[…] Από τους πιο παραγωγικούς λογίους της γενιάς αυτής (σ.σ. της γενιάς του 1880) στάθηκε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), από τη Ζάκυνθο.

[…] Τα μυθιστορήματά του είναι επηρεασμένα από το ρεαλισμό και το νατουραλισμό, ο ίδιος άλλωστε αναγνώριζε ως δασκάλους τον Balzac και τον Zola, και ακόμη τον Dickens και τον Daudet.

Στο ενεργητικό του πρέπει επίσης να προσγραφεί το μεγάλο άλμα που επιτέλεσε μ’ αυτόν η νεοελληνική λογοτεχνία από το περιορισμένο πλαίσιο του ηθογραφικού διηγήματος στο πολυσύνθετο αστικό μυθιστόρημα.

Και δεν είναι πάλι χωρίς σημασία το πόσο ο Ξενόπουλος διαβάστηκε από ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό, ευρύνοντας έτσι το γενικότερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία.

Το περιβάλλον των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου είναι πότε η Αθήνα και πότε η Ζάκυνθος· ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του στην πρωτεύουσα ή στην επαρχία.

Ήδη με τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα (1888, 1890) επιχειρεί να περιγράψει το αθηναϊκό περιβάλλον, ενώ με τα αμέσως επόμενα (Μαργαρίτα Στέφα 1893, Ο Κόκκινος βράχος 1905) δίνει μια πετυχημένη απεικόνιση της ζακυθινής ζωής.

Το πρώτο από αυτά είναι και το τελευταίο που γράφει στην καθαρεύουσα· όλο του το υπόλοιπο έργο θα το γράψει στη δημοτική, μια δημοτική όμως πολύ κοντά στον κοινό λόγο και εύκολη. […]

Δίπλα στο μυθιστορηματικό, σημαντικό είναι και το θεατρικό του έργο […].

Επηρεασμένος από τον Ίψεν έδωσε γύρω στο 1900 τα πρώτα του δράματα.

Από όλα του τα θεατρικά έργα, και έγραψε πλήθος, θα ξεχωρίσουμε Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας (1904), τοποθετημένο στη Ζάκυνθο, τη Στέλλα Βιολάντη (1909), με υπόθεση ανάλογη με τον Βασιλικό του Μάτεση, καθώς και το μονόπρακτο Ψυχοσάββατο (1911), με μια δραματικότητα που εντείνεται από τη δύναμη που ασκούν οι πεθαμένοι.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 214-215.

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή του Ξενόπουλου στη διαπαιδαγώγηση και αισθητική καλλιέργεια των παιδιών μέσα από την 50ετή παρουσία του στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, του οποίου διετέλεσε εμψυχωτής και διευθυντής.

Με τις περισσότερες από 2.500 «Αθηναϊκές επιστολές» του με το ψευδώνυμο Φαίδων, έγινε παιδαγωγός, σύμβουλος και διαφωτιστής της ελληνικής νεολαίας.

Το 1919 πρωτοδημοσίευσε στην εφημερίδα Η Καθημερινή την αυτοβιογραφία του σε συνέχειες, με τίτλο «Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής». […]

Η αυτοβιογραφία του δημοσιεύεται πλέον στις εκδόσεις των απάντων του με τον τίτλο: Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα.

Ελένη Γουλή, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1601-1602.

[…] Η πολυγραφία του [Ξενόπουλου], αποτέλεσμα επαγγελματικών υποχρεώσεων, τον έχει αδικήσει, γιατί ένα μεγάλο μέρος του έργου του έχει φανερά τα σημάδια της προχειρότητας· παράλληλα, θα έλεγα ότι και ο επαγγελματισμός του, η υποχρέωσή του να αρέσει σ’ ένα μεγάλο κοινό ακαλλιέργητο λογοτεχνικά, τον οδήγησε σε παραχωρήσεις ασυμβίβαστες με το νόημα της τέχνης.

Όμως είναι δείγματα δυνατής προσωπικότητας κι αυτή η πολυγραφία και το γεγονός ότι όλα χωρίς εξαίρεση τα πεζογραφήματά του έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις της αρχιτεκτονικής, της ενότητας, στηρίζονται σε μια γερή πλοκή και είναι πλουτισμένα με επεισόδια που δεν αφήνουν την προσοχή του αναγνώστη να εξασθενίσει.

Επίσης σημειώνω ότι μέσα στο κλίμα της ηθογραφίας, όπου είδαμε να κινούνται όλοι οι πεζογράφοι, καλοί και κακοί, καθώς και οι περισσότεροι από τους πεζογράφους τους οποίους απαντήσαμε στην μεταγενέστερη νεοελληνική λογοτεχνία, ο Ξενόπουλος μπόρεσε να ολοκληρώσει ένα έργο που δεν είναι ηθογραφικό, και να ζωντανέψει την ελληνική κοινωνία του καιρού του, επαρχία και Αθήνα. […]

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 558.

[…] Οι επικριτές του τού προσήψαν ότι ενέδιδε ασύστολα στην περιγραφή ερωτικών σκηνών για να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό.

Αν σήμερα έχουμε να του προσάψουμε κάτι, είναι ότι, για να μη θίξει τη δεκτικότητα του ευρύτατου κοινού των μυθιστορημάτων που δημοσίευε σε συνέχειες στον ημερήσιο Τύπο (πολλές φορές, μάλιστα, και δύο ταυτόχρονα), απέφυγε να εισαγάγει οποιοδήποτε νεοτερισμό.

Για να δικαιολογηθεί, επεκαλείτο τη «διασκεδαστική τέχνη» και με υπερηφάνεια διακήρυσσε ότι «ισχύς μου η αγάπη του κοινού».

Ανάλογη στάθηκε η συμπεριφορά του και στην έντονη θεατρική του δραστηριότητα.

Σε τίποτα δεν προηγήθηκε αλλά και σε τίποτε δεν βραδυπόρησε.

Η φήμη του στάθηκε μεγάλη όσο ζούσε.

Μια έρευνα του 1898, από την εφημερίδα Άστυ ανάμεσα σε αναγνώστες και συγγραφείς, ανέδειξε ως πρώτο στην Ελλάδα τον Παλαμά και δεύτερο τον Ξενόπουλο.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 315.

Γνωρίζουμε ότι ιδίως από το 1913 που άρχισε να δημοσιεύει μυθιστορήματα σε συνέχειες στο «Έθνος», ο συγγραφέας δέχτηκε την κατηγορία ότι «δεν εκράτησε την Τέχνη του ψηλά. Για να κερδίση χρήματα, την κατέβασε ως την Επιφυλλίδα».

Τέχνη λοιπόν ή επιφυλλίδα;

Λογοτεχνία και μάλιστα πρωτοποριακή (πατέρας του αστικού μυθιστορήματος) ή λαϊκή, δηλαδή παραλογοτεχνία;

Και πώς ξεχωρίζουμε τα δύο αυτά είδη;

Από την πρόθεση του συγγραφέα, από το περιεχόμενο του έργου, από τον τρόπο, το έντυπο και τη συχνότητα δημοσίευσής του, ή από τον αριθμό και τη σύσταση των αναγνωστών και άρα από την ποικιλία και τη σημασιοδότηση των αναγνώσεων;

[…]

Ο Ξενόπουλος είναι ο παρατηρητής της κοινωνίας στην εξέλιξή της.

Κατόρθωσε να απεικονίσει ορισμένες πλευρές της αστικής πραγματικότητας, αλλά την απεικόνιση την ανήγαγε σε σκοπό και δεν την περιόρισε σε μέσο· […]

Πάντως, ο Ξενόπουλος είναι ένας πεζογράφος που παρακολούθησε την κοινωνία από την εποχή της αστικοποίησής της μέχρι την αθηναϊκή belle époque, ένας ιστορικός των ηθών.

Με τη μεγάλη του αφηγηματική δύναμη κατόρθωσε να δημιουργήσει, να συντηρήσει, να συγκινήσει και να συγκινεί ως τις μέρες μας («σε φέρνει και κλαις» είπε ο Παλαμάς) ένα μεγάλο κοινό.

Γεωργία Φαρίνου – Μαλαματάρη, «Γρηγόριος Ξενόπουλος. Παρουσίαση – Ανθολόγηση». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Θ΄. 1900-1914, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1997, 299 & 324-325.

Είναι αρκετά τα [θεατρικά] έργα του Ξενόπουλου που έπονται μιας αφηγηματικής πεζογραφικής του κατάθεσης. […]

Ήταν βεβαίως η Στέλλα Βιολάντη, ήταν η Φωτεινή Σάντρη, ήταν το Μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας, ήταν η Αναδυομένη κι απ’ τα νεότερα η Δίκη του Θανάση και άλλα.

Μένω στα πιο θεμελιώδη, δεν είναι παραπάνω βέβαια από οχτώ.

Ξεκίνησαν ουσιαστικά από τις επιθυμίες των πρωταγωνιστριών του καιρού εκείνου, ιδιαιτέρως των πρωταγωνιστριών, όταν διάβαζαν ένα διήγημά του, να το μεταποιήσει σε θεατρικό έργο.

[…]

[…] Τη Στέλλα Βιολάντη, ένα διήγημα που είχε τον τίτλο Έρως εσταυρωμένος και που είχε δημοσιευθεί περίπου οχτώ χρόνια, το 1901, πριν γίνει θεατρικό κείμενο, το 1909 το ζητάει η Κοτοπούλη.

Είναι τόσο το ενδιαφέρον του Ξενόπουλου να το κάνει, ερεθίζεται τόσο από αυτή την πρόταση, ώστε κάποια στιγμή του το ζητάει και η Κυβέλη κι εκείνος συμφωνεί.

Είναι από τις εισαγωγικές συμφωνίες που έκανε ο Ξενόπουλος.

Είπε: «Εντάξει, θα το παίξετε και οι δύο, αλλά ποτέ στον ίδιο χώρο».

Η Κυβέλη το έπαιξε στην Πάτρα και στη Θεσσαλονίκη, ποτέ στην Αθήνα.

Και στην Αθήνα η Κοτοπούλη, η οποία το είχε πρωτοπαραγγείλει.

Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Ο θεατρικός Ξενόπουλος: Ο διασκεδαστής του εαυτού του». Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πενήντα χρόνια από το θάνατο ενός αθάνατου (1951-2001). Πρακτικά συνεδρίου 28 και 29 Νοεμβρίου 2001, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 2003, 73-74 & 77.

*Όλα τα ανωτέρω αποσπάσματα προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο greek-language.gr

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με την Έλλη Λαμπέτη το 1949 (πηγή: αρχείο Μεγαλοκονόμου)

 

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στο Φανάρι της Πόλης τη νύχτα της 8ης προς την 9η Δεκεμβρίου 1867.

Ήταν το πρωτότοκο τέκνο τού ζακυνθινής καταγωγής εμπόρου Διονυσίου Ξενόπουλου (Ξυνόπουλου ή και Ξυνή) και της φαναριώτισσας Ευθαλίας Θωμά.

Ο Ξενόπουλος τελείωνε το γυμνάσιο στη Ζάκυνθο και σε ηλικία 16 ετών, το 1883, ήλθε στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές.

Άρχισε να γράφει, όπως αναφέρει και ο ίδιος στη σύντομη αυτοβιογραφία του, εξ απαλών ονύχων.

«Εκείνο που μπορώ να ξέρω με βεβαιότητα», γράφει στην αυτοβιογραφική παρουσίασή του, «είναι πως η γέννησή μου ήταν μια τύχη πολύ ευνοϊκή για ένα συγγραφέα. Έχω στο αίμα μου, καταλαβαίνω κι’ αισθάνουμαι όλο τον Ελληνισμό. Η πελοποννησιακή καταγωγή των Ξυνήδων μ’ εξοικειώνει με την κυρίως Ελλάδα. Η ζακυνθινή καταγωγή του πατέρα μου κι’ η ανατροφή μου στη Ζάκυνθο από την κούνια βάζει μέσα μου όλο τον επτανησιακό, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η πολίτικη τέλος κι’ ανατολίτικη καταγωγή της μητέρας μου μ’ εξοικειώνει με τον ελληνισμό τον επίλοιπο. Είμαι και Ζακυνθινός, και Μωραΐτης, κι’ Ανατολίτης, κι’ Αθηναίος. Είμαι Πανέλληνας. Γι’ αυτό μ’ αρέσει σα δικό μου ό,τι ελληνικό. Από τα φαγιά ως τα τραγούδια, κι’ από τα έθιμα ως τις τοπολαλιές, όλα. Αυτά τα χωρίζω γενικά σε δύο: στα ζακυνθινά, από την πρώτη μου πατρίδα, και στ’ αθηναϊκά από τη δεύτερη. Και μ’ αρέσουν και τα δυο».

Ο Ξενόπουλος έκανε δύο γάμους (με την Ευφροσύνη Διογενείδη, το 1894, και με τη Χριστίνα Κανελλοπούλου, το 1901) και απέκτησε τρεις κόρες, μία από τον πρώτο και δύο από το δεύτερο γάμο του.

Το 1931 ο Ξενόπουλος εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1934 ίδρυσε μαζί με τους Παλαμά, Σικελιανό και Καζαντζάκη την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος απεβίωσε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 1951, σε ηλικία 84 ετών.