Παθογένειες του Κοινωνικού Δεσμού: Ο Αντώνης Πούλιος, Δρ MSc Kλινικός ψυχολόγος, αναλύει την κουλτούρα του βιασμού
Ο Αντώνης Πούλιος, κλινικός ψυχολόγος ΜSc, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και ψυχαναλυτής, μας βοηθά να καταλάβουμε πού εντοπίζεται η κουλτούρα του βιασμού, τι «αφήνει» στα άτομα που τον υπέστησαν, αλλά και πόσο επικίνδυνο είναι να ψάχνουμε κοινά χαρακτηριστικά στους ανθρώπους που έχουν μια τέτοια συμπεριφορά
- Συλλαλητήριο των συνταξιούχων στην Αθήνα - Ζητούν «επαρκείς συντάξεις και αξιοπρεπή διαβίωση»
- ΠΑΣΟΚ: Οι άξονες και η τακτική στη μάχη με τη ΝΔ – Τα ονόματα για τον επιπλέον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο
- Κόντρες και ειρωνίες στη Βουλή: «Αραιώσατε εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ…»
- Δεκάδες νεκρά ποντίκια γέμισε το λιμάνι στο Ηράκλειο - Μεγάλη επιχείρηση για την απομάκρυνσή τους
Η δημόσια εξομολόγηση της Σοφίας Μπεκατώρου για το βιασμό που υπέστη σε ηλικία 21 ετών από παράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας έφερε στο προσκήνιο ένα θέμα που σε κοινωνικό επίπεδο έμενε για χρόνια πίσω από κλειστές πόρτες.
Η χιονοστιβάδα καταγγελιών που ακολούθησε για σεξουαλικές κακοποιήσεις αλλά και βίαιες συμπεριφορές πέρασε πολύ γρήγορα από το χώρο του αθλητισμού σε αυτόν του πολιτισμού, με προεκτάσεις σε όλες τις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις.
Η βία στο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο, ο σεξισμός και η κουλτούρα του βιασμού είναι βαθιά εμποτισμένα στις πατριαρχικές κοινωνίες.
Ζητήσαμε από τον Αντώνη Πούλιο, κλινικό ψυχολόγο ΜSc, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών και ψυχαναλυτή, να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πού εντοπίζεται η κουλτούρα του βιασμού, τι «αφήνει» στα άτομα που τον υπέστησαν, αλλά και πόσο επικίνδυνο είναι να ψάχνουμε κοινά χαρακτηριστικά στους ανθρώπους που έχουν μια τέτοια συμπεριφορά.
Υπάρχει κουλτούρα του βιασμού;
Βεβαίως υπάρχει, και μάλιστα δεν αφορά κάποια ειδική κατάσταση η οποία εντοπίζεται σε συγκεκριμένα άτομα. Η κουλτούρα του βιασμού υπάρχει συνειδητά, αλλά πολύ περισσότερο ασυνείδητα, σε όλους τους ανθρώπους, ασχέτως αν περνούν ή όχι στην πράξη, το οποίο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Λέω σε όλους τους ανθρώπους, καθώς σε αυτούς που την κάνουν πράξη, μπορεί να περνά ως κάτι «κανονικό» –μια λέξη που καθόλου δε μου αρέσει– αλλά και στους ανθρώπους που τη δέχονται, συχνότατα γυναίκες ή ΛΟΑΚΤΙ άτομα, τους εμποδίζει να αντιδράσουν, παγώνει το βίωμά τους καθιστώντας το τραύμα, μειώνει τα αντανακλαστικά τους, για να πούμε κάποια παραδείγματα.
Η κουλτούρα του βιασμού, θέλω να πω δηλαδή, είναι αποκύημα της πατριαρχίας και της τοξικής αρρενωπότητας εντός των οποίων έχουμε μεγαλώσει και αλλοτριωθεί. Αποτελεί μια παθογένεια του κοινωνικού δεσμού, και αυτό μπορούμε να το δούμε να επιτελείται όχι μόνο σε πράξεις αλλά ακόμα και σε αυθόρμητα λεγόμενα, σε σεξιστικά αστεία που λέμε αλλά και σε αντιδράσεις μας σε κινήματα όπως το me too. Σε αυτό το θέμα των αντιδράσεων ίσως επανέλθουμε, δε θα αναφερθώ περαιτέρω τώρα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι διαπνέει τον κοινωνικό δεσμό, τον τρόπο δηλαδή που συγκροτούνται, νοηματοδοτούνται και αναπαριστώνται οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Εγώ, αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, φέρω ένα σύνολο κοινωνικών προνομίων που μου δίνουν μια θέση εξουσίας, την οποία ενδέχεται ακόμα και ασυνείδητα να καταχραστώ. Ακόμα και αν προσπαθώ να έχω επίγνωση αυτού, μαζί με την όποια ισχύ μου δίνει ο ρόλος που μου αποδίδεις, δίνοντάς μου βήμα να μιλήσω και να με διαβάσουν με την ιδιότητα του «επιστήμονα», είναι πολύ εύκολο να επιτελέσω κάτι από αυτή την κουλτούρα ακόμα και εν αγνοία μου, μιλώντας ας πούμε ως cis[1] άντρας, σχετικά λευκός, με όλα του τα προνόμια, μιλώντας, για παράδειγμα, για γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα κακοποίησης και σεξιστικής βίας. Μπορεί να φαίνεται κάπως άσχετο με την ερώτησή σου, αλλά δεν είναι. Το φέρνω ως παράδειγμα τού τι εννοώ όταν εξηγώ ότι η κουλτούρα του βιασμού υπάρχει και δεν αποτελεί κάποια ειδική περίπτωση, αλλά αφορά τα προνόμια και την κατανομή ισχύος εντός της κοινωνίας.
Έχει σχέση αυτή η κουλτούρα με τη σεξουαλικότητα;
Βάσει αυτών που είπαμε μέχρι τώρα, είναι σφάλμα να καταφεύγουμε σε ουσιοκρατικές ερμηνείες ότι το άτομο που διαπράττει τη σεξιστική βία έχει υπερβολική σεξουαλικότητα από τη φύση του. Δεν στέκει με κανένα σύγχρονο επιστημονικό δεδομένο ότι οι άνδρες έχουν περισσότερη σεξουαλικότητα. Είναι επίσης μια σεξιστική πεποίθηση, ακόμα και αν κάποτε υποστηριζόταν από κάποιον ίσως κυρίαρχο επιστημονικό λόγο. Η κουλτούρα του βιασμού σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα, αλλά όχι με την ποσότητά της ως μια ντε φάκτο φυσική κατάσταση.
Γνωρίζουμε από την ψυχανάλυση ότι είναι η κοινωνία που εισβάλλει κατά κάποιον τρόπο στη σεξουαλικότητα και προσπαθεί να της επιβληθεί και να ρυθμίσει την έκφραση και την επιτέλεσή της, και όχι το αντίστροφο. Και λέω «προσπαθεί», γιατί η ανθρώπινη σεξουαλικότητα και η πολυμορφία της είναι κάτι που διαφεύγει από τον πλήρη έλεγχο οποιασδήποτε κοινωνίας, εξ ου και η τόση προσπάθεια να ρυθμιστεί, αλλά και το γεγονός ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις της γίνονται όχημα επιβολής ισχύος, εν προκειμένω της πατριαρχίας. Ξέρουμε σε όλους τους χρόνους ότι η κοινωνία προσπαθεί να βάλει κανόνες στη σεξουαλικότητα, αλλά όταν μιλάμε για την κουλτούρα του βιασμού μιλάμε για το πώς η κοινωνία διαμορφώνει τη σεξουαλικότητα και πώς έλκει τις συσχετίσεις εξουσίας και ισχύος. Πώς αυτό έρχεται να πάρει τη σεξουαλικότητα και να τη μορφοποιήσει στο πώς αυτή εκδηλώνεται, πότε νομιμοποιείται και πότε όχι. Η κουλτούρα του βιασμού έχει μέσα και τη λογική της νομιμοποίησης του βιασμού υπό τη μορφή μιας κανονικότητας ή εκλογίκευσης της σεξιστικής βίας, π.χ. «προκαλεί με τα ρούχα που φοράει», «για πλάκα το έκανα», «μήπως τότε της άρεσε» κ.λπ.
Μπορούμε να εντοπίσουμε κοινά χαρακτηριστικά σε όσους ασκούν σεξουαλική κακοποίηση;
Είναι μεγάλη παγίδα το να ψυχολογιοποιούμε τη σεξουαλική κακοποίηση ως τέτοια, δηλαδή να το δούμε με μια λογική του τι είδους ψυχοπαθολογία έχει κάποιος, γιατί τότε γίνεται μια μεμονωμένη περίπτωση. Βεβαίως, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που είναι πιο ειδικές ή πιο ακραίες. Ωστόσο, ψάχνοντας ένα «προφίλ» σε ψυχολογική βάση αντιλαμβανόμαστε το σεξισμό και την κουλτούρα του βιασμού ως ειδικές περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας, μια βιοπολιτική της ατομικής και όχι κοινωνικής ευθύνης. Όπως καταλαβαίνεις, αρνούμαι να απαντήσω σε αυτό, γιατί είναι μια γενίκευση και οι γενικεύσεις συνιστούν βία από μόνες τους.
Υπάρχουν κατηγορίες πολιτών που είναι πιο ευάλωτοι στις επιθέσεις;
Μπορούμε να πούμε πως ναι, η έμφυλη βία εντοπίζεται στα πλαίσια συγκεκριμένων συσχετισμών. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι κατά κανόνα τα θύματα έμφυλης βίας είναι γυναίκες και οι θύτες άνδρες. Τα άτομα που δέχονται έμφυλη βία είναι έξω από την κυρίαρχη θέση εξουσίας που έχει η πατριαρχία και το ιδεώδες της τοξικής αρρενωπότητας. Εδώ μπορούμε να σκεφτούμε εξάλλου και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, τα οποία είναι επίσης κατεξοχήν θύματα έμφυλης βίας.
Όπως συμβαίνει και με την έμφυλη βία που δέχονται οι cis γυναίκες, και η βία έναντι των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων έχει ελάχιστη ορατότητα στα πλαίσια ενός κοινωνικού αυτοματισμού. Ακόμα και αν ένας cis straight άνδρας δεχτεί βία, μια μεγάλη πλειοψηφία, ίσως ακόμα και ο ίδιος, θα σκεφτεί ότι δεν ήταν αρκετά άνδρας ή αν ασκεί βία, μπορεί να το κάνει προκειμένου να επιτελέσει το ανδρικό ιδεώδες.
Ποιο ρόλο παίζει ο τρόπος ανατροφής των παιδιών;
Είναι πολύ εύκολο να το δει κανείς από την πλευρά ότι υπάρχουν καλοί και κακοί γονείς, αλλά αυτό είναι ένα δίπολο, δηλαδή υπεραπλούστευση παραπλανητική έως επικίνδυνη, όπως και όλα τα δίπολα άλλωστε. Προφανώς όμως υπάρχουν πιο εύστοχοι τρόποι και λιγότερο εύστοχοι τρόποι να μεγαλώσεις ένα παιδί. Η ανατροφή, κατά συνέπεια, παίζει ρόλο, καθώς η οικογένεια και γενικότερα οι άνθρωποι που θα αναθρέψουν ένα παιδί είναι οι πρώτοι εκπρόσωποι των κοινωνικών ιδεωδών και των συσχετισμών εξουσίας, όπως αυτές διαποτίζουν την κοινωνία, βεβαίως, πάντα σε συνδυασμό με την προσωπική τους ιστορία.
Το θέμα της ανατροφής αφορά στο βαθμό που θα επιτρέψει να μεγαλώσει ένα παιδί μέσα σε ένα πλαίσιο που νομιμοποιεί, κανονικοποιεί το σεξισμό ή και ορισμένες εκφράσεις έμφυλης βίας, είτε με το να τις ασκεί είτε με το να τις δέχεται. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας είναι πολύ καθοριστικά, γιατί τότε είμαστε εξαρτημένες και εξαρτημένοι από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, μαθαίνουμε τον κόσμο και νοηματοδοτούμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια τους, τη συμπεριφορά τους και, βεβαίως, το λόγο τους.
Δίνετε έμφαση και στο λόγο, φαίνεται. Θέλετε να μας το εξηγήσετε;
Ναι, σας ευχαριστώ για την ερώτηση, γιατί ζούμε σε μια κοινωνία που μόνο η πράξη μετράει, και υποτιμούμε το λόγο. Πράγματι, αναφέρθηκα στο λόγο και τη σημασία του, για παράδειγμα του γονιού μέσα από το ρόλο του Άλλου θα λέγαμε ψυχαναλυτικά. Ο λόγος μας καθορίζει, τον χρησιμοποιούμε για να νοηματοδοτήσουμε την υποκειμενικότητά μας. Ας σκεφτούμε το θέμα της πολιτικής ορθότητας, που συχνά με τόση ειρωνεία και σκεπτικισμό την αντιμετωπίζουμε, και δε μιλάω για την επίφασή της βεβαίως. Ο όποιος σκεπτικισμός απέναντί της είναι μια αντίδρασή μας να αποδεχτούμε ότι ο λόγος, τα λόγια που λέμε, μπορεί να πληγώνουν, να είναι τραυματικά για κάποιους ανθρώπους, να συνιστούν βία. Από την ψυχανάλυση και ήδη από τον Freud μάθαμε ότι τα λόγια θεραπεύουν, αλλά και αρρωσταίνουν. Ο λόγος που χρησιμοποιούμε βρίθει σεξιστικών διατυπώσεων, δηλαδή ενέχει βία. Η πιο συχνή έμφυλη προσβολή σε έναν άντρα είναι «πούστης», σε μια γυναίκα είναι «πουτάνα». Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι για αυτές τις δύο λέξεις δεν υπάρχει η αντίστοιχη βρισιά στο άλλο γένος. Ας επισημάνω εδώ άλλωστε πόσο αυτό είναι ενδεικτικό της κατάφωρης έμφυλης βίας της οποίας είναι θύματα και οι γυναίκες που εργάζονται στο σεξ, όταν το επάγγελμά τους συνιστά προσβολή. Αν έχουμε στο μυαλό μας μόνο τις ακραίες εκφάνσεις της έμφυλης βίας, της διάπραξης του βιασμού, της σεξουαλικής κακοποίησης, και όχι τα ίδια μας τα εκφερόμενα, δε θα μπορέσουμε να τη σταματήσουμε ποτέ.
Έχετε έρθει αντιμέτωπος με περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στην επαγγελματική σας πορεία;
Πολλές φορές, νομίζω. Είναι αναπόφευκτο, καθώς είναι πολύ πιο συχνά από όσο νομίζουμε, αρκεί να είμαστε διαθέσιμες και διαθέσιμοι να τα ακούσουμε από όποια θέση και αν βρισκόμαστε. Ωστόσο, παίζουν ρόλο και τα ενδιαφέροντά μου σε κοινωνικό, επιστημονικό και κλινικό επίπεδο, τα οποία βεβαίως διαμορφώθηκαν από την προσωπική μου ιστορία, αλλά και από τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν και με εμπιστεύονται με την ιστορία τους ερχόμενοι να μου μιλήσουν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στο γραφείο μου δεν έχω έρθει «αντιμέτωπος» με περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, αν μου επιτρέπετε να παίξω λίγο με τις λέξεις, αλλά έχω την τιμή να μοιράζονται και αυτά τα κομμάτια της ζωής τους οι άνθρωποι που δουλεύουμε μαζί, να μου επιτρέπουν να τους συνοδεύω στην προσπάθειά τους να τα βγάλουν πέρα με την ιστορία τους. Άλλωστε, δε μας κάνουν ψυχαναλύτριες/ψυχαναλυτές ή ψυχοθεραπεύτριες/ψυχοθεραπευτές οι σπουδές μας και η κλινική μας διαμόρφωση, μολονότι είναι απαραίτητα όλα αυτά. Οι άνθρωποι που έρχονται να μας βρουν και μας εμπιστεύονται μάς κάνουν θεραπεύτριες και θεραπευτές.
Κάθε περίπτωση είναι τραυματική;
Αποφεύγω τις γενικεύσεις και τις παθολογιοποιήσεις, καθώς, όπως προείπα, μπορεί να είναι συσκοτιστικές και βίαιες με τον τρόπο τους. Ωστόσο, μπορώ να πω τουλάχιστον ότι κάθε περίπτωση κακοποίησης είναι δυνητικά τραυματική. Για ένα άτομο που δέχεται κακοποίηση αυτό που βιώνει μπορεί να είναι έξω από τη δυνατότητα να νοηματοδοτηθεί. Αυτό είναι ακόμα πιο πιθανό όταν είναι ήδη θύμα σεξισμού, τρανσφοβίας, ομοφοβίας ή και δεν έχει πρόσβαση στην ισχύ του για λόγους οικογενειακών ρόλων, οικονομικής κατάστασης, κοινωνικής τάξης και έναντι αυτής του ατόμου που θα ασκήσει την κακοποίηση, όπως πάντα συμβαίνει στην ουσία. Εδώ βέβαια οφείλουμε να προσεγγίσουμε την έμφυλη βία και τις επιπτώσεις της διαθεματικά. Έχει μεγάλη σημασία η διασταύρωση και με άλλους παράγοντες, όπως η φυλή, η κοινωνική τάξη και πολλά άλλα ακόμα. Ας μην ξεχνάμε πόσο συχνά οι θύτες κατέχουν για παράδειγμα μια θέση κοινωνικού στάτους ή και εξουσίας έναντι των ατόμων που δέχονται τη βία, ώστε να μπορούν να την επιβάλουν, να εκμεταλλεύονται συνειδητά και ασυνείδητα την κοινωνική ομηρία στην οποία βρίσκονται τα άτομα που κακοποιούν.
Όλα αυτά συντρέχουν, κατά συνέπεια, ώστε όσα και να σκεφτεί κανείς, η βία μπορεί να τα ξεπεράσει, να αφήσει μια πληγή, και δε φταίει το ίδιο το άτομο που δέχεται την κακοποίηση για το ότι αυτή το ξεπερνά. Το ότι τραυματιστήκαμε ψυχικά από μια κακοποίηση δε σημαίνει ότι αποτύχαμε ή δεν είμαστε αρκετά ικανές ή ικανοί να ξεπεράσουμε το γεγονός. Η βία είναι κάτι που μας ξεπερνά, γιατί αυτή είναι η φύση της, πόσω μάλλον αν προέρχεται από ένα άτομο που εμπιστευτήκαμε, αγαπήσαμε ή είχαμε ανάγκη.
Αυτό είναι το τραύμα, ένα κενό στην ιστορία μας, μια πληγή η οποία μας συνοδεύει εκτός χρόνου και παρασιτεί συχνά από εμάς. Το ονομάζω κενό στην ιστορία μας, γιατί ακριβώς, όπως έχει αναφερθεί αυτές τις μέρες και από αξιόλογες και αγαπητές συναδέλφους που έχουν μιλήσει επί του θέματος αλλού, όπως διδάσκει η ψυχανάλυση, το τραύμα είναι εκτός χρόνου, εκτός ιστορίας. Το ότι είναι άλλωστε πάντα παρόν είναι καθοριστικός παράγοντας του φαύλου κύκλου της επανάληψης της κακοποίησης στη ζωή μας.
Ως εκ τούτου, είναι και άτοπο και αφελές το ερώτημα «πώς και η αποκάλυψη γίνεται μετά από τόσο καιρό». Για τους ανθρώπους που έχουν κακοποιηθεί, μπορεί να μην έχει περάσει ο χρόνος από εκείνη τη στιγμή, όσο και αν έχει παρέλθει στην υπόλοιπη ζωή τους. Και κάθε άνθρωπος δικαιούται να βρει το δικό του τρόπο και τη στήριξη να διαχειριστεί με τον τρόπο που επιθυμεί και με τα μέσα που του χρειάζονται το τραύμα του και να το κάνει ακόμα και πηγή δημιουργίας, όπως μπορούμε να σκεφτούμε τόσα παραδείγματα. Να πω εδώ ότι μιλάω για ανθρώπους που έχουν δεχτεί σεξιστική βία ή και κακοποίηση και όχι για θύματα. Βλέπεις ότι αποφεύγω τον όρο θύμα ή και θύτης. Το να ταυτίζεται ένας άνθρωπος με ένα συμβάν παίρνοντας το όνομα του θύματος, ταυτοποιούμενο με αυτή τη θέση, δεν του επιτρέπεται να υπάρξει με άλλο τρόπο. Άλλο ένα επιτέλεσμα της γλώσσας, μπορούμε να πούμε.
Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου;
Ειδικά σε ανήλικες και ανήλικους, τα άτομα που θα ασκήσουν οποιασδήποτε μορφής βία, πόσω μάλλον σεξουαλική, είναι κατά κανόνα από το περιβάλλον τους. Αυτό είναι τραυματικό όχι μόνο εξαιτίας του γεγονότος της κακοποίησης, αλλά γιατί θρυμματίζει την εμπιστοσύνη του ατόμου απέναντι στους δικούς του ανθρώπους, ανθρώπους που αγαπάει, θαυμάζει και σέβεται. Δημιουργεί μια στρεβλή εικόνα εαυτού που μπορεί να ευοδώσει μεταξύ άλλων και μια ενδοτικότητα σε βία στην υπόλοιπη ζωή. Κατακερματίζεται η έννοια της αγάπης, της φροντίδας και της αποδοχής. Οι συνέπειες εκεί μπορεί να είναι πολύ άσχημες, σε επίπεδο υγείας ψυχικής και σωματικής, σε επίπεδο καταχρήσεων και αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών.
Σε σχέση με αυτό το θέμα, για να μιλήσουμε και πάλι για πρόληψη, έχει τεράστια σημασία η σεξουαλική αγωγή. Σεξουαλική αγωγή δεν είναι αυτό που φαντάζεται ορισμένος κόσμος. Ότι πάμε στα παιδιά και τους λέμε πώς θα κάνουν σεξ ή «τους βάζουμε ιδέες». Τα παιδιά άλλωστε δεν πρέπει να τα υποτιμούμε, έχουν πολλές και πολύ όμορφες ιδέες. Η ενοχή και ο στιγματισμός έρχεται από τη δική μας μεριά. Η σεξουαλική αγωγή ξεκινάει από τον σεβασμό στο σώμα μας, πώς αυτό είναι πεδίο από όπου έρχεται ευχαρίστηση και δικαιούται αποδοχής και προστασίας. Πώς οριοθετώ τι επιτρέπεται και τι όχι να συμβαίνει πάνω μου, την αυτοδιάθεσή μου. Η σεξουαλική αγωγή από μόνη της προστατεύει, γιατί έρχεται μια φωνή απ’ έξω που λέει ότι δεν είναι εντάξει να μας φέρονται με ορισμένους τρόπους. Είναι μια από τις σημαντικότερες ευκαιρίες να απο-κανονικοποιηθεί, ας πούμε, η έμφυλη βία και ο σεξισμός. Πέραν της πρόληψης, το να εκτεθεί άλλωστε σε αυτά τα θετικά στοιχεία και ένα παιδί που έχει υποστεί ή υπόκειται κακοποίησης, του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει και να λάβει βοήθεια, εφόσον όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα ασφαλές πλαίσιο και από κατάλληλους ανθρώπους.
Αυτή είναι εξάλλου και η αξία του me too. Καθιστά ορατό ένα φαινόμενο και ταυτόχρονα ονοματίζει την κακοποίηση και την παραβίαση ως κάτι που δεν είναι αποδεκτό και αφορά και άλλους ανθρώπους. Αυτό βοηθά να μπει σε λόγια το βίωμα της κακοποίησης και δίνει ευκαιρία να θεραπευτούν πληγές, αλλά και να αναληφθούν ευθύνες.
Ο σεξισμός, η ομοφοβία και η τρανσφοβία εντός των οποίων μεγαλώνουμε μάς ενοχοποιεί αυτό που είμαστε. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι που τα δέχονται όλα αυτά μεγαλώνουν με την αίσθηση της κατωτερότητας, της ενοχής και της ντροπής σε σχέση με αυτό που είναι. Συνεπώς, δεν μπορούν ως παιδιά να αντιδράσουν στη βία που δέχονται, θεωρώντας την ως αποτέλεσμα του ίδιου τους τού είναι. Η αποδοχή της ποικιλομορφίας, αυτού που θεωρούμε διαφορετικό, αλλά και η ορατότητα αυτού που είμαι με τη συνειδητοποίηση ότι δεν είμαι μόνη/μόνος ή και η μόνη/ο μόνος, είναι κομβικό για να προστατευτώ, αλλά και να γίνει ορατό το βίωμά μου.
Τι μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνία;
Η ορατότητα έχει τεράστια σημασία σε όλα αυτά τα φαινόμενα, γιατί βγάζει κάτι από το σκοτάδι. Κάθε άτομο που κακοποιείται, και δη σεξουαλικά, κάθε γυναίκα νιώθει ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι ΟΚ και έχει μεγάλη σημασία να μην αισθάνεται μόνη της. Αυτό θα πρέπει να το προσλαμβάνει και από το περιβάλλον της, πόσω μάλλον από αυτό στο οποίο θα αποφασίσει να μιλήσει. Κατά συνέπεια, έχει τεράστια σημασία η συλλογικότητα και η αποδοχή της ποικιλομορφίας, των αυτοπροσδιορισμών και των βιωμάτων με μια ταυτόχρονη πάταξη κάθε ανοχής του σεξισμού ήδη από το στενό μας περιβάλλον όσο και το ευρύτερο κοινωνικό.
Να προσθέσουμε, βεβαίως, ότι δεν είναι υποχρεωμένη κάθε γυναίκα ή άλλο άτομο που είναι θύμα σεξιστικής βίας να μιλήσει, ή αυτό έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει με το δικό της τρόπο και το δικό της χρόνο. Το κίνημα του me too είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί ακριβώς δίνει ορατότητα και για τα άτομα που δεν έχουν τη δυνατότητα ή δεν είναι έτοιμα να μιλήσουν, εκπροσωπεί και τη δική τους φωνή. Πολλοί εκφράζουν πριν από οτιδήποτε άλλο το φόβο της κατάχρησης της καταγγελίας. Ακόμα και αν υπάρξουν και τέτοιες περιπτώσεις, γιατί μας απασχολεί αυτό τόσο πολύ και όχι ότι η βία είναι η πρώτη αιτία θανάτου γυναικών παγκοσμίως; Αυτό είναι έκφανση τόσο όλων αυτών των κοινωνικών παραγόντων στους οποίους αναφερθήκαμε, αλλά και της δικής μας δυσκολίας να αποδεχτούμε, να «χωρέσουμε» όλη αυτή τη βία και τις επιπτώσεις της, έκφανση τού πόσο κανονικοποιημένη είναι μέσα μας.
Τι μπορούμε να κάνουμε σε ατομικό επίπεδο;
Έχουμε όλοι και όλες ευθύνη να μην ανεχόμαστε τέτοιες συμπεριφορές στο περιβάλλον μας. ‘Όπως επίσης και να είμαστε όντως διαθέσιμες και διαθέσιμοι για τους ανθρώπους που έχουμε στο περιβάλλον μας. Γιατί μπορεί να έχει υποστεί κακοποίηση ένας άνθρωπος δίπλα μας που δεν το φανταζόμαστε. Να είμαστε εκεί με το ρυθμό που εκείνος θέλει να μιλήσει. Υπάρχουν σημάδια. Η αρρώστια έρχεται από αυτό που δεν μιλιέται. Οι άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν και μιλάνε ακόμα και μέσα από διάφορα συμπτώματα, όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Βεβαίως, και η ψυχοθεραπεία βοηθάει ,αλλά δεν θεωρώ απαραίτητο ότι όποιος άνθρωπος έχει υποστεί βία οφείλει να κάνει ψυχοθεραπεία. Αυτό είναι θέμα της επιθυμίας του. Πέραν όμως των θεραπειών, είναι ο κάθε κοινωνικός δεσμός που οφείλει να είναι θεραπευτικός. Ότι αυτό που έζησε μπορεί να ακουστεί χωρίς «ναι μεν αλλά». Να αναστοχαζόμαστε τις αντιδράσεις μας, ενίοτε και αντανακλαστικές. Ας ακούσουμε με την ουσιαστική παρουσία μας, και στην πορεία τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους κοινωνικά, νομικά, κλινικά ή ό,τι άλλο. Όταν το πρώτο πράγμα που θέλουμε να πούμε είναι ένα «ναι μεν αλλά», δηλαδή «μήπως δεν κατάλαβες», «μήπως υπερβάλλεις», «μήπως προκάλεσες» κ.ά., δεν είναι μια καλοπροαίρετη αμφισβήτηση. Δεν δείχνει έναν υγιή σκεπτικισμό, δείχνει μια δική μας άρνηση, και έτσι ανανεώνουμε το τραύμα του ατόμου που θέλησε να μιλήσει.
Οι άνθρωποι που υπόκεινται έμφυλη βία συνήθως θα υποστούν ξανά, σε ένα φαύλο κύκλο, και συνήθως αυτό αρθρώνεται όταν τα πράγματα θα έχουν πια φτάσει σε ακραία κατάσταση. Αυτή τη χρονιότητα πρέπει να προσπαθούμε να την ανακόπτουμε. Συχνά γίνονται συγκρίσεις, ποια μορφή βίας, έμφυλης εν προκειμένω, είναι πιο σοβαρή, και αποφασίζουμε να πάρουμε θέση όταν τα πράγματα έχουν φτάσει σε μια ακραία μορφή, η οποία μας εγκαλεί να την πιστέψουμε. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι η βία δεν είναι θέμα ποσότητας. ‘Ένας βιασμός είναι κάτι το οποίο πραγματικά μπορεί να λειτουργήσει αδιανόητα τραυματικά για τον άνθρωπο. Αν περιμένουμε να ενοχοποιήσουμε μια ακραία έκφανση, όπως να φτάσει να τελεστεί ένας βιασμός, έχουμε καταστραφεί. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την επίδραση του σεξισμού πολλά βήματα πιο πριν. Γιατί αν έχουμε στο μυαλό μας μόνο το βιασμό, θα επιτρέψουμε να τελεστεί αυτός έχοντας σιωπήσει σε όλη την υπόλοιπη έμφυλη βία που έχει υποστεί το άτομο μέσα από την ανοχή μας, μέχρι να έρθει αντιμέτωπο και με αυτόν. Η βαρύτητα ενός ποινικού αδικήματος, γιατί για ποινικά αδικήματα και εγκλήματα σεξιστικής βίας μιλάμε, είναι ένα θέμα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορούμε να αποφανθούμε με κάποια κλίμακα για το πώς βιώνει ο κάθε άνθρωπος κάθε μορφή βίας που υπόκειται και τι συνέπειες έχει αυτή στη ζωή του.
Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε τις ευθύνες της πολιτείας. Μιλάμε για το τι μπορούμε να κάνουμε σε ατομικό επίπεδο, το οποίο είναι βεβαίως σημαντικό, αλλά έχει γίνει σαφές, φαντάζομαι, ότι η αντιμετώπιση είναι θέμα ακόμα περισσότερο συλλογικό και απαραιτήτως και πολιτειακό. Η ατομική ευθύνη πολύ εύκολα ενοχοποιεί, είναι ένας τρόπος να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες που της αναλογούν η κοινωνία και η πολιτεία, εύκολα ενοχοποιεί. Οφείλουν να γίνουν σαφείς και γενναίες μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις σε πολιτειακό επίπεδο, οι οποίες δε θα τιμωρούν μόνο, αλλά θα αναγνωρίζουν και θα αποτρέπουν κάθε μορφής σεξισμό, ρατσισμό, τρανσφοβία και ομοφοβία.
[1] Cis σε αντιπαράθεση με το trans σημαίνει ότι υπάρχει ταύτιση με το φύλο που αποδόθηκε κατά τη γέννηση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις