ROBERT SKIDELSKY (*)

Project Syndicate

Από μία άποψη, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μια ακούσια συνέπεια του απίστευτα έξυπνου πολιτικού τεχνάσματος εκ μέρους του πρώην πρωθυπουργού, Ντέιβιντ Κάμερον. Το 2015, με στόχο να περιορίσει την επιρροή του ηγέτη του UKIP, Νάιτζελ Φάρατζ και να διασφαλίσει μια πλειοψηφία των Συντηρητικών στις επικείμενες εκλογές, ο Κάμερον υποσχέθηκε ένα δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην ΕΕ. Ήλπιζε και να κερδίσει τις εκλογές και να κρατήσει τη χώρα στην ΕΕ. Πέτυχε τον πρώτο στόχο του, για να παραιτηθεί όμως αμέσως μετά την επικράτηση του στρατοπέδου της αποχώρησης στο δημοψήφισμα του 2016.

Το Brexit, από αυτή την άποψη, ήταν απλώς ένα ιστορικό λάθος, αποτέλεσμα των λανθασμένων τακτικών υπολογισμών ενός πολιτικού. Αυτή, όμως, είναι η επιδερμική ερμηνεία μιας περίπλοκης υπόθεσης. Όταν ο Γερμανός φιλόσοφος Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ έγραφε πως «η κουκουβάγια της Μινέρβα (θεωρείται η θεά Αθηνά της ρωμαϊκής μυθολογίας) ανοίγει τα φτερά της μόνο όταν φτάνει το σούρουπο», εννοούσε ότι η κατεύθυνση που παίρνει η ιστορία καθίσταται σαφής μόνο μετά το κάθε γεγονός. Ήταν ένας γλαφυρός τρόπος να διατυπώσει κανείς τον νόμο των ακούσιων συνεπειών. Διότι μπορεί οι συνέπειες των πολιτικών ελιγμών του Κάμερον να ήταν ακούσιες, όμως τα πολιτικά του πάθη έκαναν τη δουλειά του Παγκόσμιου Πνεύματος (Weltgeist) του Χέγκελ – της αόρατης δύναμης που κινεί την ιστορία.

Η μάχη του δημοψηφίσματος

Αυτό το επιχείρημα οδηγεί στο συμπέρασμα πως το Brexit ήταν, υπό μία έννοια, προκαθορισμένο. Σίγουρα, όμως, κανείς από όσους ενεπλάκησαν στην αντιπαράθεση εκείνη την περίοδο δεν πίστευε κάτι τέτοιο. Τόσο οι υπέρμαχοι της αποχώρησης όσο και εκείνοι της παραμονής πίστευαν πως το αποτέλεσμα ήταν ανοιχτό και αγωνίστηκαν σκληρά για να διασφαλίσουν πως θα ήταν αυτό που επιθυμούσαν.

Από την άλλη πλευρά, υπήρχε και μια αύρα αναπόφευκτου στην υπόθεση του διαζυγίου του Ηνωμένου Βασιλείου – όχι από την Ευρώπη, αλλά από την ΕΕ ως θεσμικής της έκφρασης. Με μια δόση φαντασίας, μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι υπέρμαχοι της αποχώρησης διαισθάνθηκαν ενστικτωδώς ότι έφτανε το δειλινό, ενώ εκείνοι που ήθελαν την παραμονή όχι.

Σε τελική ανάλυση, το Ηνωμένο Βασίλειο εντάχθηκε στην ΕΕ αργοπορημένα και το παρελθόν του βάραινε προς την αντίθετη κατεύθυνση όσον αφορά στο μέλλον της Ένωσης. Οι δε ηγέτες της ΕΕ είδα στην κρίση που ξέσπασε στην ευρωζώνη το 2012-’14, εξαιτίας της έλλειψης ενός πολιτικού εταίρου για το ενιαίο νόμισμα, ως το αναγκαίο κίνητρο ή καύσιμο για την περαιτέρω ενίσχυση του οικοδομήματος. Έκτοτε, η ΕΕ έχει κάνει διστακτικά βήματα προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής ένωσης, της τραπεζικής ένωσης και της μετατροπής της ΕΚΤ σε ύστατο καταφύγιο δανεισμού – και ταυτόχρονα, αν και κυρίως στα χαρτιά, προς την ενίσχυση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της Κομισιόν, της Ευρωβουλής και της ΕΚΤ. Η δε οικονομική κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία της Covid-19 οδήγησε σε ένα φιλόδοξο σχέδιο διάσωσης. Με τον τρόπο αυτό, οι υπέρμαχοι της αποχώρησης είχαν δίκιο να βλέπουν μια φεντεραλιστική λογική που είχε ενσωματωθεί στην οικονομική διάρθρωση της ΕΕ.

Η πρόταση Σόιμπλε και ο νέος «μεσαιωνισμός»

Είναι, όμως, πράγματι ο φεντεραλισμός το πεπρωμένο της ΕΕ; Πολλοί φεντεραλιστές επιμένουν πως εάν οι «27» της ΕΕ δεν προχωρήσουν προς την πολιτική ένωση, η Ευρώπη θα οπισθοδρομήσει προς ένα συνονθύλευμα εθνών-κρατών. Όμως, μια τέτοια δυαδική επιλογή είναι μετά βεβαιότητας λανθασμένη. Υπάρχουν πολλές πιθανές εκδοχές της Ευρώπης. Μια εναλλακτική είναι αυτή την οποία ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας είχε περιγράψει ως «μεταβλητή γεωμετρία». Ένας πυρήνας κρατών-μελών, με επικεφαλής τη Γερμανία, θα προχωρούσε προς την κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης, σε βαθμό που να καθιστά λειτουργικό το σύστημα του κοινού νομίσματος, ενώ την ίδια στιγμή, μια ομάδα μεσογειακών χωρών θα επέλεγε πιο ευέλικτες ρυθμίσεις, όπως μεταβλητές ισοτιμίες για το ευρώ.

Ένας τέτοιος δρόμος είναι βιώσιμος και λογικός. Δεν ακολουθήθηκε, όμως παραμένει μια πιθανότητα.

Μια πιο ελκυστική εκδοχή είναι αυτή του εκσυγχρονισμένου μεσαιωνισμού. Ο πολιτικός επιστήμονας του πανεπιστημίου του Κεντ, Άντριαν Παμπστ, περιγράφει με αποδείξεις το σημερινό σύστημα της Ευρώπης ως ένα που αποτελείται από «υβριδικούς θεσμούς, αλληλοκαλυπτόμενες δικαιοδοσίες, πολλαπλές ιδιότητες μελών, πολυκεντρικές εξουσίες και πολυεπίπεδη διακυβέρνηση». Αυτή η Ευρώπη δεν βασίζεται σε νομικά κατοχυρωμένα συμβόλαια, αλλά στην πραγματικότητα των κοινωνικών σχέσεων.

Η νομιμοφροσύνη προέρχεται δε από την εγγύτητα και όχι από τα διαβατήρια, ενώ η «αμοιβαιοποίηση» αποτελεί το κίνητρο και τη μέθοδο για την ανάληψη κοινών καθηκόντων. Αυτή η Ευρώπη λαμβάνει σοβαρά υπόψη της ιδέες όπως η επικουρικότητα και η τραγωδία των κοινών. Το όραμά της είναι αυτό μιας κοινωνίας των πολιτών ικανής να επωμίζεται όλα τα αναγκαία καθήκοντα της οικονομικής διαχείρισης, χωρίς τους κεντρικούς ελέγχους που οι φεντεραλιστές χαρακτηρίζουν ως ζωτικής σημασίας.

Αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιδέα μιας αποκεντρωμένης Ευρώπης μας προσέφερε μια ελκυστική μέση οδό ανάμεσα στους καταστροφικούς πόλους μιας χιτλερικής αυτοκρατορίας και των εμπόλεμων εθνών-κρατών. Είχε μια ιδιαίτερη και προφανή επίδραση στην ίδια τη Γερμανία, όπου η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία είχε εγκαθιδρυθεί στη βάση ενός χαλαρού φεντεραλισμού. Ο Τζον Μέιναρντ Κέις, επίσης, ελκυόταν από την ιδέα της διασύνδεσης «μικρών πολιτικών και πολιτιστικών μονάδων σε ευρύτερες και περισσότερο ή λιγότερο στενά ενωμένες οικονομικές οντότητες».

Εάν η Ευρώπη αναδυόταν μέσα από τις παραπάνω γραμμές, το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να έχει αποξενωθεί λιγότερο από την ΕΕ, επειδή η ίδια η Ένωση θα αποτελούσε μια διαφορετική ύπαρξη.

(*) Το μέλος της Βουλής των Λόρδων, επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο Warwick και συγγραφέας της τρίτομης βιογραφίας του Τζον Μέιναρντ Κέινς, ξεκίνησε την πολιτική του διαδρομή από το Εργατικό Κόμμα, ενώ στη συνέχεια έγινε εκπρόσωπος των Συντηρητικών στη Βουλή των Λόρδων και τελικά εκδιώχθηκε από τις τάξεις τους εξαιτίας της αντίθεσής του στην επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, το 1999.