Το τελευταίο διάστημα ο δημόσιος διάλογος περί τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας μας περιστρέφεται γύρω από το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων που αφορά αφενός τις αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αφετέρου την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, με απώτερο στόχο τη βελτίωση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος.

Όπως ήταν δυστυχώς αναμενόμενο, στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου, όπως και κάθε άλλης δημόσιας διαβούλευσης αναφορικά με τη βελτίωση της εκπαίδευσης στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, οι πάντες –πολιτικοί, πρυτανικές Αρχές και ποικιλώνυμες συνδικαλιστικές οργανώσεις– σπεύδουν να προασπίσουν τις ιδέες τους και τα συμφέροντά τους, αλλά ουδείς τολμά να θίξει το μείζον κατά την άποψή μου πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης: τη διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση στο ζήτημα της χρήσης της ελληνικής γλώσσας, προπάντων από τους νέους ανθρώπους, τη διάχυτη αγραμματοσύνη.

Τι νόημα έχουν οι βαρύγδουπες διακηρύξεις περί δήθεν αναβάθμισης του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, τι νόημα έχουν οι μάχες χαρακωμάτων για τον αριθμό των εισακτέων, την ελάχιστη βάση εισαγωγής ή το χρονικό όριο φοίτησης, όταν ουκ ολίγοι –και είμαι επιεικής στη διατύπωσή μου– εξ όσων εισέρχονται κάθε χρόνο στα ΑΕΙ είναι κατ’ ουσίαν αμαθείς ή ημιμαθείς;

Ποιος θα τολμήσει επιτέλους να θέσει τον δάκτυλόν του εις τον τύπον των ήλων, να αντικρίσει κατάματα τη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα;

Πού είναι τα αντανακλαστικά των πάσης φύσεως αρμοδίων και εμπλεκομένων στην όλη εκπαιδευτική διαδικασία;

Γιατί καμώνονται πως δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα, τη στιγμή κατά την οποία, καθημερινά, η ελληνική γλώσσα βιάζεται και εξαθλιώνεται, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα το σταδιακό εκχυδαϊσμό του δημόσιου βίου;

Κατά τη δική μου αντίληψη, το εκπαιδευτικό πρόταγμα της εποχής μας δεν μπορεί να είναι άλλο από την όσο το δυνατόν πιο ουσιαστική αξιοποίηση της γλωσσικής προίκας μας, από την όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική καλλιέργεια ενός υγιούς γλωσσικού αισθητηρίου.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα στέρεα γλωσσικά θεμέλια είναι συνυφασμένα με τη συγκροτημένη σκέψη, καθώς και ότι η φτώχεια του λεξιλογίου και των εκφραστικών μέσων είναι μοιραία και φτώχεια ιδεών και επιχειρημάτων.