Cambay’s Water

Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που ’ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε —λέω— φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που ’πες με θυμό: «Θα ’βγω άλλη μέρα…»

Τη νύχτα σου ’πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία…»

Ξημέρωσε κ’ ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!…
Μ’ αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

Στον Π.Π. Παναγιώτου

(από τη συλλογή του Νίκου Καββαδία «Πούσι», 1947)

Ο κεφαλλονίτικης καταγωγής Νίκος Καββαδίας, ναυτικός, ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας και απεβίωσε στις 10 Φεβρουαρίου 1975 στην Αθήνα.

Τα κατωτέρω κείμενα, προερχόμενα από το διαδικτυακό τόπο greek-language.gr, φωτίζουν πτυχές τής κατά γενική παραδοχή ξεχωριστής αυτής ποιητικής προσωπικότητας:

[…] Για πολλούς, ο Καββαδίας διατέλεσε μονάχα «ιδανικός και [μάλιστα] ανάξιος εραστής / των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», διαπλάθοντας μία χρωματουργία αντανακλάσεων και ιριδισμών, που δεν έχει μεγάλη σχέση με το «βαθύ γαλάζιο που αγαπήσαμε» στον Ελύτη.

Αλλά το χρώμα του Καββαδία προέρχεται από μελάνη σινική, είναι το έργο της υδρόγειας σουπιάς και αποκαλύπτεται κεντημένο «με το βελόνι» στο στήθος («κει που η τύψη μ’ άγγιζε κι έτρεχα σαν τρελός»), είναι δε προϊόν μόχθου και εργασίας· το χρώμα στον Ελύτη είναι ανταύγεια ρέμβης. Ο μεν καταφεύγει στη Γυναίκα-Θάλασσα που χορεύει μοιραία «πάνω στο φτερό του καρχαρία», ο δε διασχίζει μια πολυώνυμη θάλασσα γυναικών, με «γεύση τρικυμίας στα χείλη» και ανάλογη υδροχαρή διάπλαση.

[…] Τα ασύρματα ποιήματά του έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή γιατί αξιοποιούσαν τη φαντασμαγορία του ρομαντισμού, συνδέοντάς τη με τον ηλεκτρισμό της νεωτερικής ποίησης. […]

Δημήτρης Καλοκύρης, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου. Εισαγωγή στον Νίκο Καββαδία, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2004 (2η έκδ.), 9-11.

Η έμφαση στο βιωματικό χαρακτήρα της ποίησης του Καββαδία πιστεύω πως θα έπρεπε να μετριασθεί, καθώς η αυτονόητη σχέση του με το επάγγελμα του ναυτικού δεν συνοδεύεται με μια ποίηση που εξαντλείται στην κατάθεση αυτής της εμπειρίας […].

Η ποίηση στον Καββαδία αρχίζει ακριβώς στο σημείο που υπερβαίνει το βιωματικό υλικό και συνθέτει με κυρίαρχα πρότυπα τις φιλολογικές του εμπειρίες. Αλλά η ποιητική του οδηγείται στην πραγμάτωσή της όταν υπερβαίνει και αυτά τα φιλολογικά του πρότυπα και μετατρέπει την ποίηση της φυγής σε φυγή διά της ποίησης· γεγονός που, όπως υποστηρίζω, κατορθώνεται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση της μεικτής γλώσσας, αυτής που περικλείει το γνωστό και το άγνωστο με ισοδύναμο, σχεδόν, τρόπο. […] Κατά την άποψή μου […] δεν είναι το βίωμα που φορτίζει συγκινησιακά τις λέξεις αλλά αυτή και μόνη η αντιπαράθεση του οικείου με το ανοίκειο. Μέσα από κάθε ποίημα τα γνωστά στοιχεία ανοίγουν το δρόμο προς το άγνωστο και εκεί ακριβώς επιτυγχάνει ο Καββαδίας να μας οδηγήσει σε περιοχή επέκεινα του γνωστού και οικείου, σε περιοχή δυσδιάκριτου νοήματος, σε περιοχή σκοτεινότητας.

Άντεια Φραντζή, «Το μεταφορικό ταξίδι του Καββαδία. Ποιητικός λόγος πάνω στην κόψη βίωμα – φαντασία», Επτά Ημέρες,  εφ. Η Καθημερινή, 28 Φεβρ. 1999, 15.

Η ποίηση του Καββαδία δικαιούται να μας ενδιαφέρει και να μας συγκινεί ανεξάρτητα από την τραγουδιστική της χρήση, ερήμην της. Αυτοτελώς ισχυρή, οφείλει ικανό μέρος της αξίας της στην αίσθηση του χειροποίητου με την οποία εφοδιάζει τον αναγνώστη που την εμπιστεύεται και την κοινωνεί και με το μάτι, κι όχι μόνο με την ακοή. Ό,τι φαίνεται απλό εδώ και ατέχνευτο (ιδίως όταν επιλέγει την εκτενή αφηγηματική ανάπτυξη που χαρακτηρίζει κυρίως τις δύο πρώτες συλλογές), έχει μέσα του την περισυλλογή, τη δουλειά, την επεξεργασία, ό,τι δηλαδή θα μπορούσε να υποδηλώνει ο στίχος του Καββαδία «Έσχισα, φίλε μου, πολλά χαρτιά για να σου γράψω» — και τούτο ισχύει ακόμη κι όταν το μέτρο ηχεί προβληματικό ή η ομοιοκαταληξία δεν απέχει από το αναμενόμενο· άλλωστε ο ποιητής φροντίζει να ελευθερώσει την ειρωνεία του για να προβεί στη γνωστική αυτοκριτική, όπως στο «Μαραμπού»: «Απόψε αναθυμήθηκα κάποια κοινή γυναίκα / κι ένα τραγούδι εσκάρωσα σε στυλ μπωντλαιρικό / που ως το διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε αναγνώστη, / γελάς γι’ αυτόν που το ’γραψε, με γέλιο ειρωνικό».

Παντελής Μπουκάλας, «Η αυταξία του Ν. Καββαδία. Η ποίησή του συγκινεί ανεξάρτητα από την τραγουδιστική της χρήση», Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή, 28 Φεβρ. 1999, 17.

*Το φωτογραφικό πορτρέτο του Νίκου Καββαδία προέρχεται από το Αρχείο οικογένειας Ν. Καββαδία.