Γενιές και γενιές έχουν ανατραφεί, και με τη σειρά τους έχουν αναθρέψει τις επόμενες, με τον φόβο του «τι θα πει ο κόσμος» και του «μη σε πιάσει ο κόσμος στο στόμα του».

Η γειτονιά, οι φίλοι, οι συγγενείς, ο κοινωνικός περίγυρος και οι αντιδράσεις τους καθόριζαν τι είναι επιτρεπτό και τι όχι, τι είναι ορθό και τι λάθος. Αν επιτρέπεται σε κάποιον να μιλήσει για κάτι ή αν καλύτερo θα ήταν να σωπάσει.

Όσο κι αν θέλουμε να ισχυριζόμαστε ότι όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν, η αλήθεια είναι ότι με τον ίδιο φόβο συνεχίζουμε να λειτουργούμε και σήμερα, απέναντι μάλιστα σε έναν περίγυρο που δεν περιορίζεται σε κάποιες δεκάδες συγγενών, φίλων, γειτόνων και συγχωριανών αλλά σε έναν ηλεκτρονικό περίγυρο, πολύ πιο διευρυμένο, που δεν χάνει ευκαιρία να λειτουργήσει ως μαινόμενος όχλος.

Από τη φύση της η κραυγή γίνεται πάντα πιο εύκολα αισθητή από ό,τι η σιωπή.

Έτσι, τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κυριευθεί από εκατοντάδες ωρυόμενων χρηστών, που στοιβάζοντας καθημερινά δίπλα από το πληκτρολόγιό τους ένα βουνό από πέτρες, θεωρούν υποχρέωσή τους να παίρνουν θέση για οποιοδήποτε θέμα, λιθοβολώντας οποιονδήποτε αυτοί θεωρούν ένοχο.

Οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι, τη Δευτέρα, ωρύονται με κεφαλαία γράμματα και πολλά θαυμαστικά για το ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, την Τρίτη για τον «εμφύλιο» που ξέσπασε στην ομάδα των «Κόκκινων» στο Survivor, και την Τετάρτη, για το αν καλώς μια γυναίκα κατήγγειλε δημόσια έναν άνδρα για σεξουαλική κακοποίηση και αν ο άνδρας αυτός είναι θύμα σκευωρίας ή αν θα πρέπει να τον κρεμάσουν παραδειγματικά στο Σύνταγμα.

Απέναντι σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτόν τον όχλο για να είμαστε ακριβείς, οι περισσότεροι στεκόμαστε με φόβο.

Τις τελευταίες ημέρες υπήρξε ένα κύμα καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση, και άσκηση σωματικής, λεκτικής και ψυχολογικής βίας στον χώρο του αθλητισμού και του πολιτισμού.

Το ηλεκτρονικό σύμπαν αντέδρασε. Κάποιοι με ψυχραιμία και οι περισσότεροι, ο όχλος, με ηλεκτρονικό λιθοβολισμό είτε των καταγγελλομένων είτε των καταγγελλουσών.

Και εμείς, αντί να τα βάλουμε με τον όχλο, αρχίζουμε να τα βάζουμε με αυτούς που τόλμησαν να μιλήσουν.

«Γιατί τον ρίχνει τώρα βορά στα θηρία; Έχει αποδείξεις;» ή «Γιατί εκθέτει έτσι τον εαυτό της δημοσίως; Γιατί τους άφησε να την πιάσουν στο στόμα τους»

Αντί να τα βάλουμε με τα θηρία και τον όχλο, τα βάζουμε με αυτούς που μιλάνε. Και αρχίζουμε να χτίζουμε γύρω τους ένα τείχος από προϋποθέσεις για το αν τελικά έχουν το ελεύθερο να καταγγείλουν κάτι που γνωρίζουν μόνο εκείνοι.

Χρησιμοποιούμε το τεκμήριο της αθωότητας, ότι δηλαδή όλοι, και φυσικά και οι συγκεκριμένοι καταγγελλόμενοι, είμαστε αθώοι μέχρι να αποδειχτεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ότι είμαστε ένοχοι,  εις βάρος όχι του όχλου που έχει ήδη μοιράσει «καταδίκες» και κατάρες ένθεν κακείθεν, αλλά εις βάρος αυτών που αποφασίζουν να καταγγείλουν.

Κι όσο για το ερώτημα αν τα social media και οι τηλεοπτικές εκπομπές είναι οι κατάλληλοι χώροι για να γίνονται τόσο σοβαρές καταγγελίες, η απάντηση θα ήταν «όχι», αν βέβαια υπήρχαν τα εχέγγυα για ταχεία και δίκαιη απονομή δικαιοσύνης.

Όσο δεν υπάρχουν αυτά, η ανάγκη να σπάσει η σιωπή θα πρέπει να ικανοποιείται με όποιο μέσο είναι διαθέσιμο.