Πώς ο Έλληνας «Γκιαούρ» του λόρδου Βύρωνα δημιούργησε τον μύθο του κόμη Δράκουλα
Ο λόρδος Βύρων άκουσε την ιστορία σε ένα από τα ταξίδια του στην Ανατολή και εμπνεύστηκε από αυτήν το επικό ποίημά του με τίτλο «Γκιαούρ», από όπου αργότερα θα γεννηθεί ο διαχρονικός, πιο κακός χαρακτήρας της λογοτεχνίας και του σινεμά: ο κύριος Δράκουλας!
- Με στάσεις εργασίας συμμετέχουν στην απεργία τα ΜΜΜ - Πώς θα κινηθούν
- Ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 15 ετών στους δολοφόνους της 41χρονης εγκύου
- Θλιβερή πρωτιά στην υποκειμενική φτώχεια - Στο 3,1% ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, στο 2% στην ευρωζώνη
- Ταξίδι Γεραπετρίτη στο Λονδίνο με ατζέντα Κυπριακό και Συμβούλιο Ασφαλείας
Μία όμορφη κόρη πληρώνει με τη ζωή της την αγάπη της για έναν νέο. Εκείνος σκοτώνει τον εκτελεστή της και δέχεται την ειδεχθή κατάρα να ζει στο εξής τρεφόμενος από το αίμα των μελών της οικογένειάς του…
Είναι ένας ζοφερός θρύλος, που κινείται ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, αφού φαίνεται πως τα πρόσωπα, που τον συνθέτουν, υπήρξαν. Ο λόρδος Βύρων, πάντως, άκουσε την ιστορία σε ένα από τα ταξίδια του στην Ανατολή και εμπνεύστηκε από αυτήν το επικό ποίημά του με τίτλο «Γκιαούρ», από όπου αργότερα θα γεννηθεί ο διαχρονικός, πιο κακός χαρακτήρας της λογοτεχνίας και του σινεμά: ο κύριος Δράκουλας!
Η ιστορία μάλιστα θα ταυτιστεί με την Ελλάδα, καθώς, εκεί στις αρχές του 19ου αι., σε εποχή έντονων ζυμώσεων προς τον σκοπό της απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό, ο φιλλέλην λόρδος θα δει στο πρόσωπο της κοπέλας του θρύλου, τη βασανισμένη Ελλάδα, που διεκδικούν ως άλλοι παθιασμένοι αντεραστές, Χριστιανισμός και Ισλάμ και ευρισκόμενος ήδη στο κατώφλι της επανάστασης, θα διαβλέψει την υπερίσχυση του πρώτου.
Αλλά όσο πιο δυνατή η ψυχή του καταπιεζόμενου, τόσο πιο μανιασμένη η οργή του δυνάστη. Γι αυτό και η κατάρα της συντήρησης, στη ζωή, με αίμα παραμένει νωπή για περισσότερα από 200 χρόνια…
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Πώς γεννήθηκε ο Βρικόλακας – Η καραμπόλα που τον βάπτισε «Δράκουλα» και τον «πολιτογράφησε» Ρουμάνο
Ο Ιρλανδός Μπραμ Στόκερ (Abraham Bram Stoker / 1847-1912), δημοσιογράφος και συγγραφέας, έχοντας γεννηθεί σε χρονική στιγμή που του επιτρέπει να εισπνέει την αντάρα μιας τεταμένης περιόδου ειδικά στην ανατολική Ευρώπη, όπου συντελούνται συμμαχίες καθοριστικές για το μέλλον της οθωμανικής επικράτειας, φαίνεται να κυριεύεται από ανησυχία για την εξέλιξη των γεγονότων. Ήδη, με το πρώτο του έργο υπό τον τίτλο «Το πέρασμα του φιδιού» δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής και τη θέση της Ιρλανδίας στον τόπο και τον χρόνο.
Έχοντας ήδη μια μακρά θητεία ως δημοσιογράφος, Στόκερ δουλεύει» μανιωδώς το επόμενο βιβλίο του, που φιλοδοξεί να ενταχθεί στη λογοτεχνία του συρμού της εποχής, τη γοτθική. Φαντάζεται, δηλαδή, μια ιστορία που συνδυάζει στοιχεία τρόμου (φυσικού και ψυχολογικού) και ρομαντισμού. Τα συστατικά ενός επιτυχημένου γοτθικού μυθιστορήματος είναι μυστήριο, στοιχειά, ζόφος, θάνατος, κατάρες που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά και κάπου ανάμεσα ένα ρομάντζο για να … σπάει η μονοτονία… Έχει συγγράψει περισσότερο από το μισό πόνημα, με τον μύθο να εξελίσσεται στα Καρπάθια Όρη, στα σύνορα Τρανσυλβανίας, Βουκοβίνας και Μολδαβίας, περιοχή που επιλέγει προσεκτικά, επειδή μορφολογικά και κλιματολογικά υποστηρίζει τον γοτθικό σκοτεινό, μυστηριακό χαρακτήρα του βιβλίου.
Στο μεταξύ, σε αυτήν την ίδια περιοχή έχει δράσει δεκαετίες νωρίτερα ο βοεδόδας (αρχηγός στρατού – τοποτηρητής) πρίγκιπας Βλαντ Γ΄ Τσέπες (Vlad Țepeș – 1431-1476) της Βλαχίας (σημερινής Ρουμανίας). Είναι αυτός που κυνήγησε όσο κανείς και με παροιμιώδη αγριότητα τους Τούρκους και έμεινε στην ιστορία ως «παλουκωτής». Ενδεικτικά, οι ιστορικοί Φλορέσκου και ΜακΝάλι (Radu R. Florescu και Raymond T. McNally),
στο έργο τους με τίτλο «Δράκουλας, ο πρίγκιπας με τα πολλά πρόσωπα», κάνουν λόγο για ένα «δάσος ανασκολοπισμένων Οθωμανών» μήκους 17 σταδίων και πλάτους επτά (!), αναφερόμενοι σε παραδουνάβια πόλη, από όπου είχε περάσει ο Βλαντ με τον στρατό του, προκειμένου να σκοτώσει τον Σουλτάνο. Όταν δεν τα κατάφερε, ξέσπασε την οργή του στη πόλη.
Η πλοκή του έργου του Στόκερ στρέφεται γύρω από τον δικηγόρο Χάρκερ, που φυλακίζεται στο κάστρο τού ευγενή κόμη βρικόλακα, ο οποίος τρέφεται με ανθρώπινο αίμα. (Έτσι κι αλλιώς, ο βαμπιρισμός ως έννοια είναι ήδη γνωστός από τον καιρό της… λάσπης. Πάμπολλες αιμοδιψείς μορφές της ελληνικής μυθολογίας αποτυπώνονται σε έργα φιλοσόφων και ποιητών της αρχαίας Ελλάδας, με πρώτη και καλύτερη τη Λάμια, την πανέμορφη βασίλισσα της Λιβύης, την οποία ερωτεύτηκε ο Δίας, προκαλώντας τη ζήλια της Ήρας, που σκότωσε όλα τα παιδιά του ανόσιου ζεύγους και μεταμόρφωσε τη Λάμια σε τέρας. Κι εκείνη, από αβάσταχτη θλίψη για τον χαμό των παιδιών της, έκλεβε μωρά και έπινε το αίμα τους!)
Ωστόσο, λίγο πριν ο Ιρλανδός συγγραφέας βάλει την τελευταία τελεία στο έργο του και καθώς ερευνά για νέα στοιχεία, που θα εμπλουτίσουν τον μύθο, σκοντάφτει στην αναφορά του Βρετανού προξένου της Μολδοβλαχίας Γουίλιαμ Γουίλκινσον (William Wilkinson) με τίτλο «An Account of the Principalities of Wallachia and Moldavia» (Απολογισμός των Πριγκιπάτων της Βλαχίας και της Μολδαβίας) και από εκεί ενημερώνεται για τη σκοτεινή προσωπικότητα του Βλαντ Γ΄, ο οποίος όμως δεν αναφέρεται ως Τσέπες, αλλά ως πρίγκιπας Ντράκουλα, βάσει του θυρεού της οικογένειας και ως τέκνο του Βλαντ Β΄ Ντράκουλ (Drăcul). Στην πραγματικότητα, ο Στόκερ αγνοεί έως εκείνη τη στιγμή το εύρος της δράσης του πρίγκιπα με το ζοφερό πρόσωπο, αλλά δεν εντυπωσιάζεται και από αυτήν. Άλλωστε, η δική του φαντασία έχει ξεπεράσει την πραγματικότητα και έχει ήδη διαμορφώσει τον δικό του αποτρόπαιο ήρωα. Τον εντυπωσιάζει όμως η υποσημείωση στην τελευταία σελίδα της μακροσκελούς αναφοράς:
«Δράκουλας» (Drăcul) =όνομα μεγάλης οικογένειας της Βλαχίας (μεταφράζεται ως «διάβολος»)! Το όνομα είναι «πιασάρικο» και η ερμηνεία του ακόμη περισσότερο! Το σημαντικότερο είναι ότι καθώς το Ντράκουλ αποτελεί μια απλή λέξη της Βλαχικής, ουδείς εκ των απογόνων της οικογενείας θα διεκδικήσει αποζημίωση ή και ποσοστά από τις πωλήσεις… Ο Στόκερ ξαναβαφτίζει τον ήρωά του! Πιάνει το βιβλίο του από την αρχή και όπου «κόμης βρικόλακας» βάζει «κόμης Δράκουλας»! Έτσι, από μία σύμπτωση, από μια βιαστική ματιά στις πηγές μιας προξενικής αναφοράς, το θρυλικό δημιούργημα του Στόκερ θα ταυτίζεται εις τους αιώνας με τους Τσέπες!
Έχει ήδη ξημερώσει το 1897. Ο Δράκουλας του Στόκερ εκδίδεται και το αποτέλεσμα εκπλήσσει και τον ίδιο. Το βιβλίο κυκλοφορεί με την ταχύτητα του ανέμου. Το περιεχόμενο που τρομοκρατεί και συνάμα σκανδαλίζει, καθιερώνει τον αιμοδιψή κόμη σε θρύλο που ζωντανεύει στους χειρότερους εφιάλτες των αναγνωστών…
Την επιτυχία πιστώνεται ασφαλώς ο δημιουργός συγγραφέας, που καταφέρνει να παρουσιάσει την ιστορία του κρατώντας την με εντυπωσιακή ικανότητα ανάμεσα σε φαντασιακό και ιστορικούς ακροβατισμούς. Το βιβλίο είναι γραμμένο επιστολικά (και πολύ σοφά, ως αποδεικνύεται), δηλαδή μέσα από γράμματα, καταχωρήσεις σε προσωπικά ημερολόγια αλλά και ημερολόγια πλοίων, των οποίων αφηγητές είναι οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Πολλές φορές, η ιστορία συμπληρώνεται με αποκόμματα εφημερίδων που αφηγούνται περιστατικά, τα οποία συνέβησαν χωρίς την παρουσία αυτόπτη μάρτυρα (άρα, ενδεχόμενες φαντασιοπληξίες της εποχής). Τα δε γεγονότα που αποτυπώνονται στις σελίδες του βιβλίου, παρατίθενται κατά χρονολογική σειρά, μεταξύ 3 Μαΐου και 6 Νοεμβρίου μιας συγκεκριμένης χρονιάς της δεκαετίας του 1890. Όλα έχουν μία αληθοφανή βάση.
Ο κόμης Δράκουλας είναι πια εδώ και σαν αυθεντική νεκροζώντανη φιγούρα, που κρατιέται με κάθε (ανθρωπο)θυσία ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, δεν θα πεθάνει ποτέ. Ως είθισται, το κοινό διαποτίζεται από την ανάγκη να αρπάξει τον ήρωα από το φαντασιακό και να τον τοποθετήσει στην πραγματικότητα. Τόσο το όνομα και η τρομακτική προσωπικότητα του ευγενή βρικόλακα όσο και το υποβλητικό τοπίο των Καρπαθίων, συνηγορούν στο να πολιτογραφηθεί Ρουμάνος ο δημοφιλής κόμης. Αλλά, φυσικά, το έρεισμα του Στόκερ τοποθετείται αρκετά μακριά από τα βαλκάνια… Ας γυρίσουμε τον χρόνο ακόμα πιο πίσω.
Ο έλληνας Γκιαούρ του λόρδου Βύρωνα έμπνευση των βρικολάκων
Ιούνιος του 1816 στη Villa Diodati, το σπίτι του λόρδου Βύρωνα στη λίμνη της Γενεύης. Είναι καλεσμένοι ο προσωπικός γιατρός του λόρδου και συγγραφέας Τζον Γουίλιαμ Πολιντόρι (John William Polidori), ο φίλος του λόρδου, ποιητής, Πέρσυ Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley), και η 19χρονη σύντροφος του τελευταίου και κατοπινή σύζυγός του, Μαίρη Γουόλστονκραφτ (Mary Wollstonecraft).
Είναι μια περίεργη χρονιά, που θα μείνει στην ιστορία ως «το έτος χωρίς καλοκαίρι». Κατά τη θερινή σεζόν, οι θερμοκρασίες κρατιούνται σε εξωπραγματικά χαμηλά επίπεδα και οι βροχές δεν έχουν σταματημό. Στο αρχοντικό του λόρδου, απλωμένα γύρω από το τζάκι, κάτω από τα μονότονα μπουμπουνητά του ουρανού, τα μέλη της συντροφιάς έχουν πιάσει κουβέντα ζόφου, διαβάζοντας φοβιστικές ιστορίες από την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Βύρων ρίχνει την ιδέα, αφού όλοι οι παρευρισκόμενοι είναι λάτρεις της γραφής (η Μαίρη έχει ήδη αρχίσει να συγγράφει), να στήσει ο καθείς τη δική του τρομακτική ιστορία.
«Θα είναι ένας πρωτότυπος διαγωνισμός συγγραφής!» λέει με ενθουσιασμό στους φίλους του, των οποίων η λογοτεχνική δραστηριότητα περιστρέφεται ως εκείνη τη στιγμή αποκλειστικά γύρω από τη ρομαντική ποίηση. Στην αρχή δυσανασχετούν. Εντέλει, τους πείθει.
Η βραδιά γεννά θαύματα… Ο Πολιντόρι συγγράφει την περίφημη νουβέλα «Vampyre» (Βρικόλακας) με κεντρικό ήρωα, τον λόρδο Ruthven, που ζει από το αίμα των θυμάτων του (στο πρόσωπο του λόρδου ήρωα αναγνωρίζεται ο Βύρων και η… νεκροζώντανη παρουσία του αποδίδεται συμβολικά στην ακροβασία του ανάμεσα στην Αγγλία και την Ελλάδα). Αλλά το πρόσωπο του αιμοσταγή Ruthven «πατάει» στον ήδη γνωστό «Γκιαούρ», έργο του λόρδου Βύρωνα, που κυκλοφορεί στην Ευρώπη με τεράστια επιτυχία. Γι αυτό, ο πνευματικός δημιουργός του «Vampyre» θα αμφισβητηθεί, γεγονός που θα αναγκάσει αργότερα τον Πολιντόρι να δηλώσει με θυμό:
«αν το θεμέλιο της νουβέλας είναι ο λόρδος Βύρων, η ανάπτυξη της ιστορίας είναι δική μου!»
Ο Σέλλεϋ από την πλευρά του δυσκολεύεται να ακροβατήσει ανάμεσα στον έμφυτο ρομαντισμό του και στον ζόφο, που απαιτεί ο παράξενος διαγωνισμός και βάζει ένα… χεράκι στο δημιούργημα της Μαίρης, που εκείνο το βράδυ θα συλλάβει την ιδέα τού «Frankenstein», σφραγίζοντας την υστεροφημία της…
Όσο για τον οικοδεσπότη λόρδο, συγγράφει το «Fragment of a Novel» (Απόσπασμα από μια νουβέλα), μια ημιτελή ιστορία βαμπιρισμού με κεντρικό ήρωα τον αριστοκράτη βρικόλακα Augustus Darvell (τα έργα των Πολιντόρι και Βύρωνα θα τυπωθούν αργότερα σε μία κοινή έκδοση). Άλλωστε, για τον λόρδο, το θέμα είναι οικείο. Ο γκιαούρης του θα αποτελέσει ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης τόσο για όλα τα κατοπινά γοτθικά λογοτεχνήματα, όσο και για τον περίφημο ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά, που θα αποτυπώσει αριστουργηματικά στον καμβά τμήμα της ιστορίας του λόρδου.
Ποιος είναι ο Γκιαούρ
Ο θρύλος επικεντρώνει στη μέχρις εσχάτων μονομαχία για τα μάτια μιας γυναίκας. Αγαπημένη του Βενετού άπιστου στρατιώτη (γκιαούρ) κατά την τουρκική αφήγηση στον λόρδο Βύρωνα, όπως όλοι οι μη μουσουλμάνοι) είναι η όμορφη Λεϊλά, που καταλήγει σκλάβα στο χαρέμι του Χασάν, ο οποίος την ερωτεύεται παράφορα αλλά όταν πληροφορείται ότι εκείνη αγαπά τον Βενετό πολεμιστή, την κλείνει σε ένα τσουβάλι και την ρίχνει στη θάλασσα. Ο γκιαούρ κυνηγάει τον Χασάν και σε μια άγρια αναμέτρηση τον σκοτώνει. Η κατάρα του Οθωμανού στοιχειώνει τον γκιαούρη… Για τον λόρδο Βύρωνα, η ιστορία των αντεραστών κρύβει έναν ισχυρό συμβολισμό. Στο ποίημά του, που αριθμεί περισσότερους από 1.300 στίχους, βλέπει στη μορφή του κεντρικού χαρακτήρα τη δράση του Φεραίου, του Κατσώνη, των σουλιωτών οπλαρχηγών και άλλων πολλών ηρώων του αγώνα, αρκετούς από τους οποίους γνώρισε και προσωπικά. Η Λεϊλά ενσαρκώνει την Ελλάδα. Τη διεκδικούν μετά μανίας Χριστιανισμός και Ισλαμισμός, αλλά εκείνη αφανίζεται μέσα σε μια ιστορική συγκυρία που κορυφώνεται δραματικά με την αποτυχία των Ορλοφικών, το 1770. Ωστόσο, το πάθος των Ελλήνων πολεμιστών για λευτεριά είναι άσβεστο («Αυτός είναι! καλώς ήλθε! Δέξου τώρα τα πληγάς μου, ω Γιαούρ κατηραμένε! Ω ληστά της Λεϊλάς μου!»)
Το εμβληματικό ποίημα του λόρδου Βύρωνα (γράφτηκε το 1813 και εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο) μεταφράζεται αριστουργηματικά από τη λόγια φαναριώτισσα Αικατερίνη Μαυροκορδάτου – Δοσίου (μικρανεψιά του πρωθυπουργού Αλ. Ν. Μαυροκορδάτου, σύζυγος του υπουργού Κων. Δοσίου και μάνα του επίδοξου εκτελεστή της βασίλισσας Αμαλίας, Αριστείδη), η οποία γοητεύεται από την ποίηση του λόρδου Βύρωνα. Με όλη τη μαστοριά της πλούσιας γλωσσικής φαρέτρας της μεταφέρει υπέροχα στην Ελληνική τούς αγγλικούς στίχους, που διαποτίζονται από δυνατό πάθος. Αλλά όταν αποπερατώνει τη μετάφραση, το 1843, και η μητέρα της την παροτρύνει να την εκδώσει, εκείνη δειλιάζει. Κρίνει ότι είναι «ανάξια τέτοιας τιμής». Αξιολογεί τη δουλειά της ως φτωχή και ξαναμεταφράζει το έργο. Εντέλει, η ελληνική έκδοση του«Γκιαούρ» κυκλοφορεί το 1857, με πρωτοβουλία του συζύγου της, αφού η Δοσίου έχει αποδημήσει.
Οι οθωμανικές κατάρες που περιβάλλουν τον γκιαούρη, έτσι όπως αποτυπώνονται στο ποίημα του λόρδου, προκαλούν ανατριχίλα. Είναι η πρώτη φορά στα παγκόσμια λογοτεχνικά χρονικά, που η τρομακτική μορφή και αγωνία, για ζωή, ενός βρικόλακα περιγράφονται με τέτοιες αποτρόπαιες λεπτομέρειες…
«Πρώτον όμως θα εξέλθης από της ταφής τον λάκκον,
και την γην θα περιτρέχης μορφήν έχων βρυκολάκων,
εις τα δώματα θα έμβης της πατρώας σου οικίας,
θέλων, τέρας, να ροφήσεις αίμα της οικογενείας.
Περί μέσας νύκτας πίνεις την ζωήν της θυγατρός σου,
Την ζωήν της αδελφής σου και αυτής της γυναικός σου,
της τροφής αηδιάζεις και το πρόσωπόν σου στρέφεις
το ημισαπές πλην σώμα πρέπει εξ αυτής να τρέφεις.
[…………………………………………………………….]
Μία όμως ήτις θύμα πρέπει και αυτή να γένη,
νεωτέρα μεν τα έτη, πλέον δε ηγαπημένη,
θνήσκουσα θα κράζη, Πάτερ! κ΄ ενταυτώ θα σ΄ ευλογήση
θα σε καυσ΄ αυτή η λέξις και τα σπλάχνα σου θα σχίσει.
Πλην τι όφελος; να πίης πρέπει και αυτής το αίμα,
να ιδείς απεσβεσμένον το ακτινοβόλον βλέμμα,
βαθμηδόν των παρειών της μαραινόμενον το χρώμα,
κρυσταλλούμενον εκείνο το λαμπρόν, γλαυκό της όμμα.
[…………………………………………………………….]
Οι οδόντες σου θα τρίζουν από τ΄ άσαρκά σου χείλη,
Των αιμάτων σου θα στάζη η καθαροτέρα ύλη.
Τέλος, ύπαγε και κλείσου εις τον σκοτεινόν σου λάκκον,
φύγε, – και μετά δαιμόνων χοροπήδα των παγκάκων,
Πλην και ούτοι βλέποντές σε, φεύγουσι τον μιαιφόνων,
Επειδή συ τέρας είσαι βδελυρότερον δαιμόνων!»
Στην Αγγλία το ποίημα αγαπιέται τόσο πολύ που σε δύο χρόνια από την έκδοσή του κυκλοφορεί σε 15 ανατυπώσεις. Η δε φήμη του απλώνεται εκτός της χώρας τόσο γοργά που ταυτόχρονα με τις επανεκδόσεις στην Αγγλική, μεταφράζεται την Ιταλική, τη Γερμανική και τη Ρωσική. Ο ίδιος ο δημιουργός, πάντως, δεν εμφανίζεται περήφανος από το συγκεκριμένο έργο του. Κάποιες φορές μάλιστα εκφράζεται ευθέως αρνητικά. Ως φανατικός φιλέλλην, ο Βύρων από τη μία αισθάνεται αμήχανος με την έμπνευση που του έχει προκαλέσει μια τουρκική ιστορία απροσμέτρητης αγριότητας, και από την άλλη νιώθει σχεδόν υπόλογος έναντι εκείνων που σπεύδουν αβασάνιστα να τον κατηγορήσουν ότι περιβάλλει με ζόφο τον κεντρικό ήρωα με τον οποίο ταυτίζει την υπόθεση της Ελλάδας. Ωστόσο αργότερα, ο Γκιαούρ θα αξιολογηθεί ως ίσως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα φιλελληνισμού, το οποίο μάλιστα συνετέλεσε σοβαρά στη μεταστροφή της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπέρ της Ελλάδας, στα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Για κάμποσα χρόνια ο Έλληνας Γκιαούρ του λόρδου Βύρωνα κατατρύχει τις συνειδήσεις ολόκληρης της Ευρώπης. Στο μήνυμά του το έργο είναι βαθιά φιλελληνικό και ψυχωφελές, αλλά η εικόνα του βαμπιρισμού, που ξεδιπλώνεται σε περισσότερους από 30 στίχους (!) μετατρέπεται με τη σειρά της σε έμπνευση της γοτθικής λογοτεχνίας και γεννά έναν από τους μακροβιότερους κακούς…
Τόνια Μανιατέα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις