Ο πρόσφατος θάνατος του σεναριογράφου-συγγραφέα Γουόλτερ Μπερνστάιν σε ηλικία 101 ετών κατά μια έννοια σηματοδοτεί και το κλείσιμο μιας ολόκληρης εποχής. Ο Μπερνστάιν ήταν ένα από τα τελευταία εναπομείναντα επώνυμα θύματα μιας περιόδου – στα μέσα του 20ού  αιώνα – που στιγμάτισε ανελέητα και τραυμάτισε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκεκριμένα και την έννοια της δημοκρατίας γενικότερα.

Οταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, οι Αμερικανοί με τον φόβο του κομμουνισμού που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται «απειλητικά» σε ολόκληρο τον πλανήτη αποφάσισαν να ξεκινήσουν ένα σχέδιο «εκκαθάρισης» οποιουδήποτε στοιχείου που μπορούσε να θεωρηθεί «κομμουνιστικό», «προοδευτικό» ή απλώς «αριστερό» στη χώρα τους. Ο χώρος του θεάματος, με τις φιλελεύθερες ιδέες και την ανατρεπτική ή και αιρετική ακόμα ματιά πάνω στα πράγματα, βρέθηκε στους πρωταρχικούς στόχους της αμερικανικής κυβέρνησης που οργάνωσε ένα τρομοκρατικό «κυνήγι μαγισσών», επικεφαλής του οποίου ήταν ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακ Κάρθι.

Ο Γουόλτερ Μπερνστάιν υπήρξε ένα από τα θύματα αυτού του κυνηγητού που ως γνωστόν επρόκειτο να σημαδέψει για όλη την υπόλοιπη ζωή του τον σημαντικό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Ελία Καζάν, ο οποίος, αν και πρώην αριστερός, υπήρξε καταδότης ονομάζοντας συναδέλφους του. Ο Μπερνστάιν, όπως αρκετοί άλλοι σεναριογράφοι, σκηνοθέτες και ηθοποιοί της εποχής, ανάμεσα στους οποίους – ενδεικτικά – ο Ντάλτον Τράμπο, ο Εϊμπραχαμ Πολόνσκι, ο Ζίρο Μοστέλ και ο Εντουαρντ Ντμίτρικ, έζησαν από πρώτο χέρι τις συνέπειες του «μακαρθισμού», αφού όσο το «κυνήγι μαγισσών» συνεχιζόταν, τόσο εκείνοι παρέμεναν στην αφάνεια και την ανεργία.

Για να μπορέσουν να εργαστούν, ή σε μερικές περιπτώσεις απλώς για να επιβιώσουν,  χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα ή «βιτρίνες», όπως ο ίδιος ο Μπερνστάιν θα παρουσίαζε πολλά χρόνια αργότερα (και φυσικά μετά τον «μακαρθισμό») στην ταινία «Η βιτρίνα» (1976), για την οποία μάλιστα προτάθηκε για Οσκαρ (η μοναδική υποψηφιότητά του). Στη «Βιτρίνα», σκηνοθετημένη από τον Μάρτιν Ριτ, επίσης θύμα του «μακαρθισμού», ο Γούντι Αλεν υποδύεται τον καθημερινό ανθρωπάκο που δέχεται να γίνει η «βιτρίνα» των άνεργων σεναριογράφων εκείνης της περιόδου, παρουσιάζοντας ως δικές του τις δουλειές τους και μοιραζόμενος μαζί τους τα χρήματα της αμοιβής «του». Αλλά έτσι, αυτός ο αμέτοχος απέναντι στην ουσία του προβλήματος αμερικανός πολίτης, ο οποίος μάλιστα θα καρπωθεί με δάφνες τη φήμη που δεν του αξίζει, θα αποκτήσει τελικά συνείδηση και θα αντιληφθεί στο μεδούλι της την έννοια της δικαιοσύνης.

Με την ευκαιρία του θανάτου του Μπερνστάιν, έριξα μια ματιά στο σπουδαίο βιβλίο του «Μνήμες από τη Μαύρη Λίστα – Η λαίλαπα του Μακαρθισμού» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2003) στο οποίο ο συγγραφέας ξαναζωντανεύει το έκρυθμο κλίμα του τέλους της δεκαετίας του 1940 αλλά και όλης της επόμενης, σε όλη την Αμερική και κυρίως στο Χόλιγουντ, το οποίο μοιράστηκε ανάμεσα σε «προδότες» και «πατριώτες», σε αμετάπειστους και χαφιέδες.

«Περπατάω στον δρόμο και βλέπω κάποιον που πλησιάζει» γράφει ο Μπερνστάιν. «Είναι ένας παραγωγός για τον οποίο έχω εργαστεί στο παρελθόν, ένας ευχάριστος άνθρωπος με μια αξιαγάπητη γυναίκα και δύο αξιαγάπητα παιδιά. Εχει καλό γούστο σε όλα, σπάνιο για παραγωγό, ή τέλος πάντων για οποιονδήποτε. Λυπάται που δεν μπορεί να μου ζητήσει να δουλέψω τώρα γι’ αυτόν, ακόμα και με ψευδώνυμο ή υπό την προστασία κάποια βιτρίνας. Η λύπη του είναι γνήσια· τη σιχαίνεται τη Μαύρη Λίστα. Τώρα όμως με βλέπει και κατεβάζει κάτω το κεφάλι και περνά απέναντι για να μη συναντηθούμε. Στο πρόσωπό του έχει παγώσει μισό χαμόγελο. Εχει θυμώσει μαζί μου που τον αναγκάζω να φέρεται έτσι».

Ανατρίχιασα «διαβάζοντας» την εικόνα που τόσο έντεχνα συνθέτει ο Μπερνστάιν. Αλλά ανατρίχιασα ακόμα περισσότερα συνειδητοποιώντας ότι το επίσης τραγικό σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι όπως η Ιστορία με κεφαλαίο το Ι, έτσι και αυτή η ιστορία της λαβωμένης δημοκρατίας επαναλαμβάνεται. Διότι τι, αν όχι μοιρασμένη στα δύο, ανάμεσα σε «πατριώτες» και προδότες, βρίσκεται αυτήν ακριβώς τη στιγμή η Αμερική με όλα όσα έχουν συμβεί στη χώρα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για την προεδρία ή και μετά την εκλογή του νέου προέδρου;

Για μία ακόμη φορά, σαν εκείνη  την αποφράδα περίοδο του «μακαρθισμού», η Αμερικανική Δημοκρατία κλονίστηκε, εξαπατήθηκε, εξευτελίστηκε και τραυματίστηκε. Αυτή τη στιγμή η Αμερικανική Δημοκρατία μού μοιάζει να βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση.

Αλλά τουλάχιστον παραμένει ζωντανή.

Διασωληνωμένη αλλά ζωντανή.