Μιλούσα τις προάλλες με έναν φίλο με τον οποίο, παρά το γεγονός ότι μας χωρίζουν αρκετά χρόνια, είναι αυτό που λέμε διαφορετικής γενιάς, μας ενώνουν κοινά ενδιαφέροντα και μια καλή, ανθρώπινη επικοινωνία. Ο φίλος, που όπως ίσως καταλάβατε είναι αρκετά νεότερός μου, επρόκειτο να μεταβεί στο εξωτερικό, σε πανεπιστήμιο μεγαλούπολης στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, προκειμένου να σπουδάσει κάτι που αγαπά πολύ. Τον κινηματογράφο.

Ομως κάποια στιγμή εν μέσω COVΙD-19 βρέθηκε σε δίλημμα, να συνεχίσει ή όχι την πορεία για την υλοποίηση του οράματός του; Και αυτό διότι, λόγω της κατάστασης που αυτή τη στιγμή βιώνει όλη η υφήλιος, η δυνατότητα να μεταβεί στο εξωτερικό και να ζήσει στην πόλη όπου θα σπούδαζε είναι ανέφικτη. Ακόμα πιο άσχημο για εκείνον (παρότι παραδέχεται τα οικονομικά οφέλη που συνεπάγονται) είναι το γεγονός ότι δεν θα έχει φυσική επαφή με τους καθηγητές του, με την έννοια του «ζωντανού» μαθήματος μέσα στην αίθουσα. Μάλιστα, σε αυτό το σημείο μού είπε ότι η στάση των καθηγητών στα ψηφιακά μαθήματα είναι αρκετά διαφορετική από αυτήν στην ώρα του ζωντανού μαθήματος. Ακριβώς λόγω της απόστασης, τα προσχήματα κρατούνται με μεγαλύτερη επιφύλαξη, η ευγένεια είναι αυξημένη και η αυστηρότητα μετρημένη.

Ομως το ακόμα πιο αποκαρδιωτικό για τον φίλο μου είναι η ίδια η φύση των μαθημάτων, που στις μέρες μας όλα φαίνεται ότι έχουν στραφεί προς τις νέες τεχνολογίες, σε σημείο που το παρελθόν και η ιστορία του κινηματογράφου να φαντάζουν ως γραφικότητες που δεν αφορούν κανέναν. Ή, αν θέλετε, μόνο τη συντριπτική μειοψηφία στην οποία ανήκει ο φίλος μου.

Και σε αυτό περίπου το σημείο ο φίλος μου «πέταξε» κάτι περί ευθυνών παλαιότερων γενιών, ας πούμε της δικής μου, για την κατάσταση η οποία έχει επέλθει σήμερα. Η «σπόντα» με έκανε να σκεφτώ – και δεν είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι αυτό το θέμα.

Υπάρχουν, αλήθεια, ευθύνες στις προηγούμενες γενιές για τα όσα λούζονται οι νεότερες; Αν είναι να μιλήσουμε για γενιές, δεν νομίζω ότι μια γενιά μπορεί να προβλέψει επακριβώς το αύριο ούτε και ασχολείται με τα μελλοντικά προβλήματα των επερχόμενων γενιών εφόσον έχει κατ’ αρχάς τα δικά της προβλήματα να λύσει. Επίσης, εδώ και αρκετά χρόνια, η τεχνολογία εξελίσσεται με τόσο ραγδαίους ρυθμούς που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος όχι απλώς για το τι θα βρει μπροστά της η επόμενη γενιά, αλλά και για το τι θα βρει ο ίδιος μπροστά του την επόμενη μέρα. Ποιος καθηγητής της δεκαετίας του 1980, για παράδειγμα, θα μπορούσε να προβλέψει και κατ’ επέκταση να «προειδοποιήσει» τους μαθητές του ότι λίγα μόλις χρόνια αργότερα το Διαδίκτυο θα άλλαζε ριζικά τη ζωή μας;

Οι διαφορετικές γενιές, ούτως ή άλλως, ανέκαθεν συγκρούονταν. Ας μην πάω μακριά, ας μείνω στον τομέα μου. Οταν προέκυψε ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι εκπρόσωποί του ήρθαν σε «σύγκρουση» με τους εκπροσώπους εκείνου του κινηματογράφου που διέπρεπε τα παλαιότερα χρόνια και κατά κάποιον τρόπο ήταν το κατεστημένο. Οι νέοι ήταν φανατικοί πολέμιοι των παλιών. Αλλά γιατί να είναι πολέμιοι; Τι κακό τούς είχαν κάνει οι παλιότεροι, πέραν ίσως των εμποδίων που αυτοβούλως κάποιοι μπορεί να έβαζαν ώστε να κόψουν τα φτερά των νέων και να μη χάσουν τον θρόνο τους – επίσης ένα κομμάτι της ανθρώπινης φύσης;

Απεναντίας. Αθελά τους οι παλιοί, τόσο με το «ντεμοντέ» έργο όσο και με τη στάση τους, έστρωσαν το έδαφος για να «ζυμωθούν» οι νεότεροι, να καλλιεργήσουν το δικό τους έργο. Εν τέλει οι του ΝΕΚ, οι τότε νεότεροι, έγιναν επίσης κατεστημένο, με αποτέλεσμα να έρθουν σε σύγκρουση με τις ακόμα πιο σύγχρονες γενιές, έτσι όπως εκείνοι, μια φορά κι έναν καιρό, είχαν έρθει σε σύγκρουση με τους δικούς τους παλιότερους.

Ετσι γινόταν πάντα, έτσι γίνεται τώρα και έτσι θα γίνεται στο μέλλον. Είναι μια εξελικτική διαδικασία, μια αρχέγονη σύγκρουση, μια φυσική αντίδραση του παιδιού απέναντι στον πατέρα. Το ότι το παιδί έρχεται σε σύγκρουση με τον πατέρα δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι ο πατέρας έχει κάνει λάθος. Είναι απλώς μια σύγκρουση αναπόφευκτη.