«Φαντάσου ότι είσαι σε μια πόλη»: ιδιοφυές, τολμηρό, άχαστο
Ο Martin Scorsese παρακολουθεί με τον φακό του μια σταρ του ελεύθερου πνεύματος της εποχής μας, την ερωτεύσιμα "αντιπαθητική" Fran Lebowitz
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
«Υπάρχει κάτι πιο ευχάριστο από το να βλέπεις τον Martin Scorsese να απολαμβάνει κάποιον;» Έτσι ξεκινά το εξαιρετικό άρθρο του The New Yorker που αναλύει το intellectuel τρίο Σκορτσέζε-Λίμποβιτς-Νέα Υόρκη. O σκηνοθέτης και η συγγραφέας είναι φίλοι, αμφότεροι ερωτευμένοι, πλην με διαφορετικό τρόπο, με την αθάνατη Νέα Υόρκη. Ένα είδος ανεστραμμένου ιψενικού τριγώνου με την «ερωμένη» πόλη σε πρώτο πλάνο, αν και όχι τόσο έντονα πρωταγωνιστική όσο προχωρούν τα επεισόδια.
Πριν από δέκα χρόνια, ο Σκορσέζε έκανε το «Public Talking», το πρώτο του ντοκιμαντέρ για την Lebowitz: μια ωδή σε μια εξαφανισμένη φυλή διασημοτήτων της Νέας Υόρκης, καθώς και ένα πορτρέτο της ίδιας της πόλης. Καθισμένος σε ένα περίπτερο στο Waverly Inn, η Lebowitz εξήγησε τα διάφορα χόμπι της, συμπεριλαμβανομένης της απόρριψης της τεχνολογίας, της αγάπης της για ομιλία και του εθισμού της στο κάπνισμα. Τώρα, οι δύο καλλιτέχνες έστησαν ένα είδος sequel, το οποίο έρχεται με την μορφή μιας μικρής σειράς, αντί για μια μεγάλου μήκους παραγωγή.
Τα επτά επεισόδιά του «Pretend , το καθένα από τα οποία ασχολείται με ένα διαφορετικό θέμα (διάβασμα, πλούτος, ευεξία, ο θόρυβος της πόλης κ.ά), είναι ανάλαφρα, χωρίς να γίνονται φαιδρά, ευφυέστατα και «ένοχα απολαυστικά» όπως το άναμμα ενός τσιγάρου μετά από ώρες αναμονής. Την παράσταση κλέβει η Lebowitz, που έχει ζήσει τη Νέα Υόρκη για πολλά χρόνια, άρα την έχει δει από πολλές απόψεις.
Ο ρόλος του Σκορσέζε περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκρήξεις γέλιου, συχνά ακούγεται εκτός κάμερας. Ίσως να τον θέλαμε κάπως πιο ενεργό, αλλά δείχνει πόσο δεν έχει ανάγκλη να προβληθεί, παρά να προβάλλει την πρωταγωνίστριά του, την παλιόφιλή του την Φραν. Άλλωστε, αυτό είναι το μεγαλείο του ως σκηνοθέτη και μας το έχει αποδείξει μέσω των εμβληματικών του ταινιώ, τις οποίες-καθόλου τυχαία-θυμόμαστε και στις οποίες επιστρέφουμε, εν πολλοίς χάρη στους αριστοτεχνικά φωτισμένους ήρωες.
Οι ζωηροί μονόλογοι του Travis Bickle (Robert De Niro)στο «Taxi Driver», η αμφιλεγόμενη, πληθωρική περσόνα του Henry Hill (Ray Liotta), στο «Goodfellas», αλλά και ο one of a kind Jordan Belfort (Leonardo DiCaprio)στο «The Wolf of Wall Street» αποτελούν ακριβέστατα εχέγγυα της δεινότητας του Σκορτσέζε στην κινηματογράφηση. Το ίδιο, πάνω κάτω, κάνει ως ντοκιμαντερίστας. Θυμηθείτε το «American Boy» του 1978 και τις διακριτικές, εύστοχες παρεμβολές του θεού Martin.
Και τώρα, η Fran
Μια εντυπωσιακή προσωπικότητα, μια γυναίκα ερωτική, όχι με τον τρόπο που μας έμαθαν τα εξώφυλλα των ανδρικών περιοδικών. Η διαβαστερή κόρη των Εβραίων γονέων μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϋ και αποβλήθηκε από το γυμνάσιό της επειδή-είπαν- ασκούσε κακή επιρροή στους συνομηλίκους της. Η ίδια έχει πει σε συνέντευξή της ότι σε κάποιο αποκριάτικο παιδικό πάρτυ επέλεξε να εμφανιστεί ως Φιντέλ Κάστρο. Γύρω στο 1970, η 20ετής Fran μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε δουλειά με την πένα της αμέσως: διατηρούσε μια στήλη για το περιοδικό Interview του Andy Warhol και, μερικά χρόνια αργότερα, δημοσίευσε δύο φημισμένες συλλογές δοκίμιων, που έβριθαν από παρατηρήσεις σχετικά με τη σύγχρονη ζωή.
Κι η Fran συνέχιζε να γράφει, να γράφει και να ζει. Συναυλίες, τσιγάρα, όχι πολλά λεφτά («κανείς δεν έχει όσα λεφτά χρειάζεται να ζήσει στη Νέα Υόρκη»), φλερτ, περιπλανήσεις. Από ένα σημείο κι ύστερα, η θρυλική της πένα την οδήγησε να αναχθεί σε δημοφιλή ομιλήτρια. Η γυναίκα, έτσι, κερδίζει τα προς το ζην της. Και δεν είναι καν πολιτικός για να έχει την απήχηση που έχει! Ο κόσμος την απολαμβάνει, γελά μαζί της, περνάει καλά.
Έχει κάτι αντι-αμερικάνικο που μπορεί, όμως, να γίνει σαφές μόνο σε έναν Αμερικανό. Διότι, αρκετοί Ευρωπαίοι συγγραφείς και διανοούμενοι έχουν το στιλάκι και τις απόψεις της. Παλτό, κατεβασμένα μούτρα, βαριά κουλτούρα και φλεγματικό χιούμορ… σιγά το πρωτότυπο! Τι είναι αυτό που διακρίνει αυτήν την γυναίκα; Δεν έχω διαβάσει βιβλία της, ειλικρινά την έμαθα χάρη στο Netflix και δεν ντρέπομαι.
«Το να διακρίνω είναι το επάγγελμά μου και το να κρίνω επίσης είναι το επάγγελμά μου», λέει η σαρκαστική Lebowitz στη Σκορσέζε στο δεύτερο επεισόδιο και, καθ ‘όλη τη διάρκεια της σειράς, επιδεικνύει ανερυθρίαστα τον σνομπισμό της και τον εκλεκτικισμό της.
Οι περισσότερες από τις συνομιλίες του Lebowitz με τη Σκορσέζε ηχογραφήθηκαν στα τέλη του 2019 και παρουσιάζονται μαζί με αποσπάσματα δημόσιων εκδηλώσεων στα οποία η ομιλήτρια μιλά επί σκηνής συνεντευξιαζόμενη από πολλούς άξιους: βλ. Spike Lee, Alec Baldwin, Olivia Wilde και άλλους. Ενδιαφέρον για μένα, έχει και το υλικό με την 70ρα κουλτουριάρα μάγισσα να περπατά στους δρόμους της πόλης λίγους μήνες πρν το ξέσπασμα της πανδημίας. Το πρόσωπό της συνοφρυωμένο, η ίδια μοιάζει συνεχώς και απροσδιορίστως ενοχλημένη με τους γύρω της. Ξέρει καλά όμως πως χωρίς αυτούς, οι απόψεις της «εναντίον τους» δεν θα είχαν καμία υπόσταση.
Δείτε το γιατί…
Είναι μια όαση κινηματογραφικής υψηλής γαστρονομίας μέσα στα πολλά και διάφορα-όχι πάντοτε ανεπιθύμητα-junk της πλατφόρμας. Για να βάλετε επιτέλους στην to-do λίστα σας το ταξίδι στη Νέα Υόρκη με το που ανοίξουν τα πάντα. Εννοείται πως θα περπατήσετε ενεοί στην Times Square και αφήστε την Λίμποβιτς να χτυπιέται κάτω.
Επίσης, δείτε το «Pretend It’ s a City» για να σκεφτείτε έξω από τον συνήθη τρόπο σκέψης σας, για να απολαύσετε το μεγαλείο της «σκορτσέζικης» οπτικής, για να γνωρίσετε μία από τις τελευταίες διανοούμενες παλιάς κοπής της εποχής μας, την πριγκίπισσα, και ταυτυχρόνως υππότη, Fran Lebowitz που δεν είναι πολιτικά ορθή, δεν ενσαρκώνει το ιδεώδες της ευεξίας και της θετικής ενέργειας, δεν έχει τίποτα πάνω της που να είναι στην μόδα, κι όμως μοιάζει τόσο, μα τόσο μπροστά όταν μιλά και εκφράζεται.
Δεν χρειάζεται να την κάνετε φίλη σας. Εμένα, ας πούμε, μου έγινε τόσο ανυποχώρητα αντιπαθής που ανυπομονώ να ξαναπάω Νέα Υόρκη, να την βρω και να την αγκαλιάσω. Σφιχτά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις