Υεμένη : Εκεί που οι βομβιστικές επιθέσεις έχουν γίνει μονότονες
Δέκα χρόνια μετά την οργή και την ελπίδα της Αραβικής Άνοιξης, που πλημμύρισε τους δημόσιους χώρους της, η Σαναά, η πρωτεύουσα της Υεμένης έχει μετατραπεί σε μια απόκοσμα ήσυχη τοποθεσία.
Δέκα χρόνια μετά την οργή και την ελπίδα της Αραβικής Άνοιξης, που πλημμύρισε τους δημόσιους χώρους της, η Σαναά, η πρωτεύουσα της Υεμένης έχει μετατραπεί σε μια απόκοσμα ήσυχη τοποθεσία.
Έμποροι και καταναλωτές τριγυρίζουν στους δρόμους της παλιάς πόλης, καταπονημένοι από το βάρος της καταπίεσης των ανταρτών Χούθι, αλλά και την οικονομική δυσπραγία που τους έχει προκαλέσει το εμπάργκο της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Τα τραγούδια και τα ποιήματα της επανάστασης που άλλοτε αντηχούσαν στα μεσαιωνικά τείχη έχουν πια σβήσει. Έχουν αντικατασταθεί από την sarkha –ή κραυγή- των Χούθι, που είναι γραμμένη με πράσινο και κόκκινο χρώμα σχεδόν σε κάθε επιφάνεια: «Ο Θεός είναι μεγάλος, θάνατος στην Αμερική, θάνατος στο Ισραήλ, κατάρες στους Εβραίους, νίκη στο Ισλάμ».
Σε ορισμένες περιπτώσεις, πάντα χωρίς προειδοποίηση, η ένταση κλιμακώνεται απότομα από βομβιστικές επιθέσεις.
Έχει περάσει μια δεκαετία από όταν οι κάτοικοι της Υεμένης τόλμησαν να ελπίσουν κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του 2011 που δόνησαν ολόκληρο τον αραβικό κόσμο και έξι χρόνια από όταν ξένες δυνάμεις εξαπέλυσαν έναν πόλεμο καταστροφικών διαστάσεων εναντίον της χώρας. Σήμερα, η Υεμένη θυμίζει περίπλοκο παζλ, η λύση του οποίου παραμένει άγνωστη.
Καθώς οι συγκρούσεις συνεχίζονται, η ανθρωπιστική κρίση απειλεί να φτάσει σε ένα νέο φρικιαστικό ζενίθ, με τη μορφή του χειρότερου λιμού που έχει καταγραφεί οπουδήποτε στον πλανήτη εδώ και 40 χρόνια.
Οι πιθανότητες τα κομμάτια του παζλ να βρουν και πάλι τη σωστή τους θέση, μέρα με τη μέρα φθίνουν.
Πριν δέκα χρόνια, περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι κατέκλυσαν τους δρόμους της Σαναά, στις πρώτες μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της διαφθοράς και της βαναυσότητας του 32χρονου καθεστώτος του προέδρου Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ.
Εμπνευσμένοι από τις πρώτες επιτυχίες του επαναστατικού κινήματος της Τυνησίας, πολίτες κάθε προέλευσης κατέβηκαν στους δρόμους για να πάρουν μέρος στις κατά βάση ειρηνικές διαδηλώσεις, κρατώντας λάβαρα και φορώντας ροζ περιβραχιόνια και μαντίλια, σε ένδειξη αλληλεγγύης.
Ο Σαλέχ παραιτήθηκε στις αρχές του 2012, εγκαταλείποντας επιτέλους μια δουλειά που ο ίδιος περιέγραφε σαν «χορό επάνω στα κεφάλια των φιδιών». Το 2017, θα έβρισκε το τέλος που επιφύλασσε η μοίρα και στον Μουαμάρ Καντάφι: Το ματωμένο πτώμα του θα σερνόταν στους δρόμους, αφού προσπάθησε να αυτομολήσει στη διάρκεια του πολέμου.
«Ήταν τόσο ισχυρό και μεθυστικό, αυτό το συναίσθημα που νιώθαμε για πρώτη φορά: Οι πολίτες της Υεμένης ήταν ενωμένοι. Δεν είχε σημασία ποια ήταν η φυλή σου, σε ποια θρησκεία πίστευες ή ποιες ήταν οι πολιτικές σου απόψεις ή το φύλο σου. Ήμασταν όλοι μαζί, τη μία εβδομάδα μετά την άλλη», θυμάται η Ράζα αλ-Ταϊμπανί, μια γυναίκα με καταγωγή από την Υεμένη και τις ΗΠΑ, που διέκοψε τις σπουδές της το 2011 για να πάρει μέρος στην εξέγερση.
«Μερικούς μήνες μετά, άρχισαν να γίνονται εμφανείς οι ρωγμές σε αυτή την ενότητα, όμως νομίζω ότι πολλοί από εμάς δεν θέλαμε να το δούμε».
Στο κενό πολιτικής και ασφάλειας που ακολούθησε, αρκετές δυνάμεις που ήδη απειλούσαν την ακεραιότητα του εύθραυστου κράτους πήραν το προβάδισμα. Στα βόρεια υψίπεδα, ήταν η ανταρσία των Χούθι, που σιγόβραζε ήδη από καιρό. Στις κεντρικές ερήμους, ήταν η Αλ Κάιντα. Και στο Έιντεν, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Υεμένης, ένα κίνημα για την ανεξαρτησία του νότιου τμήματος της χώρας.
Οι συρράξεις ξέσπασαν για τα καλά όταν οι Χούθι, μια στρατιωτική οργάνωση των Σιιτών Ζαϊντί αποφάσισαν να εισβάλουν στην πρωτεύουσα, αναγκάζοντας τον μεταβατικό πρόεδρο, Αμντραμπούχ Μανσούρ Χαντί να δραπετεύσει προς τη γειτονική Σαουδική Αραβία το 2015.
Ο Χαντί έφτασε στη γειτονική χώρα ακριβώς τη στιγμή που ο 29χρονος πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν πάλευε να καταλάβει την εξουσία, με την ενθάρρυνση του μέντορά του, του de facto ηγέτη των Εμιράτων, Σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ Αλ Ναχιάν.
Υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Μοχάμεντ στη θέση του υπουργού άμυνας και αργότερα του μελλοντικού βασιλιά, οι Σαουδάραβες, ανήσυχοι μπροστά στο ενδεχόμενο της ενίσχυσης της Υεμένης, μιας χώρας-συμμάχου του Ιράν, άκουσαν τις εκκλήσεις της εξόριστης κυβέρνησης για βοήθεια.
Με τις συμβουλές και την υποστήριξη δυτικών συμμάχων τους, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας και των ΗΠΑ, Σαουδάραβες στρατιωτικοί διοικητές που δεν είχαν συμμετάσχει ποτέ ξανά σε πόλεμο, αποφάσισαν να ξεκινήσουν βομβιστική εκστρατεία διάρκειας τριών εβδομάδων, μέσω της οποίας φιλοδοξούσαν να αναγκάσουν τους Χούθι να εγκαταλείψουν την Σαναά.
Η Επιχείρηση Αποφασιστική Καταιγίδα εντέλει κατέληξε σε ένα αδιέξοδο που πλέον απλώνεται σε 47 μέτωπα και έχει κοστίσει 233.000 ζωές.
Μακριά από τα λαμπερά παλάτια του Ριάντ και του Άμπου Ντάμπι, οι στρατιωτικές φιλοδοξίες της συμμαχίας δεν κατάφεραν να διασχίσουν τους ξερότοπους της αραβικής χερσονήσου. Το τίμημα, όμως, το πλήρωσαν οι πολίτες της Υεμένης.
Γάμοι, νοσοκομεία, ακόμη και ένα σχολικό λεωφορείο γεμάτο ανήλικα παιδιά, έχουν μπει στο στόχαστρο των βομβιστικών επιθέσεων. Στην επαρχία Σαάντα, στο επίκεντρο των Χούθι, οι επιθέσεις από αέρος έχουν μετατραπεί σε τόσο μονότονο μέρος της καθημερινότητας, ώστε οι κάτοικοι να μην δίνουν πια την παραμικρή σημασία στους ήχους των μαχητικών αεροσκαφών που πετούν επάνω από τα κεφάλια τους.
Υποσιτισμός, χολέρα, δάγκειος πυρετός –και, φυσικά, τώρα κοροναϊός- έχουν θέσει τους νέους και τους ευάλωτους σε αυτό που ο ΟΗΕ έχει αποκαλέσει «τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση σε όλο τον κόσμο».
Ο κύριος λόγος που δεν έχει ανακηρυχθεί κατάσταση εκτεταμένου λιμού, είναι το γεγονός ότι προκειμένου η Υεμένη να πληροί τα κριτήρια για τον περίπλοκο τεχνικό ορισμό, θα έπρεπε να υπάρχουν διαθέσιμα ποιοτικά δεδομένα, που εξαιτίας της κατάστασης παραμένουν απόντα.
«Οι Χούθι στο βορρά και οι Ιρανοί υποστηρικτές τους, δεν πρόκειται να πάνε πουθενά», υποστήριξε μιλώντας στον Guardian ο Μαχντί Μπαλγκχαΐθ, αναλυτής της δεξαμενής σκέψης Κέντρο Στρατηγικών Μελετών της Σαναά, κατά τη διάρκεια της τελευταίας αποστολής της βρετανικής εφημερίδας στην Υεμένη τον Νοέμβριο.
«Είναι έτοιμοι να κάνουν όση υπομονή χρειαστεί, με έναν τρόπο που δεν ισχύει για τις δυνάμεις του Κόλπου. Στο μέλλον, οι ΗΠΑ δεν θα στηρίζονται πια στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο του Κόλπου και η μακρά συμμαχία τους θα αρχίσει να αποσυντίθεται. Μετά τι θα είναι αυτό που θα εμποδίσει την Τεχεράνη από το να προελάσει ακόμη και μέχρι την ίδια τη Μέκα;»
Στον περίπλοκο νότο της Υεμένης, η σκόνη δεν έχει ακόμη κατακάτσει. Όμως ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και ο Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ έχουν αποξενωθεί από τους δυνητικούς τους συμμάχους.
Κατά τη διάρκεια ενός παγωμένου απογεύματος της περσινής χρονιάς στην επαρχία Σαμπγουά, μια γεωγραφική περιοχή πλούσια σε πετρέλαιο που συνδέει το βόρειο με το νότιο μέρος της χώρας, μοβ καπνοί χόρευαν ανάμεσα στα κατακόκκινα κάρβουνα και τον σκούρο ουρανό, καθώς οι ηγέτες των φυλών παρατάσσονταν για να υποδεχτούν ένα κομβόι από Land Cruisers που διέσχιζε την έρημο.
Περισσότεροι από 100 άνδρες από τα 10 κλαν της Σαμπγουά είχαν συγκεντρωθεί σε καθιστική διαμαρτυρία κοντά σε μια στρατιωτική βάση των Εμιράτων, απαιτώντας δικαιοσύνη για εννιά άνδρες και αγόρια που σκοτώθηκαν στο πλαίσιο εναέριας επίθεσης κατά τη διάρκεια μιας απρόκλητης επίθεσης από δυνάμεις που υποστήριζε η χώρα. Μερικές φορές, είπαν, ένα μαχητικό αεροσκάφος των Εμιράτων πετούσε σε χαμηλό ύψος από πάνω τους, με σκοπό να τους τρομάξει.
«Όταν ήρθαν οι άνδρες από τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, είπαν ότι θα επενδύσουν σε προγράμματα ύδρευσης. Εκείνοι από τα Εμιράτα ήθελαν να στείλουμε τους άνδρες μας να πολεμήσουν για εκείνους. Όταν αρνηθήκαμε, αποφάσισαν να μας τρομάξουν μέχρι να το κάνουμε», θυμάται ο Σεΐχης Αχμέντ Αμπντουλκαντίρ Χοσεΐν αλ-Μεχντάρ, ο πρεσβύτερος από τους ηγέτες που ήταν παρόντες.
«Η Υεμένη αποτελείται πια αποκλειστικά από συμμορίες. Δεν μας έχει δοθεί καμιά συγγνώμη, δεν υπάρχει δικαστήριο για να προσφύγουμε εμείς με τις διαμαρτυρίες μας. Ο πόλεμος μας ανάγκασε να επιστρέψουμε στις παλιές μας μεθόδους για τα πράγματα… Αν δεν υπάρχει κράτος, είμαστε αναγκασμένοι να στηριζόμαστε στα δίκτυα των φυλών και στη δικαιοσύνη των φυλών».
Η ίδια η συμμαχία έχει πια διαρραγεί, καθώς τα ΗΑΕ αποφάσισαν να στηρίξουν το κίνημα των αποσχιστών στο νότο, το Νότιο Μεταβατικό Συμβούλιο (STC) το 2017. πλέον στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ισχύ της προσωπικής σχέσης ανάμεσα στους δύο ηγέτες, όμως ο πόλεμος εξακολουθεί να μην μοιάζει να πλησιάζει στο τέλος του.
Το Ριάντ, από το καλοκαίρι του 2019 βρίσκεται σε μυστικές συνομιλίες με την ηγεσία των Χούθι, ενώ τα ΗΑΕ έχουν αποσύρει εντός του ίδιου διαστήματος το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους.
Καθώς οι ηγέτες της συμμαχίας αναζητούν στρατηγικές εξόδου, ωστόσο, οι συγκρούσεις μεταξύ των Χούθι και των τοπικών δυνάμεων της Υεμένης εντείνονται. Και μετά από αρκετούς γύρους σφοδρού εμφυλίου πολέμου, η πλέον αποκατεστημένη σχέση μεταξύ του STC και της κυβέρνησης της Υεμένης παραμένει εύθραυστη.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει προς το παρόν αναστείλει τις πωλήσεις όπλων προς την εκστρατεία υπό Σαουδαραβική ηγεσία, όμως η κυβέρνησή του μέχρι στιγμής έχει παραμείνει ασαφής σε ό,τι αφορά το σχέδιό της για την Υεμένη.
Μια από τις τελευταίες πράξεις του Ντόναλντ Τραμπ, ως προέδρου των ΗΠΑ, ήταν να χαρακτηρίσει τους Χούθι τρομοκρατική οργάνωση. Η κίνηση δεν είχε τη δυνατότητα να βλάψει σημαντικά τους αντάρτες. Όμως προκαλεί τεράστια προβλήματα στην παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας και εισαγωγών, από τις οποίες εξαρτάται το 90% των τροφίμων και των καυσίμων της Υεμένης.
Ακόμη και αν ο Μπάιντεν αντιστρέψει την απόφαση του Τραμπ, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης προβλέπει ότι οι κυρώσεις ήδη έχουν καταδικάσει το 80% των κατοίκων της χώρας –δηλαδή περίπου 24 εκατ. ανθρώπους- σε σφοδρή πείνα.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της Βρετανίας συνεχίζει τις πωλήσεις όπλων στην περιοχή, παρά την απόφαση-ορόσημο εφετείου της χώρας το 20198 που έκρινε ότι το Ουεστμίνστερ δεν είχε εξετάσει επαρκώς αν η συμμαχία προχωρά σε τακτικές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Σε μια από τις ανέγγιχτες αμμώδεις παραλίες της Σαμπγουά, ένας άνδρας συνεχίζει να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον.
Πρόκειται για τον επιχειρηματία Σαΐντ αλ Καλαντί. Ντυμένος κομψά, με κοστούμι και γραβάτα παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην παραλία, ανυπομονεί να δείξει πώς θα μπορούσε να μοιάζει η περιοχή. Οικοδομεί θερινά θέρετρα, στα οποία ντόπιες οικογένειες θα μπορούν να απολαύσουν τα πεντακάθαρα νερά του Κόλπου του Έιντεν.
«Παλιά είχαμε πάρα πολλούς τουρίστες, και θα έρθουν ξανά», υποστηρίζει μιλώντας στον Guardian. «Πάντα πρέπει να ελπίζουμε».
Προς το παρόν, όμως, οι θερινές του κατοικίες στέκουν μισοτελειωμένες, άδειες και βουβές.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις