Προχθές στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής (εδώ πέφτει ένα ηχηρό ταρατατζούμ, κατά προτίμηση από χάλκινα πνευστά) συνέβη κάτι σπάνιο και αξιοσημείωτο: ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ.

Την έκτακτη σύγκληση της επιτροπής, με την παρουσία της ομάδας που διαχειρίζεται την υγειονομική κρίση (Κικίλια, Χαρδαλιά, Τσιόδρα, Αρκουμανέα) είχε ζητήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και, για τον λόγο αυτό, πολλοί προεξοφλούσαν ότι η συνεδρίαση θα γινόταν γήπεδο. Οχι μόνον δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά και ο πλέον επίφοβος ταραξίας, ο Π. Πολάκης, υποχρεώθηκε να συμμορφωθεί με τους κανόνες. Υποχρεώθηκε μάλιστα από εκείνον που δεν θα έλεγες ότι το έχει: τον πρόεδρό της, βουλευτή της ΝΔ Γιάννη Μπούγα.

Σύμφωνα με τους κανόνες, οι ομιλητές στις επιτροπές οφείλουν να κάνουν τις παρεμβάσεις τους από τις θέσεις τους στα έδρανα. Ο βαρύς κι ασήκωτος, όμως, έχει τους δικούς του κανόνες: ο Πολάκης άρχισε να κινείται προς το βήμα, με την αυτοπεποίθηση που του δίνει ο όγκος του και η φήμη του. Περήφανος και στα αφτιά, αγνόησε τις εκκλήσεις του προέδρου, που τον καλούσε να μιλήσει από τη θέση του. Ο Μπούγας, όμως, δεν εκφοβίσθηκε από την αδιαφορία του Πολάκη. Επέμεινε και μάλιστα προειδοποίησε ότι, αν δεν συμμορφωνόταν ο βουλευτής, θα διέκοπτε τη συνεδρίαση.

Τώρα, αν διεκόπτετο η συνεδρίαση την οποία είχε ζητήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας ενός δικού τους βουλευτή, όλο το βάρος της ευθύνης θα έπεφτε στον βουλευτή και ο Πολάκης θα γινόταν ξανά ο στόχος της εσωκομματικής γκρίνιας. Το κατάλαβε και υποχώρησε, δικαιολογούμενος ότι ήθελε να μιλήσει από το βήμα (που περιβάλλεται από πλεξιγκλάς), επειδή δεν μπορεί να μιλάει με τη μάσκα. Ούτε αυτό όμως έκανε τον Μπούγα να υποχωρήσει. Αφού δεν μπορούσε με μάσκα, του υπέδειξε να πάει στην άκρη της αίθουσας και να μιλήσει από εκεί. Ο Πολάκης έκανε αυτό που του είπε.

Τόσο απλό ήταν τελικά. Ανάμεσά τους παίχτηκε το λεγόμενο, κατά Μπαμπινιώτη, «chicken game» και ο Πολάκης απεδείχθη η κότα της υπόθεσης. Το περιστατικό αποδεικνύει ότι η τακτική του εκφοβισμού βασίζεται κατά κανόνα στην απουσία αντιστάσεων από την πλευρά του εκφοβιζόμενου. Ο νταής βρίσκει και τα κάνει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βρήκε την επιμονή του Γ. Μπούγα να μην ανεχθεί το νταηλίκι του Πολάκη. Το ίδιο εκτιμώ ότι θα συμβεί και στα πανεπιστήμια, όταν κάνει την εμφάνισή της η πανεπιστημιακή Αστυνομία. Αλλωστε, αυτό δεν συνέβη και στα Εξάρχεια;

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΥΨΕΩΝ

Οταν ο Νίκος Βούτσης χαρακτηρίζει τον ηλικίας 35 ετών γιο του «ημιπιτσιρικά», αυτό που εννοεί, όπως εγώ το καταλαβαίνω, είναι ότι ο μικρός είναι σχεδόν πιτσιρικάς, αλλά όχι ακόμη. Σωστά, γιατί το παιδί είναι μόλις 35, δηλαδή νήπιο. Στα 40 του, θα είναι πιτσιρικάς, στα 50 έφηβος, στα 60 θα μπει στη δύσκολη μετεφηβική φάση και, επιτέλους, κάπου στα 70 θα έχει πια ενηλικιωθεί και θα παρουσιαστεί για να κάνει τη στρατιωτική θητεία του. Εκεί, θα έχει όλο τον χρόνο μπροστά του για να αποφασίσει τι θέλει να κάνει στη ζωή του.

Προφανώς, αστειεύομαι. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ο τέως πρόεδρος της Βουλής αναφερόταν στη βιολογική ηλικία του γιου του. Γιατί, αν εννοούσε την πνευματική ηλικία του, τότε έχει 100% δίκιο: ο συγκεκριμένος τριανταπεντάρης είναι πράγματι ημιπιτσιρικάς.

Προσωπικά, πάντως, λυπάμαι τον Ν. Βούτση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τον δικαιολογώ κιόλας – η λύπη δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για την ανοησία, ούτε και ελαφρυντικό. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, είναι μια εξήγηση. Κάποια παιδιά – όχι όλα, ευτυχώς – δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με τις αντιφάσεις των γονέων τους: τον φλογερό, πλην θεωρητικό, ριζοσπαστισμό τους, που συγκρούεται στην πράξη με την τάση τους προς το βόλεμα. Αυτή η ευθύνη είναι που κάνει στα μάτια μου τον Ν. Βούτση αξιολύπητο. Ακόμη και όταν προσπαθεί να της κρυφτεί, πίσω από σαχλαμαρίστικες δικαιολογίες. Ιδίως τότε…