Ο φασισμός της διπλανής πόρτας
Η νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας θα σε οδηγήσει κατόπιν στη νομιμοποίηση της βίας (εναντίον όσων αντιστέκονται ή και απλώς δεν συμμερίζονται τον «κοινό τόπο» των υπολοίπων) με διπλό όφελος: εσύ θα μπορείς άνετα να είσαι φασίστας και να κατηγορείς για φασίστες τους άλλους
Με το πέρασμα του χρόνου ο όρος «Φασισμός» έτυχε τόσο διασταλτικής ερμηνείας ούτως ώστε να καταλήξει να σημαίνει περίπου τα πάντα και – εξ αντανακλάσεως – περίπου τίποτε. Σε παλαιότερες εποχές (ιδίως αμέσως πριν και κατά τη διάρκεια της μακαρθικής περιόδου, στην πιο παρανοϊκή φάση του Ψυχρού Πολέμου, μιας (και) ιδεολογικής σύγκρουσης που μόνο για έλλειμμα σε παράνοια δεν μπορούσε να παραπονεθεί) αντίστοιχης διασταλτικής ερμηνείας είχε τύχει και ο όρος «Κομμουνισμός». Εάν ξετρυπώσετε στο YouTube ή σε κάποια άλλη πλατφόρμα διάφορα κινηματογραφικά μαργαριτάρια εκείνων των ημερών – όπως ο «Ερυθρός κίνδυνος» (1949), «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» (1949), «Ημουν κομμουνιστής για το FBI» (1951) – θα διαπιστώσετε ότι το να ενστερνίζεσαι – έστω και παθητικά, δίχως συνακόλουθη δράση – την κομμουνιστική ιδεολογία σήμαινε τότε στην καλύτερη περίπτωση πως ήσουν κακός άνθρωπος, στην αμέσως χειρότερη πως ήσουν προδότης της πατρίδας σου και στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι πως ήσουν εξωγήινος (κυριολεκτικά: ορισμένες από τις b-movies επιστημονικής φαντασίας κατά τη δεκαετία του 1950 «διαβάζονται» σήμερα ως ελάχιστα συγκαλυμμένες παραβολές για την επικείμενη εισβολή των κομμουνιστών στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική ειδοποιός διαφορά που θα παραχωρεί εσαεί προβάδισμα στη διασταλτική ερμηνεία του «Φασισμού» έναντι της ανάλογης του «Κομμουνισμού». Δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου η περίπτωση κανενός κομμουνιστή που να κολλάει στους πολιτικούς του αντιπάλους τη ρετσινιά του… κομμουνιστή. Ακόμη και στο ζενίθ του Μεγάλου Τρόμου, κατά τις στημένες Δίκες της Μόσχας τη δεκαετία του 1930 – εκεί και αν μιλάμε για Θέατρο του Παραλόγου – η κατηγορία πως είσαι τροτσκιστής αρκούσε για να σε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα (αφού είχαν προηγηθεί φρικτά βασανιστήρια κι εκβιασμοί για την ασφάλεια της οικογένειάς σου προκειμένου να αποδεχτείς και να ομολογήσεις σχεδόν… χαρωπά την ιδεολογική σου αναπηρία), αλλά επ’ ουδενί δεν σήμαινε ότι είσαι κομμουνιστής, ούτε καν παραπλανημένος: σαμποτέρ του εχθρού, ναι, τσιράκι των φασιστών, ναι, κομμουνιστής, όχι…
Ο πρόσφατος βομβαρδισμός με επανεκδόσεις της αριστουργηματικής «Φάρμας των ζώων» του Τζορτζ Οργουελ (συμπληρώθηκαν εφέτος τον Ιανουάριο 70 χρόνια από τον θάνατό του και απελευθερώθηκαν τα πνευματικά δικαιώματα για τα βιβλία του, εάν αναρωτιέστε πώς και τον θυμήθηκαν όλοι συντονισμένα) μας δίνει την ευκαιρία να δούμε αποτυπωμένο με αδρότητα πώς ο «Ναπολέων» (Στάλιν) εξουδετερώνει τον «Σνόουμπολ» (Τρότσκι) εξαλείφοντας συστηματικά, παράλληλα και ταυτόχρονα από τη δημόσια μνήμη το γεγονός ότι ο τροτσκισμός ήταν κάποτε μια κομμουνιστική παραφυάδα. Αντιθέτως, σήμερα βρισκόμαστε μάρτυρες μπροστά στο παγκόσμιο παράδοξο: αναρίθμητοι φασίστες κατηγορούν και λοιδορούν ως… φασίστες τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Αποκτά ενδιαφέρον να σκαλίσουμε λιγουλάκι πώς φθάσαμε σε αυτό το σουρεαλιστικό σημείο προτού σαλτάρουμε τελείως και πάμε για τρέλες στις Σεϊχέλες.
Ο προφανής λόγος είναι απλός: εάν αποφλοιώσεις κάτι από οποιοδήποτε νόημα, δύνασαι εν συνεχεία να του αποδώσεις και οποιοδήποτε νόημα. Μοναδικές «σταθερές» που εξακολουθείς να προσδίδεις στον φασισμό και που, με τη σειρά τους, σε διευκολύνουν να αποκαλείς «φασίστες» τους πιο ανόμοιους μεταξύ τους ανθρώπους, είναι δύο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά που ακολουθούν τον φασισμό από τα γεννοφάσκια του έως σήμερα: η νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας και η νομιμοποίηση της βίας. Πώς μπορείς, λόγου χάριν, να νομιμοποιήσεις μια αυθαίρετη άποψη; Διαδίδοντάς την σε όσο δυνατόν ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, καθιστώντας την «κοινό τόπο» – του τύπου «καλά, όλοι το ξέρουμε αυτό» – ανεξαρτήτως εάν περιστασιακά υποστηρίζεται, περιστασιακά διαψεύδεται ή και ολοκληρωτικά βρίσκεται απέναντι από την αλήθεια. Εάν η άποψή σου δεν συνάδει με την αλήθεια, τόσο το χειρότερο για την αλήθεια· στοιχειώδης παραδοχή, εάν θέλεις να προκόψεις στα φασιστικά.
Η νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας θα σε οδηγήσει κατόπιν στη νομιμοποίηση της βίας (εναντίον όσων αντιστέκονται ή και απλώς δεν συμμερίζονται τον «κοινό τόπο» των υπολοίπων) με διπλό όφελος: εσύ θα μπορείς άνετα να είσαι φασίστας και να κατηγορείς για φασίστες τους άλλους. Να αυθαιρετείς απεριόριστα και να κατηγορείς ως αυθαίρετους τους άλλους. Να ασκείς βία και να κατηγορείς ως βίαιους τους άλλους. Μην το ψάχνετε: οργουελική πατέντα απ’ αρχής μέχρι τέλους.
Γύρω από το πρόσφατο περιστατικό με τον ξυλοδαρμό του σταθμάρχη από τους δύο ανηλίκους χύθηκε πολύ μελάνι και δεν θέλω να προσθέσω και το δικό μου, τουλάχιστον όσον αφορά τις αυτονόητες διαπιστώσεις, όπως ότι νομιμοποιείσαι πλέον να τσακίζεις τα πλευρά κάποιου εφόσον διαθέτεις Proficiency. Ο Μάνος Βουλαρίνος έκανε μια έξοχη επισήμανση στο Facebook: «Φανταστείτε την υπόθεση του ξυλοδαρμού του υπαλλήλου του μετρό χωρίς κάμερες». Είναι αλήθεια πως, δίχως την καταγραφή από τα κινητά των επιβατών και τις κάμερες του σταθμού, δεν θα ήταν λίγοι εκείνοι που θα υιοθετούσαν την άποψη ότι ο αδίστακτος σταθμάρχης έριξε τα καημένα τα παιδιά στις γραμμές του τρένου και ο επερχόμενος συρμός φρενάρισε χιλιοστά πριν τα πολτοποιήσει, αλλά ο αληθινός εφιάλτης ελλοχεύει εάν παραλλάξουμε ελαφρά την προτροπή του Βουλαρίνου: «Φανταστείτε την υπόθεση του ξυλοδαρμού του υπαλλήλου του μετρό παρόλο που υπήρχαν κάμερες». Στο κάτω κάτω, τι μας έδειξαν και αυτές οι φοβερές και τρομερές κάμερες; Δυο σκιές, δυο άτομα με σωματότυπο εφηβικής ηλικίας που χτυπούσαν ανηλεώς κάποιον μεγαλύτερό τους ανυπεράσπιστο, πεσμένο στο έδαφος. Οι κάμερες δεν μας αποκάλυψαν τίποτε για την εθνική ταυτότητα των δραστών. Δεν ήταν ανάγκη, ρε φίλε. Σε τα μας; Σιγά. Τη γνωρίζαμε ήδη.
Ανάμεσα στο βίαιο επεισόδιο και στην ανακοίνωση της αστυνομίας για την εθνικότητα των δραστών μεσολάβησαν σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα, κατά τη διάρκεια των οποίων κανένας -εκτός ίσως από τις ίδιες τις διωκτικές αρχές – δεν γνώριζε τίποτε. Δυο εικοσιτετράωρα δεν είναι πολλά. Δεν είναι και λίγα, όταν βλέπεις με τα «μάτια της ψυχής» σου· όταν οι αποδείξεις σε ενοχλούν όσο και οι μύγες το κατακαλόκαιρο. Οι γνωστές και μη εξαιρετέες φυλλάδες της Ακροδεξιάς, όπως και οι ομόφρονες ιστότοποι στα βαλτόνερα του Διαδικτύου, έσπευσαν να μιλήσουν για «λαθροσκουλήκια». Ενας πολιτευτής του ίδιου χώρου, διαβόητος από το παρελθόν για τις «ανθρωπιστικές» του παρεμβάσεις, προσδιόρισε με ακρίβεια και τη χώρα προέλευσης: Αλγερία. Ας όψεται η αστυνομία που βιάστηκε να τον διαψεύσει, ένα εικοσιτετράωρο ακόμη αν καθυστερούσε, ο πολιτευτής θα προσδιόριζε και από ποιο χωριό κράταγε η σκούφια των δραστών, καθώς και ποιον είχαν μπατζανάκη. Μήπως τουλάχιστον ζήτησε συγγνώμη κατόπιν; Ελάτε τώρα. Δεν σας θέλω αφηρημένους. Ενα από τα προνόμια του σημερινού φασισμού, του απενοχοποιημένου, του σωστού, του πρόστυχου, του Φασισμού της Διπλανής Πόρτας, είναι και ότι δεν σε αναγκάζει ποτέ να ζητήσεις συγγνώμη. Αλλωστε, ως γνωστόν, φασίστες είναι οι… άλλοι.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις