Λέγε τον Τζο
Η ιστορία μας είναι ένας συνεχής αγώνας ανάμεσα στο αμερικανικό ιδανικό ότι όλοι γεννιόμαστε ίσοι και στη σκληρή, αποκρουστική πραγματικότητα ότι ο ρατσισμός, ο νατιβισμός, ο φόβος και η δαιμονοποίηση μας έχουν χωρίσει.
Ο πολιτικός στον οποίο αναφέρθηκε ο Τζο Μπάιντεν κατά την ομιλία στην τελετή ορκωμοσίας γινόταν ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ πριν από 160 χρόνια. «Ο Αβραάμ Λίνκολν υπέγραψε το Διάταγμα της Χειραφέτησης (σ.σ.: για την κατάργηση της δουλείας). Οταν ξεκίνησε να γράφει, είπε επί λέξει: «Εάν το όνομά μου μείνει στην Ιστορία, θα είναι για αυτό το Διάταγμα. Ολη μου η ψυχή βρίσκεται μέσα του»». Ηταν η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου που θα μεταμόρφωνε τις ΗΠΑ σε μια «Πολιτεία του Πάθους» (Republic of Suffering), κατά το ομότιτλο εξαιρετικό βιβλίο της Ντριου Γκίλπιν Φάουστ.
Ο στόχος του Λίνκολν ξεπερνούσε τη διαχείριση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και την επικράτηση σε βάρος του Νότου. Με όρους σχεδόν χοϊκούς, έπρεπε να πλάσει δημοκρατία μέσα από το χάος. Και να πείσει ότι η δημοκρατία δεν είναι χάος που συντηρούν τα κανόνια. Κάτι που θύμισε στη σύντομη, ιστορική ομιλία του Γκέτισμπεργκ τιμώντας τους πεσόντες της φονικής μάχης (1-3 Ιουλίου 1863): «Να διακηρύξουμε ξεκάθαρα ότι οι νεκροί αυτοί δεν έπεσαν επί ματαίω, ότι σε αυτό το έθνος, υπό τη σκέπη του Θεού, θα αναγεννηθεί η ελευθερία, και ότι αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης του λαού, από τον λαό, για τον λαό, δεν θα εκλείψει από τη Γη».
Η δραματοποίηση δεν έλειπε ούτε από την ομιλία του Δημοκρατικού Μπάιντεν, ο οποίος αντλούσε αναφορές από τον Ρεπουμπλικανό Λίνκολν. Η συνθήκη στην οποία αναλαμβάνει προεδρικά καθήκοντα καταργεί, έτσι κι αλλιώς, τις διαφορές. Οφείλει να καταργήσει και τη φαντασίωση του νέου Εμφυλίου, που ο τραμπισμός πουλάει ασμένως σαν γιατρικό σε αναξιοπαθούντες. «Πρέπει να σταματήσουμε αυτόν τον βάρβαρο πόλεμο (uncivil war)» – ένα λογοπαίγνιο για το ιστορικό τραύμα. «Αυτόν τον πόλεμο που βάζει τους κόκκινους απέναντι στους μπλε, την αγροτική Αμερική απέναντι στις πόλεις, τους συντηρητικούς απέναντι στους φιλελευθέρους».
Η έκκληση για ενότητα, από τα βασικά χαρακτηριστικά της ομιλίας του, έμοιαζε να αντηχεί από το ιστορικό βάθος των 160 χρόνων. «Γνωρίζω ότι οι δυνάμεις που μας χωρίζουν είναι ισχυρές και πραγματικές, αλλά ξέρω επίσης ότι δεν είναι καινούργιες. Η ιστορία μας είναι ένας συνεχής αγώνας ανάμεσα στο αμερικανικό ιδανικό ότι όλοι γεννιόμαστε ίσοι και στη σκληρή, αποκρουστική πραγματικότητα ότι ο ρατσισμός, ο νατιβισμός, ο φόβος και η δαιμονοποίηση μας έχουν χωρίσει. Η μάχη είναι διαρκής και η νίκη ποτέ εξασφαλισμένη».
Δέκα χρόνια πριν από την εκλογή του Λίνκολν, ακουγόταν μία άλλη φωνή που έμελλε να αποδειχθεί το ίδιο ισχυρή στην αμερικανική συλλογική μνήμη. Για αρκετούς μάλιστα ερμηνευτές «προέβλεπε» την εμφύλια σύρραξη. Ολους τους Αχαάβ που κυνηγούσαν τον δικό τους στρατηγό Λι. Η φωνή εκείνη ακολουθούσε έναν καπετάνιο με εμφανές σύμπλεγμα μεγαλομανίας και αυτοκαταστροφής.
Τον άκουγε να παρασέρνει τα πλήθη σε ένα ανελέητο κυνήγι μιας λευκής φάλαινας. Και αναρωτιόταν: «Μήπως τούτη η ασπρίλα, με την αοριστία της, υποδηλώνει το άψυχο κενό και την απεραντοσύνη του σύμπαντος και με τον τρόπο αυτόν μάς μαχαιρώνει από πίσω, μπήγοντας μέσα μας την ιδέα της μηδαμινότητας;» («Μόμπι Ντικ», Gutenberg, μτφ. Α.Κ. Χριστοδούλου, 1991). Ηθελε να τον λέμε Ισμαήλ από την πρώτη σύσταση. Αλλά το όνομα μπορεί και να μην ίσχυε. Η υπόνοια έδειχνε ένα πλάσμα που εφευρίσκει διαρκώς τον εαυτό του, μεταμφιέζεται και ενσαρκώνει το δράμα της χώρας του. Λέγε τον Αβραάμ. Ή Τζο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις