Tαξίδι εν μέσω πανδημίας, ουρανοκατέβατο δώρο που συγκαταλέγεται στα τυχερά του επαγγέλματος.

Τετάρτη απόγευμα, ο χώρος αναμονής στην προβλήτα Ε8 του Πειραιά θυμίζει στάση αστικού λεωφορείου, πρωί καθημερινής.

Κανείς απ’ όσους περιμένουμε το δελφίνι για Πόρο και Ύδρα, δεν έχει την ελαφρότητα της αναψυχής. Όλοι επιστρέφουν ή πάνε σε κάποια υποχρέωση.

Ξεκινά η επιβίβαση.

Πίσω μου φωνάζει ένας άνδρας, που δείχνει να είναι στην ηλικία όσων έχουν ήδη εμβολιαστεί. Βιάζεται να μπει στο δελφίνι. Οι φωνές απευθύνονται στη σύζυγό του:

«Σου είπα σήκω πάνω! Και όταν λέω να σηκώνεσαι! Θα σηκώνεσαι!». Eκείνη σηκώνεται κρατώντας τις δηλώσεις υγείας για τον κορωνοϊό. Λεκτική βία και πανδημία, η ελληνική επικαιρότητα μαζί σε μία σκηνή.

Φτάνουμε στη Ύδρα λίγο πριν τις 20:00. Η πρώτη της εικόνα είναι καθηλωτική.

Σε περίπου μία ώρα ξεκινά η απαγόρευση κυκλοφορίας. Το λιμάνι, που οι περισσότεροι, ως τουρίστες, θυμόμαστε να είναι πάντα γεμάτο από κόσμο, είναι ήδη άδειο.

Το νησί υπάγεται στο σκληρό lockdown της Αττικής. Δεν κυκλοφορεί ψυχή. Κλειστά εστιατόρια, καφέ και εμπορικά καταστήματα. Ανοιχτά μόνο δύο mini market.

Ένα ζευγάρι, μόλις έχει ψωνίσει τα απαραίτητα και επιστρέφει σπίτι.

Το στέκι της καραντίνας

Βαδίζοντας προς τη δυτική πλευρά του λιμανιού, προς το σημείο που βρίσκεται το αρχοντικό του Παύλου Κουντουριώτη, ένα από τα πιο γραφικά σημεία του νησιού, ακούγεται μουσική, ελληνική τραπ, από κάποιο κινητό τηλέφωνο.

Είναι τρία αγόρια που κάθονται κάτω από τα κανόνια του ναυάρχου Μιαούλη και συζητάνε. Είκοσι μέτρα πιο πέρα, κάθεται μια άλλη παρέα τεσσάρων ατόμων που γελάει.

Φτάσαμε στα «Κανόνια». Ένα ζευγάρι μας προσπερνάει βιαστικό, κρατώντας σακούλα από ψητοπωλείο. Έχουν έρθει να τα φάνε εκεί, στο πεζούλι.

Επιστρέφουμε προς την άλλη πλευρά του λιμανιού, με κατεύθυνση το ανοιχτό ακόμα ψητοπωλείο. Πέφτουμε πάνω σε μία σπάνια συνάντηση ενός πραγματικού και ενός σκαλιστού αιλουροειδούς, μπροστά από την προτομή του ήρωα των Βαλκανικών Πολέμων, ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη.

Οι ελεγκτές

Φτάνουμε στο ανοιχτό ψητοπωλείο. Είναι με διαφορά το πιο «ζωντανό» σημείο του νησιού.

Μέσα, δύο ψήστες και το αφεντικό, τρέχουν να προλάβουν τις παραγγελίες ως το κλείσιμο στις 21:00. Έξω από αυτό  7-8 πεινασμένοι πελάτες περιμένουν να εξυπηρετηθούν. Όλοι τους φοράνε μάσκες και οι μεταξύ μας αποστάσεις είναι ασφαλείς.

Ξαφνικά επικρατεί μια γενική αμηχανία. Δεν έχω αντιληφθεί τι την έχει προκαλέσει. Στην ομήγυρη έχουν προστεθεί αθόρυβα δύο άντρες.

Είναι ελεγκτές των μέτρων κατά της πανδημίας. Είναι ντυμένοι με πολιτικά.

Όσοι περιμένουμε έξω, διακριτικά και σχεδόν αντανακλαστικά, τσεκάρουμε αν η μάσκα βρίσκεται στη σωστή θέση και καλού κακού κάνουμε και δύο βήματα πιο μακριά από τον κοντινότερο διπλανό μας.

Οι ελεγκτές περιμένουν στη σειρά για να παραγγείλουν. Είναι ντόπιοι. Χαιρετιούνται με κάποιους με τα μικρά τους όνοματα, αλλά σύντομα επικρατεί μια αμήχανη σιωπή.

Σαν να μπήκε ο σερίφης κι ο βοηθός του στο σαλούν.

Τελικά κάποιος αποφασίζει να τη σπάσει.

–       Αν θέλω να πάω να πάρω τσιγάρα, μπορώ να κυκλοφορήσω; Ρωτάει τον μεγαλύτερο σε ηλικία ελεγκτή.

–       Ναι. Στέλνεις μήνυμα, ότι πας σουπερμάρκετ και πας.

–       Στέλνω δηλαδή και κυκλοφορώ, έτσι;

–       Ε ναι. Αλλά μη σε βρω στον Βλυχό (σ.σ. παραλία 2,5 χλμ δυτικά του λιμανιού) και μου πεις ότι είχες πάει για τσιγάρα.

Καποδίστριας

Πλησιάζει 21:00 και φτάνουμε στο ξενοδοχείο. Στεγάζεται σ’ ένα κτίριο του 19ου αιώνα. Από το μπαλκόνι «έχεις στο πιάτο», όμορφα στριμωγμένα, τα παραδοσιακά σπίτια και κτίρια του νησιού.

Επικρατεί απόλυτη σιγή και ηρεμία. Αν τρίξει ένα ντουλάπι στο τελευταίο σπίτι, νομίζεις ότι θα ακουστεί ως το λιμάνι.

Πόσο διαφορετική μπορεί να ήταν η Υδρα το 1828;

Λόγω πανώλης τότε, ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, που γεννήθηκε σαν σήμερα 11 Φεβρουαρίου, επέβαλε στο νησί αυστηρή καραντίνα κλείνοντας τα καφενεία και τις εκκλησίες και κρατώντας τους Υδραίους στα σπίτια τους, ώσπου με τη συνεργασία τους και τη συνδρομή του ελβετού γιατρού Λουί Αντρέ Γκοσέ, η πανδημία εξαφανίστηκε.