Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννιέται σαν σήμερα και σημαδεύει οριστικά το λαϊκό τραγούδι
Ο πιο ρομαντικός μάγκας, ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, ο ανυποχώρητος λάτρης της απλότητας και της ουσίας γεννήθηκε και δεν πέθανε ποτέ
- Η Alex Consani είναι ένα από τα πρώτα τρανς μοντέλα που περπάτησαν για τη Victoria’s Secret – «Είναι τρελό»
- Κι όμως, η καρδιά του χρυσού χτυπάει σε ένα πρώην ψαροχώρι!
- Ένα αντίο στον σπουδαίο δημοσιογράφο Νίκο Ψιλάκη
- Δεν ανήκει στο ΠΑΜΕ η διαδηλώτρια που φίλησε τον Άδωνι Γεωργιάδη στο Καρπενήσι - «Ασυνάρτητη ανάρτηση»
Φλεγόμενος, αντισυμβατικός, πηγαία λαϊκός με τραγούδια που, κάθε ένα τους, υπογράφει το μοναδικό του, αμίμητο ύφος στην μουσική και στην στάση του για την ζωή. Δεν ήξερε να διαβάζει μουσική από πεντάγραμμο, αλλά με τα τραγούδια του όλοι κοινωνούσαν κέφι αυθεντικό.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στην Ακαδημία Πλάτωνος, στις 25 Γενάρη 1925, και ήταν γιος της Μαρίκας και του Μιχάλη. Η μητέρα του έλεγε πως ακόμη και το κλάμα του, όταν ήταν μωρό, υπήρξε μελωδικότατο. Όταν έγινε 15 χρονών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Αιγάλεω – για τον ίδιο, Αιγάλεω Σίτι. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από κακουχίες, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να αγαπήσει το μπουζούκι και να αφοσιωθεί σε αυτό, πράξη και στάση θεωρούμενη επικίνδυνη από την εποχή, αλλά και τον κουρέα -και λάτρη της μουσικής- πατέρα του. Από τα έξι του χρόνια, είχε λάβει σχολική διάκριση για το παίξιμό του. H συνέχεια δεν ήταν εύκολη, αλλά ούτε αμελητέα.
Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του. Ακριβώς το ίδιο συνέβαινε και με τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο οποίος επνεόταν μελωδίες και ρυθμούς από το τραγούδι των πουλιών και των τριζονιών, όπως μου είχε επιβεβαιώσει και προσωπικά ο γιος του, Στέλιος.
Το 1932, σε ηλικία μόλις 7 ετών, ο Γιώργος Ζαμπέτας κερδίζει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της πρώτης δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό. Πήγαινε στο κουρείο του πατέρα του, όπου κρεμόταν ένα μπουζούκι και άρχισε να μαγεύεται για τα καλά. Ηγνωριμία του στα 1938 με το μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία.
Όταν κάποια στιγμή η γυναίκα του επέμεινε πολύ να μετακομίσουν σε μια πολυκατοικία-που ήταν η τελευταία λέξη τηςμόδας τότε- ο Γιώργος Ζαμπέτας κατάφερε να μείνει στο διαμέρισμα μόνο ένα βράδυ και γύρισε πίσω στο σπιτάκι του. Ο κλασικός στίχος ενός από τα πιο γνωστά του τραγούδια έχει γραφτεί εξ αυτής ακριβώς της αφορμής/ «Δεν θέλω πολυτέλειες και πολυκατοικίες» έγραψε ο πιο στενός του συνεργάτης, ο στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή «Τσάντας» (που κουβαλούσε τα στιχάκια του σε μια μεγάλη τσάντα) στην διάρκεια μιας περιοδείας του Ζαμπέτα.
Ο Τσάντας νοστάλγησε τον φίλο του και σκάρωσε αυτό το άσμα που μέχρι σήμερα σηκώνει χειροκρότημα δυνατό όταν παίζεται live:
Η δεκαετία του ’50 και η χρυσή συνέχεια
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα…»), Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω»), Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»), Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου») κ.α. Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο, ωστόσο ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ, που τον καθιέρωσε ως sui generis showman.
Την επόμενη δεκαετία, τα τραγούδια του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία καθώς πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό, σε Ευρώπη και Αμερική, ενώ παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό Ελληνικού Κινηματογράφου.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν τα ήθη αρχίζουν να αλλάζουν, ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σώου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε» κ.λ.π. να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.
Ο Ζαμπέτας κατάφερε να ανθίσει χάρη στον κομβικό, στα όρια του… μανατζερικού ρόλου, της πιστής και αφοσιωμένης γυναίκας του, της Ρούλας. Ενώ πάντα ήταν μαζί της και την αγαπούσε, όπως επίσης και τα παιδιά τους, ο βάρδος του λαϊκού τραγουδιού υπήρξε δηλωμένος λάτρης του ωραίου φύλου.
«Θες το παίξιμό μου, θες η μαγκιά μου, μου την πέφτουνε», έλεγε περιπαικτικά. Θρυλικά και πολυδιαβασμένα πια είναι τα σχόλια του Γιώργου Ζαμπέτα για την εμπειρία του στις Κάννες, όπου, με την αφορμή της βράβευσης για την ταινία Ποτέ την Κυριακή, συνάντησε «όλες τις Μπαρντό, τις Μονρόε και τις Βουγιουκλάκες της εποχής», από τις οποίες καθόλου απαρατήρητος δεν πέρασε. «Τις φούχτωσα όλες. Και όχι μόνο τις φούχτωσα, μου κολλάγανε κιόλας».
Καμία γυναίκα, όμως, δεν έβαλε ποτέ πάνω από το μπουζούκι του: «Ο άνθρωπος χωρίς έρωτα είναι σαν ένα λουλούδι που δεν μυρίζει. Ο έρωτας δεν είναι μόνο να ψήσουμε μία γκόμενα ή μια γκόμενα να μας ψήσει. Ερωτεύεσαι κι αυτό που κάνεις. Με τη δουλειά μου εγώ την έχω ψωνίσει. Εγώ εκεί είμαι ναρκομανής. Κι ο έρωτάς μου για το μπουζούκι κάθε μέρα μεγαλώνει. Τι θα διάλεγες, Ζαμπέτα, στη ζωή σου; Την καλύτερη γκόμενα; Την καλύτερη γυναίκα; Ή ένα μπουζούκι; Γιατί η γυναίκα κάποτε θα σ’ αφήσει. Ενώ αυτό δεν θα σ’ αφήσει ποτέ».
Ο Γιώργος Ζαμπέτας σεβόταν κι εκτιμούσε όλους τους συνεργάτες του, αν και ήταν αυστηρός με όσους αργοπορούσαν ή δεν έδειχναν σοβαρότητα απέναντι στη δουλειά. Ο ίδιος ήταν «σκυλί». Ό,τι ώρα και να κοιμόταν, ξυπνούσε στις εννιά, για να απολαύσει τον καφέ του, να συγκεντρωθεί και να ξεκινήσει τη γεμάτη υποχρεώσεις μέρα του, η οποία τελείωνε αργά τη νύχτα.
Πολλοί και σημαντικοί έχουν επιβεβαιώσει το κύρος, την αξία και την καλοσύνη του Γιώργου Ζαμπέτα. Ο μουσικός παραγωγός και μάνατζερ Γιώργος Ψωμόπουλος μου είχε πει κάποτε κάτι πολύ σημαντικό, που δεν ξεχνώ:
«Ο Ζαμπέτας γραφε εισαγωγές σε τραγούδια που δεν φαντάζεσαι, τον εμπιστεύονταν πολύ οι μεγάλοι συνθέτες και ο ίδιος υπήρξε πολύ φίλος με τον Χατζιδάκι. Ο Θεοδωράκης δεν έβαζε το όνομά του στους δίσκους ως σολίστ και αυτό ο μπάρμπα-Γιώργος το είχε παράπονο. Πάντως, ο Ζαμπέτας -και ας μην αποκαλούσε τον εαυτό του συνθέτη ή καλλιτέχνη- άνοιξε μια δικιά του σχολή, έναν καθαρό, δικό του δρόμο, τον οποίο διάβηκαν πολλοί καλλιτέχνες αργότερα. Σαν να ίδρυσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο παίξιμο, στο στιλ, την έκφραση πάνω στο πάλκο. Κατά την άποψή μου, ελέω Ζαμπέτα, τραγούδησε ο Σαββόπουλος και αρκετοί άλλοι».
Η παρακμή και το τέλος
Τα χρόνια του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού, με τον Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος. Δυστυχώς, ο ίδιος δεν βρίσκεται μόνο στη δύση της καριέρας, αλλά και της ζωής του. Στις αρχές του 1992, μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Αφήσε την τελευταία του πνοή από καρκίνο, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν 67 ετών.
Κάθε τραγούδι του Ζαμπέτα, πάντως, κρύβει θησαυρούς αληθινών ιστοριών: Ο Πενηντάρης, λίγο προτού κλείσει ο Ζαμπέτας μισό αιώνα ζωής, το Ήρθα και Απόψε στα Σκαλοπάτια σου, για τους επικούς καβγάδες και τις συγκινητικές επανασυνδέσεις με τη γυναίκα του, το Αν μας Σπάσουν το Μπουζούκι, το δώρο της Παπαγιαννοπούλου στον Ζαμπέτα για τη σχέση αστυνομίας-μπουζουκιού, το Σταλιά, Σταλιά που απέρριψε η Βουγιουκλάκη και έξυπνα ζήτησε η Μαρινέλλα και απογειώθηκε, το οποίο ο Ζαμπέτας είχε εμπνευστεί από τον μονότονο θόρυβο μιας μηχανικής βλάβης σε ένα ταξί στο Λονδίνο και τόσα άλλα ακόμη.
Ο Γιώργος Σαγιάς θυμάται ότι το «Χίλια Περιστέρια», σε στίχους της βιογράφου του και δημοσιογράφου Ιωάννας Κλειάσιου, το συνέθεσε ο Ζαμπέτας σε μόλις λίγα λεπτά της ώρας, μια μέρα των αρχών του ’90. Ο ίδιος λέει ότι «ξεκίνησε να γρατζουνάει το μπουζούκι κάπως μουντά και ύστερα το απογείωσε. Συγκλονιστική στιγμή ατόφιας έμπνευσης και δημιουργίας» και προσθέτει ότι «ο Ζαμπέτας ανήκει στην κατηγορία μουσικών που έπαιζαν ό,τι ήθελαν, όχι ό,τι μπορούσαν και ήταν σαν να έφερνε το μπουζούκι μες στην ψυχή του, όχι απλώς να το κρατούσε στα χέρια του».
Θα τον θυμόμαστε, θα τον τραγουδάμε, θα τον χορεύουμε για πάντα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις