Ο Σπύρος Εξάρας είναι ο πρώτος Έλληνας τζαζίστας της Νέας Υόρκης
Από την κρατική ορχήστρα της ΕΡΤ και τις συναυλίες στην Ελλάδα, κατέκτησε τα jazz clubs της Νέας Υόρκης: οι σπουδαίες συμπράξεις και το μουσικό του στίγμα είναι μερικά από τα στοιχεία που χρίζουν τον Εξάρα μοναδικό στο είδος του
Με μια κιθάρα στο χέρι και δύο φίλους, ξεκίνησε το ταξίδι του στην Αμερική πριν 24 χρόνια για να κυνηγήσει το όνειρό του δίπλα στα μουσικά «θηρία» της εποχής εκείνης. Ο Σπύρος Εξάρας διηγείται σήμερα στο in.gr την ιστορία της ζωής του, από την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα στο Μανχάταν και από την ροκ στην τζαζ και στην πλατιά θάλασσα της μουσικής.
Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη, αλλά μόλις είχα συμπληρώσει κάποιους μήνες ζωής, με έφεραν στην Αθήνα, γιατί ο πατέρας μου που ήταν αξιωματικός στο πεζικό, κάθε τρία περίπου χρόνια έπαιρνε μετάθεση σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας. Εγώ με τον αδερφό μου και τη μητέρα μου εγκατασταθήκαμε μόνιμα στην Αθήνα, στην περιοχή του Ζωγράφου.
Για την μουσική είχα πάντα μια αδιόρατη έλξη. Θυμάμαι σε ηλικία 2-3 χρονών, όταν ο πατέρας μου μας έπαιρνε μαζί του σε γεύματα και δεξιώσεις της Λέσχης Αξιωματικών, πήγαινα και χωνόμουν πίσω από τους μουσικούς που έπαιζαν και προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς κάνουν. Ήταν μαγευτικό για μένα αυτό που συνέβαινε. Μια μέρα άκουσα τον πατέρα μου να παίζει φυσαρμόνικα και του είπα πως θέλω να μου μάθει κι εμένα. Αυτή ήταν η αρχή και το πρώτο μου όργανο. Στα πέντε μου χρόνια έπαιζα αρκετά κομμάτια, κυρίως ελληνικά, αλλά και κάποια γαλλικά και ιταλικά.
Η κιθάρα ήρθε πολύ αργότερα. Όταν ο αδερφός μου άρχισε να παίρνει μαθήματα κλασσικής κιθάρας από έναν συμμαθητή του, ήμουν 12 χρονών. Μου άρεσε τόσο πολύ, που παρακολουθούσα και εγώ το μάθημά του, ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξα και είπα πως θέλω κι εγώ να μάθω.
Έτσι, έξι μήνες αργότερα άρχισα να παίρνω κι εγώ μαθήματα από τον συμμαθητή του αδερφού μου και μέσα σε τρεις μήνες έπαιζα τόσο καλά, που συνέχισα τα μαθήματα, μέχρι που σε ένα χρόνο γράφτηκα στο Εθνικό Ωδείο, για να ξεκινήσω εκεί τις κλασικές μου σπουδές. Εκείνα τα χρόνια της βαθειάς μου εφηβείας, ήμουν ιδιαίτερα αντιδραστικό παιδί σε όλα και για όλα και μεγάλο πειραχτήρι. Στην πρώτη λυκείου, αν θυμάμαι καλά, για να δείξω την αντίδρασή μου στα θρησκευτικά και τον τρόπο που μας τα δίδασκαν και ήθελαν να μας τα επιβάλουν, έβαλα φωτιά μέσα στη τάξη φωνάζοντας στην δασκάλα «Κυρία, κυρία, η καιόμενη βάτος!»
Η δασκάλα, όπως ήταν επόμενο, έξαλλη με πήγε στον διευθυντή και με έδιωξαν από το σχολείο δια παντός για «εξύβριση των Θείων». Μετά απο αυτό, αναγκαστικά πήγα σε κάποιο άλλο σχολείο της περιφέρειας για το υπόλοιπο της χρονιάς.
Τα ροκ ακούσματα και η κλασική κιθάρα
Η αναρχικές μου τάσεις εκείνης της εποχής ήταν ακόμα πιο έντονες από τη μουσική που άκουγα. Ήμουν τρελαμένος με την ροκ και τα αγαπημένα μου συγκροτήματα ήταν οι Pink Floyd, οι Deep Purple, οι Queen, οι Who, οι Led Zeppelin, oι Doors, o Jimmy Hendrix και άλλα πολλά συγκροτήματα…Θυμάμαι ότι ξημεροβραδιαζόμουν να αναλύω το πώς παίζουν, για να μάθω και εγώ να παίζω τη ροκ με αυτόν τον τρόπο.
Στο Ωδείο είχα έναν εκπληκτικό δάσκαλο, τον Δημήτρη Ζαμπετάκη αρχικά, που δυστυχώς σκοτώθηκε σε κάποιο δυστύχημα την επόμενη χρονιά. Με είχε βοηθήσει πολύ, γιατί γνωρίζοντας την δύναμη και την σπουδαιότητα της γνώσης της κλασικής μουσικής, μου είχε δώσει την εξής συμβουλή: « Παίξε όλα τα είδη της μουσικής, αλλά μην παρατήσεις ποτέ την κλασική κιθάρα». Αυτή την συμβουλή δεν την ξέχασα στιγμή και την ακολουθώ ακόμη μέχρι σήμερα, παροτρύνοντας και τους δικούς μου μαθητές να την ακολουθούν.
Εφτιαξα τότε το πρώτο μου ροκ γκρουπάκι μαζί με άλλους τρεις συμμαθητές μου, που το είχαμε ονομάσει Storm και καταφέραμε να ανοίγουμε κάποιες συναυλίες μεγάλων συγκροτημάτων.
Η Αμερική μπήκε στην ζωή μου όταν στο φροντιστήριο αγγλικών, σε μία ενημέρωση που μας έκανε η διευθύντρια, μας είπε πως υπάρχει ένα πρόγραμμα διεθνών ανταλλαγών, το AFS (American Field Service) και όποιος θέλει μπορεί να δηλώσει συμμετοχή. Αν γίνει δεκτός, θα μπορεί να πάει για ένα χρόνο στην Αμερική και να παρακολουθήσει την τρίτη λυκείου σε αμερικάνικο σχολείο. Η Αμερική εκείνη την περίοδο φαντάζε απρόσιτο όνειρο, ήτανε πραγματικά η χώρα της επαγγελίας και το αμερικάνικο όνειρο δεν είχε ξεφτίσει ακόμη.
Έτσι, δοκίμασα την τύχη μου και κατάφερα να πάω για ένα χρόνο στο Detroit του Michigan. Η εμπειρία ήταν μοναδική. Όταν επέστρεψα πίσω στην Ελλάδα, δεν έβλεπα την ώρα να ξαναφύγω και να κυνηγήσω το όνειρ’ο μου. Είχα όμως κάποιες υποχρεώσεις ακόμα. Έπρεπε να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στην μουσική (κλασική κιθάρα και σύνθεση), αλλά και να υπηρετήσω την στρατιωτική μου θητεία. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, είχα αρχίσει ήδη να δουλεύω σαν μουσικός.
Έκανα περιοδείες και ηχογραφήσεις με διάφορους επώνυμους συνθέτες και τραγουδιστές από τον έντεχνο χώρο, όπως τον Ηλία Ανδριόπουλο, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Κώστα Καράλη, τον Θέμι Ανδρεάδη, την Μαρία Δημητριάδη, τον Γιώργο Δεσποτίδη και τον Κώστα Χατζή, αλλά παράλληλα ανοιγόμουν περισσότερο και στον χώρο της τζαζ.
Άρχισα να παίζω σε jazz club και φεστιβάλ και έκανα συνεργασίες με τους τζαζίστες που μεσουρανούσαν τότε. Μιλάμε για ονόματα όπως Γιώργος Κοντραφούρης, Τάκης Πατερέλης, Γιώργος Φιλιππίδης, David Lynch, Τάκης Μπαρμπέρης και Διονύσης Θεοχαράτος. Κάποια στιγμή, είχα συνθέσει και το δικό μου τζαζ τρίο και μέσω ενός ατζέντη κάναμε και μία περιοδεία στην Ελλάδα.
Από την ορχήστρα της ΕΡΤ στο Ηρώδειο με τη Shirley Bassey και στο αμερικάνικο όνειρο
Εκείνη την περίοδο, μου έκαναν πρόταση να γίνω μέλος της ορχήστρας της ΕΡΤ, όπου συνεργάστηκα και γνωρίστηκα με πολλούς σημαντικούς μουσικούς. Το καλοκαίρι του 1990 έκανα την πρώτη μου σοβαρή εμφάνιση στο Ηρώδειο παίζοντας με τον θρύλο της παγκόσμιας σκηνής Shirley Bassey. Το καλοκαίρι του 1992, λίγους μήνες πριν φύγω οριστικά για την Νέα Υόρκη, έκανα την πρώτη δισκογραφική μου δουλειά με τον Κώστα Χατζή: διασκεύασα 15 κομμάτια του για κλασική κιθάρα.
Στις 30 Νοεμβρίου 1992, πριν ακόμα κυκλοφορήσει ο δίσκος μου, πάτησα το πόδι μου με εισιτήριο χωρίς επιστροφή, στη Νέα Υόρκη, μια μεγαλούπολη που φαινόταν οικεία, αλλά με αλλιώτικους ρυθμούς. Ρούφαγα την κάθε γωνιά της και δεν την χόρταινα.
Οι πρώτοι δύο μήνες εκεί, ήταν σα να ζω ένα παραμύθι. Έμενα στο κέντρο της πόλης, μεταξύ 8ης και 9ης λεωφόρου, σε ένα μικρό διαμέρισμα που είχαμε βρει με έναν καλό μου φίλο και την κοπέλα του. Κάθε βράδυ, ξεχυνόμουν στα μπαράκια, για να απολαύσω την διαφορετικότητα που η πόλη είχε να μου προσφέρει. Πολλές φορές, έπαιρνα και την κιθάρα μου για να τζαμάρω κι εγώ μαζί με κάποιους μουσικούς και έτσι άρχισα σιγά-σιγά να γνωρίζω κόσμο και να ενσωματώνομαι.
Κι ενώ είχα κάνει εξαιρετικές και ολοκληρωμένες σπουδές στην Ελλάδα, στην κλασική κιθάρα με την Όλγα Καλογρηάδου, στα θεωρητικά με τον Μιχάλη Τραυλό, διετές σεμινάριο τζαζ ενορχήστρωσης με τον Βαγγέλη Κορδομπούλη και είχα πειραματιστεί ατέλειωτες ώρες παίζοντας, είτε μόνος μου, είτε με σπουδαίους Έλληνες τζαζίστες, στη Νέα Υόρκη αισθάνθηκα ελλιπής. Μου πήρε αρκετό χρόνο μέχρι ν’αρχίσω να καταλαβαίνω το βάθος αυτής της περίπλοκης μουσικής.
Η πρώτη μου σημαντική γνωριμία έγινε ένα χρόνο αργότερα με τον Gerardo Velez, τον περκασσιονίστα του Jimmy Hendrix στο ιστορικό Woodstock festival του 1969. Η εξέλιξη αυτής της σχέσης ήταν να ηχογραφήσω τέσσερα κομμάτια μου σε παραγωγή δική του. Εν τω μεταξύ, είχε προσκαλέσει στην ηχογράφηση τα μεγαλύτερα ονόματα της τζαζ: Randy Brecker, Mark Egan, Tom Schuman, Joel Rosenblatt, Tom «Bones» Malone, Don Harris και Russel Blake, μεταξύ άλλων.
Αυτή η εμπειρία θα μου μείνει αξέχαστη. Το γεγονός πως αυτοί οι γίγαντες της τζαζ με αντιμετώπισαν σαν να ήμουν εγω ο «σταρ», μαζί με τον επαγγελματισμό τους και τον τρόπο που ακολουθούσαν τις οδηγίες μου, με έκανε να συνειδητοποιήσω για πρώτη φορά πόσο συμπλεγματικοί και εγωιστές είμαστε οι Έλληνες.
Στη συνέχεια δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον παραγωγό της Mariah Carey, τον David Morales. Μαζί, ηχογράφησαμε το 1997 το κομμάτι My All, που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα.
Συνεχίζοντας τις αναζητήσεις μου, δοκίμασα να εντάξω την ελληνική μουσική μέσα στην τζαζ. Η ιδέα μου ήρθε, όταν ως υπεύθυνος ορχήστρας σε μια μπουάτ στο Μανχάτταν που λεγόταν «Θίασος», δοκίμαζα να βάζω μέσα στα ελληνικά τραγούδια ροκ και τζαζ ρυθμούς και αρμονίες.
Το αποτέλεμα ήταν εκρηκτικό. Έτσι, αποφάσισα να φτιάξω συνθέσεις, που θα είχαν μέσα τους και τους δύο κόσμους πετυχαίνοντας κάτι διαφορετικό, που κέντρισε το ενδιαφέρον των Αμερικανών, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μου προσπάθεια. Έτσι, το 2002 ηχογράφησα το Phrygianics, που είναι το δεύτερο προσωπικό μου άλμπουμ και το πρώτο με δικές μου συνθέσεις μαζί με το συγκρότημα μου, το Spiros Exaras World-Jazz Ensemble.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε με την θρυλική εταιρεία της τζαζ, Blue Note σε όλα τα δισκάδικα του κόσμου (τότε ευτυχώς υπήρχαν ακόμη) και μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω εμφανίσεις με το συγκρότημά μου και παρουσιάζοντας τη μουσική μου σε πολλά μέρη της Αμερικής και της Ευρώπης.
Στο «Θίασο» γνώρισα επίσης και μία «μούσα» του Μάνου Χατζιδάκη, τη Γιάννα Κατσαγεώργη, που είχε έρθει καλεσμένη από τον γνωστό κιθαριστή και επιχειρηματία τότε της μπουάτ, Βαγγέλη Φάμπα για κάποιες εμφανίσεις. Και παρόλο που ήρθε ως «Παναγία των Πατησίων» κατάφερα να την «διαολίσω» και ,έτσι, να μου χαρίσει μία υπέροχη κόρη, την Ιλεάνα, η οποία ακολουθεί τα χνάρια των γονιών της γράφοντας δικά της τραγούδια σε ύφος ηλεκτρονικής ποπ και στίχο αγγλικό, που ξεφεύγουν από το mainstream της εποχής, ενώ παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, σε μεταπτυχιακό επίπεδο πλέον.
Μια μεγάλη στιγμή για την καριέρα μου ήταν όταν σε μία από τις συναυλίες μου ήρθε μετά απο πρόσκλησή μου, ο βραβευμένος με Grammy φλαουτίστας της latin-jazz, Dave Valentine. Εκείνη η βραδιά σε ένα τζαζάδικο του Village ήταν από τις πιο ωραιότερες που έχω ζήσει.
Τα καλοκαίρια, όταν κατέβαινα στην Ελλάδα μου άρεσε πολύ να παίζω με Έλληνες καλλιτέχνες. Εχω συνεργαστεί με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, τον Μάριο Φραγκούλη, την Ευανθία Ρεμπούτσικα, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, την Έλλη Πασπαλά και τον Δημήτρη Ψαριανό, μεταξύ άλλων. Με το Μάριο Φραγκούλη συνεργαστήκαμε και στην Αμερική σε πολλές απο τις περιοδείες του.
Κάποιο βράδυ, σε μία απο τις εμφανίσεις μου σε ένα μαγαζί στο Soho, έρχεται ο μάνατζέρ μου, ο Mike Millius και φέρνει μαζί του έναν Κουβανό πιανίστα, τον Elio Villafranca για να με ακούσει και να γνωριστούμε. Αυτή η γνωριμία κατέληξε σε ένα πρωτότυπο Ελληνοκουβανέζικο άλμπουμ με τίτλο Old Waters New River.
Τα τελευταία 13 χρόνια συνεργάζομαι με μία «μούσα» του μεγάλου μας Μίκη Θεοδωράκη, την Ελληνοαμερικανίδα σοπράνο Λίνα Ορφανού. Κάποια στιγμή το 2015, με σύστησε στην κόρη του Ιάκωβου Καμπανέλλη η οποία στη συνέχεια μου εμπιστεύτηκε 10 ανέκδοτα ποιήματα του μπαμπά της για να τα μελοποιήσω. Έτσι, είχα την τιμή και τη χαρά να κυκλοφορήσω ένα άλμπουμ στο οποίο εκτός από την κύρια τραγουδίστρια, τη Λίνα Ορφανού, συμμετέχουν και άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ο Νίκος Κουρουπάκης και ο Κόμης Χ. Η χαρά και η τιμή είναι όμως διπλή, γιατί το εξώφυλλο του δίσκου φιλοτέχνησε ο σπουδαίος εικαστικός Αλέκος Φασιανός.
Απρόσμενη στιγμή στην πορεία της καριέρας μου ήταν, όταν σε μία από τις εμφανίσεις μου με την Αγγλίδα jazz τραγουδίστρια Tessa Souter, στο περίφημο τζαζάδικο του Village, Blue Note Club, γνώρισα έναν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της παγκόσμιας jazz σκηνής, που είχε έρθει να μας ακούσει. Τον Mark Murphy. Σιγά-σιγά ξεκίνησε μία συνεργασία που κατέληξε σε ένα άλμπουμ από τις ζωντανές μας εμφανίσεις στο Gazarte της Αθήνας. Μοναδική εμπειρία η συνεργασία και ο χρόνος που πέρασα μαζί με τον μεγάλο αυτόν άνθρωπο της τζαζ…
Η ζωή σε μια δύσκολη και γοητευτική πόλη
Εμπειρία ζωής είναι όμως και όλη η διαμονή μου στην Νέα Υόρκη. Όλα αυτά τα χρόνια έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα, όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στη ζωή. Η Νέα Υόρκη μπορεί να φαντάζει μαγευτική, αλλά δεν είναι εύκολη πόλη. Πρέπει να δουλέψεις σκληρά και τίποτα δε σου χαρίζεται εύκολα. Εγώ την παρομοιάζω με μία όμορφη και ταλαντούχα γυναίκα που είναι όμως δύσκολη και απαιτητική και χρειάζεται πολλή υπομονή και επιμονή, για να την κατακτήσεις.
Οι δυσκολίες επιπλέον που αντιμετωπίζεις ως μετανάστης είναι τεράστιες. Μέχρι να πάρω την πράσινη κάρτα, είχα για χρόνια άγχος να ανανεώνω τη βίζα μου κάθε τόσο, με το ενδεχόμενο απόρριψης. Από την άλλη πλευρά, είναι η προσπάθεια που κάνεις να ενταχτείς στο Αμερικάνικο σύστημα χωρίς να νιώθεις πολίτης δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας.
Αυτό συνεπάγεται πως πρέπει να μιλάς τη γλώσσα, όσο καλύτερα γίνεται, ώστε η λίγη προφορά που πιθανόν να έχεις, να περνάει απαρατήρητη και να μη σε κατατάσσει σε…»τριτοκοσμικό μετανάστη». Και τέλος, ο χρόνος που απαιτείται μέχρι να δικτυωθείς επαγγελματικά και κοινωνικά, καθορίζουν σε πολλές περιπτώσεις, το αν θα επιβιώσεις σε μια τέτοια μεγαλούπολη ή θα πάρεις μια νύχτα το πρώτο αεροπλάνο και θα επιστρέψεις πίσω στην πατρίδα σου.
Η καθημερινότητα στην Αμερική είναι σχετικά απλή, γιατί είναι όλα οργανωμένα, εν αντιθέσει με την Ελλάδα, που για να κάνεις μια απλή δουλειά, μπορεί να χρειαστείς τρία και βάλε ολόκληρα πρωινά. Οι μουσικοί έχουν περισσότερες ευκαιρίες, γιατί οι ευκαιρίες για δουλειά δεν περιορίζονται μόνο στα κλαμπ ή στις συναυλίες. Μπορούν να βγάλουν ένα αξιοπρεπές μεροκάματο, παίζοντας σε ιδιωτικά πάρτυ που αποτελούν μέρος της κουλτούρας των Αμερικανών. Επίσης, πολλοί μουσικοί απορροφώνται στα μεγάλα Broadway shows. Αλλά και η δισκογραφία είναι τεράστια εδώ στην Αμερική (μέχρι πρότινος τουλάχιστον), οπότε υπάρχει δουλειά για πάρα πολύ κόσμο.
Καραντίνα μετά μουσικής;
Τώρα φυσικά με την πανδημία, έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα και πολύ φοβάμαι, ότι δεν θα γυρίσουμε ποτέ σ’αυτά που κάναμε, γιατί πολλά μεταφέρθηκαν στο διαδίκτυο. Οι διαδικτυακές συναυλίες που προσφέρουν οι μουσικοί στους καναπέδες εκατοντάδων θεατών, είναι κάτι που αρνούμαι να κάνω και αντιστέκομαι με νύχια και με δόντια.
Το έκανα μια φορά για την εμπειρία, αλλά ήταν με zoom και υπάρχει μία μικρή διαφορά, γιατί μπορείς να δεις και να έχεις επαφή και να μιλήσεις με τους θεατές στο τέλος της συναυλίας. Η εμπειρία που εισπράττεις μετά από κάτι τέτοιο είναι σα να παίζεις σε ένα τηλεοπτικό σόου και όχι σε μια πραγματική συναυλία, από τη στιγμή που δεν νιώθεις την ενέργεια των ανθρώπων που έρχονται να σε ακούσουν και να σε ζεστάνουν με το χειροκρότημά τους. Σε μία ζωντανή παράσταση, παίζουν σημαντικό ρόλο οι δονήσεις που δημιουργούνται μεταξύ κοινού και καλλιτεχνών και οι ενέργειες που ανταλλάσσονται.
Θέλω να πιστεύω, πως σύντομα θα επαναβιώσουμε έστω κάτι απο το παρελθόν μας, μα φοβάμαι πως μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων θα εξακολουθούν να παρακολουθούν διαδικτυακές συναυλίες, απο τη στιγμή που τους δίνεται αυτή η εναλλακτική.
Την προηγούμενη χρονι, και εν μέσω πανδημίας, εκμεταλλεύτηκα τον χρόνο που είχα και έκανα αρκετές νέες συνθέσεις, τελειοποίησα κάποιες άλλες που είχα ξεκινήσει από παλιά και κυκλοφόρησα πολλές παλιές δουλειές, που είχα στο συρτάρι. Κάποιες απ’αυτές είχαν γραφτεί για κινηματογράφο και για θέατρο. Πριν δύο μήνες, κυκλοφόρησα και ένα καινούργιο single με τίτλο «La Ruta», ένα κομμάτι εμπνευσμένο από τους πρόσφυγες και μετανάστες, που ρισκάρουν τη ζωή τους, για ένα καλύτερο μέλλον.
Για το 2021, υπάρχουν πάρα πολλά σχέδια και συνεργασίες. Ο μεγαλύτερος μου όμως στόχος, είναι να ηχογραφησω ένα άλμπουμ που έχω ολοκληρώσει αρκετό καιρό, αλλά δεν είχα μέχρι στιγμής την ευκαιρία να το υλοποιήσω. Πιστεύω όμως πολύ σε αυτή τη χρονιά.
Με ρωτούν κάποιες φορές αν σκέφτομαι να επιστρέψω στην Ελλάδα οριστικά. Μια πιθανή απάντηση σε τέτοιου είδους απορία αποτελεί κάλλιστα αυτό το απόσπασμα από το ποίημα του Καβάφη «Ιθάκη» :
«Ἀλλά μη βιάζῃς το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
Και γέρος πια ν᾿ ἀράξῃς στο νησί,
πλούσιος με ὅσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσῃ ἡ Ἰθάκη»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις