Δέκα μέρες έχουν περάσει από τότε που τα κύματα από το τσουνάμι του ελληνικού metoo πλημμύρισαν το ελληνικό θέατρο. Και, παραφράζοντας τον στίχο του ποιητή, λες και πέρασαν χρόνια πολλά μέσα σε λίγες μέρες. Καταγγελίες, μαρτυρίες, δηλώσεις, αντεγκλήσεις, κλήσεις, μηνύσεις, εξώδικα, κείμενα διαμαρτυρίας και συμπαράστασης, κείμενα ενοποιητικά και κείμενα διχαστικά, λογική και ευαισθησία, θυμός και οργή. Παλαιότερα θα το λέγαμε «τουρλουμπούκι» αλλά η λέξη είναι πλέον ξεπερασμένη. Ας μείνουμε στο «μύλος» που είναι πιο διαχρονική. Ενας «καλός» μύλος μάλιστα που, όπως θέλει η παροιμία, όλα τα αλέθει. Μυστικά και ψέματα, τραύματα και απωθημένα, φιλοδοξίες και ακυρώσεις, εγωκεντρισμούς και μικροεγωισμούς, ανοιχτούς λογαριασμούς και κλειστά στόματα. Μικρή η χώρα, ακόμη μικρότερος ο χώρος, μεγάλα τα ονόματα. Φυσικό και αναμενόμενο να παραμορφώνονται τα σχήματα από το στριμωξίδι.

Κινήματα σαν το metoo ξεκινούν πάντα με τις καλύτερες προθέσεις, ουδεμία αμφιβολία περί αυτού. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα πριν καν συγκροτηθούν ως κίνημα. Πολύ καλά κάνουν λοιπόν όσες και όσοι έχουν υποστεί στον εργασιακό τους χώρο σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποιητική συμπεριφορά να τις καταγγέλλουν. Ζούμε σε μια ανοιχτή αστική δημοκρατία όπου οι κλειστές κοινότητες δεν μπορούν πλέον να κουκουλώνουν τα του οίκου τους. Εώς εδώ όλα καλά και φωτεινά. Αρχίζουν να σκουραίνουν όταν φουντώνουν οι παρεκτροπές εν ονόματι του αρχικού δίκαιου σκοπού. Ποιος έχει πει ότι ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις;

Είπαμε ότι ο χώρος είναι μικρός. Το καλλιτεχνικό και επαγγελματικό αποτύπωμα του καθενός είναι γνωστό – μαζί με τα «προικιά» του. Οσοι έχουμε στοιχειώδη επαφή με το ελληνικό θέατρο ξέρουμε τους «επιτάφιους για εχθρούς και φίλους». Οι συγκρούσεις ή οι πολιτικές σκοπιμότητες, στην εποχή του Διαδικτύου μάλιστα, δεν μένουν εν κρυπτώ. Μια πρόταση για κάποιο φεστιβάλ που απορρίφθηκε, ένα Ηρώδειο που δεν δόθηκε, κάτι που δεν αναγνωρίστηκε όσο θα ήθελε ή όσο πίστευε ότι άξιζε ο δημιουργός του. Η επιτυχία που άργησε μια μέρα ή που έστησε στο ραντεβού. Ελα μωρέ τώρα, πόσες φορές δεν ακούσαμε βγαίνοντας από μια παράσταση τον κακοκρυμμένο καγχασμό ενός σκηνοθέτη για τη σκηνοθεσία του «άλλου» ή μίας ηθοποιού για την ερμηνεία της «άλλης».

Ετσι, λοιπόν, στον «μύλο» των ημερών, στον ορυμαγδό των αντιδράσεων και των «πήρε θέση ο γνωστός κάποιος» και «απάντησε ο τάδε στον δείνα» δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος το «σωστό» από το «λάθος». Να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στην κατάθεση της προσωπικής εμπειρίας και στα «κάποιος μου είπε», «κάτι άκουσα», «ένας που δεν ζει πια μου έβαλε χέρι». Να απομονώσει σκοπιμότητες, εντεταλμένες υπηρεσίες, ανταγωνισμούς (ή μήπως φαντάζεται κανείς ότι ένας ηθοποιός ή σκηνοθέτης όταν δει τον, χωρίς λόγο ή δι’ ασήμαντον αφορμή, «αντίπαλό» του βαλλόμενο, θα χάσει την ευκαιρία να του τη ρίξει κι εκείνος;). Να αναγνωρίσει την εμπάθεια κάποιου σκηνοθέτη που, ενώ από την πρώτη του δουλειά το «κατεστημένο» – δηλαδή πολιτιστικά ιδρύματα, δημόσιοι φορείς και οργανισμοί – τον πήρε σφιχτή αγκαλιά, να μαίνεται στο Διαδίκτυο για τον ζόφο του… κατεστημένου που δεν αφήνει τα θεατρικά λουλούδια ν’ ανθίσουν.

Κουκουβάγιες

Ο Νίκος Βούτσης, θέλοντας να δικαιολογήσει (για άλλη μια φορά) τον γιο του που συνελήφθη (επίσης για άλλη μια φορά) από την Αστυνομία επειδή πέταξε τρικάκια έξω από το σπίτι της Σοφίας Νικολάου έχασε την μπάλα. Κατηγόρησε το θύμα, είπε κάτι αερολογίες για πράγματα που δεν έχουν συμβεί ποτέ και πουθενά, απέκρυψε τις παλαιότερες συλλήψεις του γιου του και, το αποκορύφωμα, τον αποκάλεσε ημιπιτσιρικά ετών 35, με αποτέλεσμα το πάρτι στα σόσιαλ μίντια που κρατά ακόμη.

Μπορούμε να κατηγορήσουμε για πολλά κάποιον – και για ακόμη περισσότερα τον συγκεκριμένο – όχι όμως για το ότι υπερασπίζεται το παιδί, όποιο κι αν είναι το σφάλμα ή το έγκλημά του. Είναι μια κορυφαία στιγμή του ανθρώπινου ενστίκτου ακόμη και όταν υπερβαίνει τη δεοντολογία ή τη λογική. Η «κουκουβάγια» που βλέπει το παιδί της καλύτερο απ’ όλα, θα πρέπει να προκαλεί συγκίνηση, όχι χλεύη.