Ανεξαρτήτως πραγματικών πολιτικών προθέσεων, τόσο η ανακοίνωση του βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν ότι η χώρα του θα εξελίξει ακόμη περισσότερο το πυρηνικό της οπλοστάσιο όσο και η απόφαση του Ιρανικού Κοινοβουλίου ότι θα ζητήσει να φύγουν οι ελεγκτές της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας εάν δεν αρθούν οι αμερικανικές κυρώσεις, ήρθαν να υπογραμμίσουν, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, ότι οι απειλές των ΗΠΑ δεν έχουν πια την ίδια βαρύτητα ή αποτρεπτική δύναμη.

Αυτό σηματοδοτεί και το πραγματικό όριο – ή τη συνολικότερη αποτυχία εάν προτιμάτε – της εξωτερικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά με έναν τρόπο και τα συνολικότερο όρια της αμερικανικός ισχύος σήμερα.

Πώς η Αμερική αποτυγχάνει διαρκώς να πείσει ότι μπορεί να ηγηθεί

Το φαινόμενο είναι πιο συνολικό και σηματοδοτεί μια πιο «δομική» αδυναμία των ΗΠΑ να μπορούν να ηγηθούν του διεθνούς συστήματος.

Αυτό καταρχάς περνάει μέσα από τον τρόπο που ιδίως στην εποχή Τραμπ οι ΗΠΑ αποτραβήχτηκαν από τα πεδία στα οποία θα μπορούσαν να κατοχυρώσουν αυτή τη διεθνή ηγεσία.

Η αποχώρηση από τις συζητήσεις για τις πολυμερείς συμφωνίες εμπορίου και επενδύσεων σήμαινε και απεμπόληση της δυνατότητας των ΗΠΑ να βάλουν τη δική τους σφραγίδα στην κατεύθυνση αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «παγκοσμιοποίηση».

Αντιθέτως οι ΗΠΑ πρόκριναν στο όνομα της γραμμής «Πρώτα η Αμερική» μια τακτική εμπορικών πολέμων, κυρίως με την Κίνα, που εξελίχτηκαν και σε τεχνολογικούς πολέμους, διαμορφώνοντας μια συνολικότερη αρνητική δυναμική στο διεθνές εμπόριο, την ώρα που οι γεωπολιτικοί τους υπολογισμοί μεταφέρουν σημαντικά κόστη στους εταίρους της, όπως φάνηκε από τις επιπτώσεις που έχουν για την Ευρώπη οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας.

Η έξοδος από τις συμφωνίες για το κλίμα και την κλιματική αλλαγή σηματοδότησε την άρνηση των ΗΠΑ να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη συλλογική αντιμετώπιση του κινδύνου μέσα σε λίγες δεκαετίες μεγάλες περιοχές του πλανήτη να έχουν καταστεί αβίωτες.

Το τίμημα της πανδημίας

Η πανδημία επίσης αποτέλεσε πλήγμα στον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ. Την ώρα που η Κίνα, που χτυπήθηκε πρώτη από τον κοροναϊό, μπορεί σήμερα να προβάλλει το μέγεθος της επιτυχίας της, που της έχει επιτρέψει να έχει επιστρέψει σε ρυθμούς ανάκαμψης της οικονομίας, η αποτυχία στις ΗΠΑ πήρε τραγικές διαστάσεις με πάνω από 380.000 θύματα, την ώρα που η χώρα έχει μια τεράστια ετήσια ιατροφαρμακευτική δαπάνη και αποτελεί την έδρα μερικών από τα κορυφαία ερευνητικά κέντρα στις βιοεπιστήμες.

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι οι ΗΠΑ μπόρεσαν να κάνουν πράξη τον «αμερικανικό αιώνα» μετά τον Α΄ και κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όχι μόνο γιατί μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερες και καλύτερα εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις, αλλά και γιατί μπόρεσαν να ξεδιπλώσουν μια τεράστια παραγωγική ικανότητα που εκφράστηκε στη μαζική παραγωγή οπλικών συστημάτων που άλλαξαν τον συσχετισμό στο πεδίο των μαχών.

Τώρα οι ΗΠΑ σε κανένα βαθμό δεν μπόρεσαν να βρεθούν στην πρωτοπορία του αγώνα κατά της πανδημίας, αδυνατώντας να μπορούν να δείξουν έμπρακτη αλληλεγγύη σε άλλες χώρες και μην μπορώντας να αποτελέσουν ένα παράδειγμα για μια νικηφόρα στρατηγική απέναντί στην COVID-19, εάν αναλογιστούμε ότι έχουν ένα από τα σχετικά υψηλότερα ποσοστά θνητότητας από την πανδημία.

Η επίθεση στο Καπιτώλιο: μια εικόνα μεγάλης αδυναμίας

Την ίδια στιγμή ας μην υποτιμήσουμε τον αρνητικό αντίκτυπο στις «ηγετικές αξιώσεις» των ΗΠΑ που είχαν τα όσα έγιναν στο Καπιτώλιο την περασμένη εβδομάδα. Η εικόνα μιας μεγάλης χώρας, που δεν έχει ακόμη έναν συμφωνημένο τρόπο ενιαίας καταμέτρησης των ψήφων, που διατηρεί τον αναχρονιστικό θεσμό των εκλεκτόρων και όπου ο ίδιος ο πρόεδρος επέμεινε μέχρι τέλος να αμφισβητεί το εκλογικό αποτέλεσμα κινητοποιώντας κάτι που μόνο ως όχλος μπορεί να περιγραφεί, δεν είναι η εικόνα μιας χώρας με στιβαρούς δημοκρατικούς θεσμούς.

Για την ακρίβεια και παρά την προσπάθεια στις ίδιες τις ΗΠΑ η όλη εξέλιξη να παρουσιαστεί ως μια εν τέλει νίκη της δημοκρατίας, εάν αυτά είχαν συμβεί σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα μιλούσαμε για μια βαθιά θεσμική κρίση, πιο σωστά για μια δομική ανεπάρκεια των δημοκρατικών θεσμών.

Γιατί το θέμα δεν είναι εάν στο τέλος η αμερικανική εκδοχή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι μπόρεσε να φτάσει σε μια τόσο βαθιά κρίση.

Όλα αυτά ρίχνουν βαριά σκιά και στη συνολικότερη προσπάθεια των ΗΠΑ να διατηρήσουν ηγετική θέση στον κόσμο.

Ποια εικόνα δίνει ένα πολιτικό σύστημα όπου η προηγούμενη κυβέρνηση προσπάθησε να υπονομεύσει προκαταβολικά την επόμενη και όπου ο απερχόμενος πρόεδρος (και μέχρι την τελευταία στιγμή με το τυπικό δικαίωμα να κηρύξει πυρηνικό πόλεμο) θεωρείται τόσο ανεύθυνος και επικίνδυνος που δεν τον αφήνουν καν να έχει δικαίωμα χρήσης το twitter;

Πόσο αξιόπιστο είναι ένα πολιτικό σύστημα που σήμερα αποκηρύσσει με κάθε δυνατόν τρόπο τον Τραμπ, αλλά για τέσσερα χρόνια του είχε δώσει το δικαίωμα να παίρνει εξαιρετικά κρίσιμες αποφάσεις;

Ποια αισιοδοξία διαμορφώνει για το μέλλον ότι μια τέτοια ακροδεξιά λογική και πρακτική μπορούσε να έχει τέτοια απήχηση;

Ο πλανήτης που αλλάζει

Η κρίση της αμερικανικής ηγεσίας φυσικά προηγήθηκε των εκτρόπων στο Καπιτώλιο. Άλλωστε, η ίδια η μετάβαση σε έναν κόσμο όλο και πιο πολυκεντρικό, παρά την κλιμάκωση των κυρώσεων και των άλλων μορφών αμερικανικής πίεσης, σε αυτό κατατείνει.

Απλώς, ο τρόπος που ξεδιπλώθηκαν οι τελευταίες πράξεις ενός πολιτικού δράματος που είχε βαθύτερες ρίζες, αποκρυστάλλωσε την εικόνα μιας Αμερικής που το μόνο που μπορεί να εξάγει είναι οι δικές της αντιφάσεις.

Την ίδια ώρα, ανεξάρτητα από τις αμερικανικές προθέσεις και τις όποιες προβολές ισχύος μπορεί να κάνουν αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και διάφορων μορφών εκβιασμού ουσιαστικά των συμμάχων τους να συμπορευτούν μαζί τους, είναι σαφές ότι η αμερικανική μονοκρατορία μάλλον θα αποτελέσει ένα ιστορικό διάλειμμα και σίγουρα όχι τη διηνεκή συνθήκη.

Από τη μια, η Ρωσία, όπως φάνηκε και από τις πρόσφατες ανακοινώσεις του ίδιου του προέδρου Πούτιν έχει κάνει εκείνου του είδους την επένδυση στα οπλικά της συστήματα και δη τα στρατηγικά, που σημαίνουν ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις στο διεθνές τοπίο και αυτό δεν μπορούν να το προσπεράσουν εύκολα οι ΗΠΑ.

Από την άλλη, η Κίνα, παρά τις καθυστερήσεις που έχουν υπάρξει ως προς τη στρατηγική «ένας δρόμος – μία ζώνη», επενδύει ιδιαίτερα στην τεχνολογικής της αυτάρκεια, στο βάθος της δικής της αγοράς και οικονομία και στη διεκδίκηση αυξημένης οικονομικής παρουσία, ξεκινώντας από την πιο κοντινή της περιφέρεια.

Την ίδια στιγμή, ακόμη και εάν στην Ευρώπη εξακολουθήσει να πρυτανεύει μια κατά βάση «ευρωατλαντική» οπτική για την εξωτερική πολιτική, εντούτοις ολοένα και περισσότερες χώρες, σε διάφορα σημεία του πλανήτη, επιλέγουν μια αρκετά πιο ευέλικτη πολιτική ως προς τις αμυντικές προμήθειες ή τις οικονομικές σχέσεις, δείχνοντας και τα όρια των αμερικανικών πιέσεων.

Αυτή δείχνει να είναι η πραγματική ιστορική δυναμική και αυτός με έναν τρόπο είναι και ο πυρήνας της κρίσης της αμερικανικής ηγεσίας.