νόσων, για την λειτουργία των αντισωμάτων και της ανοσίας, για την κατανόηση της σημασίας του εμβολιασμού και ακόμη για την δημόσια υγεία. Όλες αυτές είναι έννοιες που κατανοούνται από τον καθένα διαφορετικά, με αποτελέσματα που, δυστυχώς, δεν αντιστοιχούν στις προσδοκίες των ‘ειδικών’.
Σαν συνέπεια της χαμηλής κατανόησης της επιστημονικής μεθόδου, οι Έλληνες είναι δύσπιστοι παρά τα οφέλη της επιστήμης και τεχνολογίας που για τους περισσότερους παραμένουν ‘αόρατα’. Δύο στους τρεις Έλληνες, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη, πιστεύουν οτι η επιστημονική γνώση προβάλλει ισχύ που την κάνει επικίνδυνη και ότι η εξάρτησή μας απο την επιστήμη ειναι υπερβολική (Special Eurobarometer 340, 2010). Με τέτοιο υπόβαθρο απαξίωσης, άγνοιας και καχυποψίας για την επιστήμη, το κοινό συγχέεται και παρασύρεται απο θεωρίες συνωμοσίας, που διαχέονται και αυτοεπιβεβαιώνονται από ομάδες ομοιδεατών στα διαδικτυακά μέσα.
Επικοινωνία επιστημονικών ανακοινώσεων
Από την άλλη πλευρά, η επιστημονική κοινότητα φέρει τις ανάλογες ευθύνες. Δυστυχώς, η ρήση “τα μέτρα λειτουργούν αλλά δεν εφαρμόζονται”, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αποτελεί μία σύσταση που ακυρώνει την πρόθεση των ‘ειδικών’ να εντείνουν την προσοχή του κοινού. Όπως αναφέραμε, το κοινό, ελλείψει εκπαίδευσης, πιθανώς να νομίζει ότι εφαρμόζει ‘τα μέτρα’ και φτάνει σε απόγνωση και αντιδρά στις συνεχείς, και επίμονες συστάσεις. Η πολυφωνία απόψεων και μάλιστα χωρίς τα απαραίτητα επιχειρήματα στα ΜΜΕ, εντείνει την αρνητική ατμόσφαιρα.
Η επιστήμη βασίζεται στην τεκμηριωμένη αμφισβήτηση και το διάλογο. Χωρίς απόλυτες αλήθειες, όταν αλλάζουν τα ευρήματα, η επιστήμη υποχρεούται από τη φύση της να αλλάξει και τα συμπεράσματα. Μερικοί επιτήδειοι εκάστοτε χρησιμοποιούν την επιστημονική αντιπαράθεση σαν απόδειξη οτι οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν και όλα είναι σχετικά, πάντα με ένα δημαγωγικό κίνητρο. Σε ένα πληθυσμό με χαμηλή κατανόηση της μεθόδου, δημαγωγοί μπορούν εύκολα να διαδώσουν ψευδείς επιστημονικές θεωρίες και θεραπείες, προς ίδιον πολιτικό ή οικονομικό όφελος. Τα άτομα αυτα επιζούν απο την επιστημονική σύγχυση του κοινού και την προωθούν ενεργά μέσα στην Ελληνική κοινωνία.
Δυστυχώς, σε ένα τόσο ευρύ διάλογο, η αδιάλειπτη επικοινωνία των επιστημονικών ανακοινώσεων απέτυχε, κατά τη γνώμη μας, να δημιουργήσει ένα πλέγμα ασφαλών συμπερασμάτων, κυρίως με την άρνηση των ‘ειδικών’ να ακυρώσουν προηγούμενες παραλείψεις, λάθη, αστοχίες με κατηγορηματικό τρόπο, υποκινούμενοι η υποχρεούμενοι από ανακόλουθες πολιτικές δηλώσεις ότι “όλα έγιναν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο”.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η σύγχυση της κοινωνίας επιδεινώνεται απο αυτους που θα έπρεπε να την καταπολεμούν, δηλαδή επιστήμονες και πολιτικούς. Εδώ και ένα χρόνο παρατηρούμε μια πολυφωνία απο ποικίλους ‘ειδικούς’ που σχολιάζουν στα Ελληνικά ΜΜΕ, μερικοί σε σχεδόν καθημερινή βάση. Η κατάσταση εξελίσεται βασικά σε μία επιδημία ‘πληροφόρησης’ με διάφορους μη-ειδικούς να εκφράζουν γνώμες η απόψεις για την επιδημία, τις θεραπείες και τα εμβόλια, χωρίς τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα.
Μία αξιόπιστη ενημέρωση ως όπλο για την πανδημία
Δυστυχώς, η ενημέρωση και η πολυφωνία έχουν καταλήξει σε παραπληροφόρηση και κακοφωνία. Επιστήμονες, συχνά αξιόλογοι, πέφτουν στη παγίδα των ΜΜΕ, που έχουν τους δικούς τους λόγους να κρατούν το ενδιαφέρoν του κοινού τους. Ακούμε καθημερινά επιστήμονες που δέν είναι ανοσολόγοι να μιλούν για εμβόλια και αντισώματα, άλλους που δεν είναι ιολόγοι για την βιολογία του κορονωϊού, άλλους που δεν είναι λοιμωξιολόγοι για τις θεραπείες, και άλλους που δεν είναι επιδημιολόγοι για την εξέλιξη της επιδημίας.
Το αποτέλεσμα δεν είναι η καλύτερη ενημέρωση των πολιτών, αλλά η δημιουργία μιάς σύγχυσης, βασισμένες σε ανυπόστατες γνώμες και κακο-μεταφρασμένη, αναμασημένη πληροφορία από πρωτογενείς ή δευτερογενείς πηγές. Το αποτέλεσμα είναι η ακόμη πιο έντονη αμφισβήτηση της επιστημονικής προσέγγισης της επιδημίας, των εμβολίων και των μέτρων προστασίας, μία λογική και αναπόφευκτη αντίδραση μερίδας του κοινού. Το φαινόμενο πρέπει να αντιμετωπιστεί, μόνον με αξιόπιστη ενημέρωση ως όπλο για τη διαχείριση της πανδημίας, και είναι κάτι που σίγουρα οι ‘ειδικοί’ δεν προέβλεψαν σωστά.
Η επιστημονική ανταλλαγή απόψεων και ευρημάτων είναι βέβαια θεμιτή και επιζητούμενη αλλά πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο επιστημονικών επιτροπών, περιοδικών και συνεδρίων. Δεν γίνεται με γενικόλογες δηλώσεις στα ΜΜΕ, χωρίς την υγιή επιστημονική αντιπαράθεση απο τους συναδέλφους. Το Ελληνικό κοινό διψάει για ενημέρωση αλλά σαν επιστήμονες έχουμε υποχρέωση οι πληροφορίες που διοχετεύονται στο κοινό να είναι έγκυρες. Σε περίπτωση που δεν γνωρίζουμε, η καλύτερη πληροφόρηση είναι η απάντηση “δεν γνωρίζω” (και όχι “δεν γνωρίζουμε”, έχει μεγάλη διαφορά).
Στη φάση που βρισκόμαστε σήμερα, η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης σε μία ολοένα επεκτεινόμενη και πιο επιθετική επιδημία θα κριθεί από μαζικούς εμβολιασμούς σαν απάντηση της επιστήμης στον ιό. Η καταπληκτική επιτυχία της ταχύτατης παραγωγής και έγκρισης αποτελεσματικών εμβολίων κατά του SARS- CoV-2, προσφέρει αισιοδοξία, αλλά και φέρνει στο προσκήνιο την δυσπιστία του κοινού απέναντι στον εμβολιασμό. Για μια ακόμη φορά, η πληροφόρηση θα είναι κρίσιμη.
Οι ταπεινές μας προτάσεις για επανασχεδιασμό
Για να αντιμετωπιστεί η δυσπιστία του κοινού και να υπάρξει ακριβής συμμόρφωση με τα μέτρα προστασίας αλλά και αποδοχή του εμβολιασμού, είναι απαραίτητη η συνεπής, διαρκής και κυρίως έγκυρη ενημέρωση. Απαραίτητα συστατικά αυτής είναι η σαφήνεια, η επικύρωση, η τεκμηρίωση, η διαφάνεια, η διεπιστημονικότητα και η συμμετοχή.
(i) Σαφήνεια: στην επιστημονική διαδικασία, κατατίθενται διαφορετικές απόψεις και ερμηνείες των πειραματικών και στατιστικών δεδομένων. Ο έντονος διάλογος των ειδικών είναι απαραίτητος αλλά ανήκει στην έρευνα, όχι σε κοινωνική συμμετοχή. Το κοινό απαιτεί, και πολύ σωστά, σαφείς, ξεκάθαρες και θετικές οδηγίες, βάσει επιστημονικών αποτελεσμάτων. Οι οποίες οδηγίες θα μπορεί να αλλάξουν στο μέλλον, ανάλογα με το πως αλλάζει η γνώση μας για την πανδημία, αλλά δεν πρέπει να αποτελούν θέμα για γενικόλογες συζητήσεις στα ΜΜΕ.
(ii) Επικύρωση: κάθε άποψη, συμπέρασμα και στρατηγική πρέπει να επικυρώνεται από έναν ή περισσότερους επιστήμονες κατηγορηματικά και υπεύθυνα, με την υπογραφή τους. Μόνον έτσι και ο επιστήμονας αναλαμβάνει την αντίστοιχη ευθύνη που του αναλογεί, όπως και το κοινό (στο οποίο ανήκουμε όλοι μας!) καλείται να δράσει υπεύθυνα. Διαφορετικά υπάρχει ανισοκατανομή της ευθύνης με αρνητικά αποτελέσματα, όπως τώρα. Για κάθε επικύρωση, δυνητικά μπορεί να υπάρχει και μία ακύρωση ενός συμπεράσματος, που επίσης πρέπει να αναλαμβάνεται υπεύθυνα, όπως αναφέρθηκε ήδη.
(iii) Τεκμηρίωση: κάθε άποψη ή συμπέρασμα, όταν ανακοινώνεται, πρέπει να απολαμβάνει της αντίστοιχης τεκμηρίωσης με όσο πιο απλά, αλλά ουσιαστικά επιχειρήματα. Για παράδειγμα, είναι απαράδεκτο οι επιδημιολόγοι να ισχυρίζονται ότι τα μοντέλα τους είναι τόσο πολύπλοκα που δεν είναι σε θέση να τα εξηγήσουν σε κάθε νοήμονα συμπολίτη τους. Η σημασία της δημόσιας κατανόησης της επιστήμης (public understanding of science) ποτέ δεν απέκτησε τέτοια βαρύτητα όπως το 2020, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις της επιστημονικής κοινότητας για την υποστήριξή της. Τώρα, καταδεικνύεται η σημασία του πεδίου και η έλλειψη πόρων και κατά συνέπεια θετικών αποτελεσμάτων. Παρ’ όλα αυτά, με απλά λόγια οι υπεύθυνοι είναι υποχρεωμένοι να εξηγούν τα ‘πολύπλοκα’ δεδομένα τους όταν λαμβάνονται αποφάσεις που αφορούν όλη την κοινωνία.
(iv) Διαφάνεια: η πολυπόθητη και πολυ-διαφημισμένη διαφάνεια του 21ου αιώνα στη δημόσια ζωή πρέπει επίσης να είναι ουσιαστική, πολύπλευρη και κυρίως συνεπής.
Η διαφάνεια αφορά και πάλι δύο πτυχές: το επιστημονικό και το κοινωνικό επίπεδο.
Σε επιστημονικό επίπεδο, όλα τα δεδομένα πρέπει να είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή σε εθνική και διεθνή κλίμακα, π.χ. αριθμός και ποιοτικά χαρακτηριστικά τών τεστ ανά ημέρα, αριθμός και βαθμός λειτουργικότητας ενεργών ΜΕΘ, ή ποσοστά θνησιμότητας ανά υγειονομική μονάδα. Είναι τουλάχιστον αδιανόητο να έχουμε πρόσβαση σε κρίσιμα δεδομένα της Κολομβίας η του Περού αλλά όχι της Ελλάδας, σαν μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Γι’αυτό, θα αναφερθούμε και παρακάτω, στο θέμα της συμμετοχής.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η πολιτεία οφείλει να ανακοινώνει τους τρόπους λήψης αποφάσεων και τις (βλ. άνω: σαφείς, επικυρωμένες και τεκμηριωμένες) επιστημονικές εισηγήσεις στις οποίες βασίζονται οι αποφάσεις. Η ωραιοποίηση αποτελεσμάτων και μέτρων διαχείρισης δεν βοηθάει να διαλυθεί η δυσπιστία. Μόνο η διαφάνεια και η σωστή πληροφόρηση θα διαλύσει το σκοτάδι της παρα-πληροφόρησης σε μία δύσκολη καμπή της πανδημίας. Ο πρωθυπουργός, προς τιμήν του, ανέφερε τις ευθύνες για αστοχίες και λάθη που έχουν συμβεί (π.χ. κατά το 29ο Πανελλήνιο Πνευμονολογικό Συνέδριο 17/12/2020), κάτι που αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για άλλους ομολόγους του, που δεν έχουν αναφερθεί με τέτοια τόλμη για το μερίδιο της πολιτικής ευθύνης των κυβερνήσεών τους. Αλλά πρέπει να είναι ξεκάθαρο για το κοινό ποιός παίρνει τις αποφάσεις και βάσει ποιών δεδομένων.
(v) Διεπιστημονικότητα: Από την αρχή της υγειονομικής, κοινωνικής, οικονομικής και γενικότερης κρίσης ήταν προφανές ότι η επιδημιολογία-λοιμωξιολογία δεν ήταν επαρκείς ειδικότητες για ένα τόσο σύνθετο και πολυπαραμετρικό πρόβλημα. Το αποτέλεσμα αυτής της διαχείρισης είναι γνωστό, καθ’ό,τι η Ελλάδα βρίσκεται στην 50η από τις 53 θέσεις που παρακολουθεί το Bloomerg (resilience score), κάτω ακόμη και απο την Κολομβία, το Βέλγιο και την Τουρκία (https://www.bloomberg.com/graphics/covid-resilience-ranking/). Δυστυχώς, πολλές αποφάσεις που ελήφθησαν αποδείχθηκαν εκ των υστέρων λανθασμένες, για δύο λόγους: πρώτον, πολλές πτυχές του σύνθετου προβλήματος ήταν εκτός πεδίου των παραπάνω ειδικοτήτων και δεύτερον, η γνώση που απαιτούνταν για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης δεν υπήρχε, ή όταν η πληροφορία εισέρρεε από την επιστημονική έρευνα σε άλλα, παρεμφερή αλλά εξίσου κρίσιμα πεδία, η βιβλιογραφία της επιδημολογίας δεν τα κατέγραφε έγκαιρα.
Η λήψη αποφάσεων που σχετίζεται με την αντιμετώπισή της πανδημίας απαιτεί την κατανόηση πολύπλοκων συνδυασμών παραμέτρων για την δημόσια υγεία, την βασική και κλινική ιατρική έρευνα, την κλινική φροντίδα, τα συστήματα υγείας, αλλά βεβαίως και με ιολογία, ανοσολογία, φαρμακολογία, βιολογία. Η αντιμετώπιση της πανδημίας συνδέεται επίσης με γεωγραφία, μετεωρολογία, πληροφορική, μαθηματικά, και ακόμη με χωροταξία, συγκοινωνιολογία, αρχιτεκτονική, οικονομία, κοινωνιολογία και ψυχολογία.
Είναι προφανές ότι τα αντικείμενα και οι γνώσεις των λοιμωξιολόγων και επιδημιολόγων δεν καλύπτουν αυτό το φάσμα. Για παράδειγμα έχουμε ακούσει κατά καιρούς μέλη της επιτροπής να κάνουν σχόλια για μετεωρολογικές συνθήκες, κάτι που προκαλεί απορία. Ακόμη λοιπόν και σε αυτή τη στιγμή που φαίνεται ότι η πανδημία αποκτά σαρωτικές επιπτώσεις, είναι αναγκαία η επιστράτευση ενός επιτελικού σώματος από περισσότερες ειδικότητες, που μπορούν να ανιχνεύσουν και να επεξεργαστούν τέτοια θέματα, για τα οποία δυστυχώς οι επιδημιολόγοι ή οι λοιμωξιολόγοι δεν είναι οι πιο κατάλληλοι. Ίσως σε κάποιο επίπεδο αυτό να έχει συμβεί, σίγουρα όμως όχι στο βαθμό που θα έπρεπε, κρίνοντας από τα εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα προς το τέλος του 2020. Επειδή η κρίση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί με ολοένα και πιο επιθετικό τρόπο, ίσως είναι η στιγμή που άλλοι κλάδοι πρέπει να συνεισφέρουν επισήμως στην διαχείρισή της, διαφορετικά τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι καταστροφικά. Πολλές από τις λανθασμένες αποφάσεις που ελήφθησαν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, εάν κατάλληλες ειδικότητες είχαν συστρατευθεί πιο έγκαιρα.
(vi) Συμμετοχή: Τέλος, μία αρχή που δεν διαφαίνεται να επικράτησε στον αρχικό σχεδιασμό είναι η αρχή της συμμετοχής για τη διαχείριση κρίσεων. Δεδομένου ότι όλη η κοινωνία απασχολείται ως ένα βαθμό με την πανδημία και η επιστημονική κοινότητα ακόμη περισσότερο, θεωρούμε ότι οι αρχές πρέπει να δημιουργήσουν ένα σημείο επαφής (εθνικό σημείο επαφής, national contact point) στο οποίο θα κατατίθενται κοινωνικές ή επιστημονικές προτάσεις, τεκμηριωμένες και υπογεγραμμένες, με συνεισφορά των πολιτών. Ακόμη και η χωροταξία της κοινωνικής απόστασης ή πληθυσμιακής ‘αραίωσης’ είναι βέβαιο οτι θα ωφεληθεί από αρχιτέκτονες/μηχανικούς/πολεοδόμους/κοινωνιολόγους, με στρατηγικά σχέδια που είναι σαφώς πέραν της επιδημιολογίας. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να επανακτήσουμε το χαμένο έδαφος του 2020, για μια κρίση που είναι όχι μόνον πρωτόγνωρη αλλά και εθνική, διότι δεν θα περιοριστεί μόνον στη μάχη των ΜΕΘ.
Η μάχη αυτή δεν κερδίζεται μόνο με επιστημονικές ανακαλύψεις. Πρωτίστως, πρέπει να υπάρξει τεκμηριωμένη και διαφανής πληροφόρηση για υπεύθυνους, νοήμονες πολίτες. Η υγειονομική επιτυχία της Ελλάδας κατά το επόμενο διάστημα θα εξαρτηθεί από αυτήν.
*Παναγιώτης Δ. Κατσίκης MD, PhD
Καθηγητής Ανοσολογίας
Διευθυντής, Τμήμα Ανοσολογίας Erasmus University Medical Center
Rotterdam, Ολλανδία
*Χρήστος Α. Ουζούνης DPhil
Καθηγητής Βιοπληροφορικής
Τμήμα Πληροφορικής ΑΠΘ, Διευθυντής Ερευνών ΕΚΕΤΑ-CERTH
Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις