Η ρίζα του κακού
Καταγγελίες και θέατρο
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη σε σχέση με όσα οι αποκαλύψεις και οι καταγγελίες που γίνονται στον χώρο του θεάτρου τον τελευταίο καιρό φιλοδοξούν να μας κρατήσουν ενήμερους. Και είναι πολύ χειρότερη για έναν λόγο που, όσο και αν υπογραμμιστεί και παρά το γεγονός ότι είναι ενδεικτικός μιας σήψης που ξεπερνά τις μεμονωμένες περιπτώσεις και αποκαλύπτει τους μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργεί βαθύτερα μια ολόκληρη κοινωνία, θα παρακάμπτεται συνειδητά ή ασύνειδα και δεν θα αποτελέσει σε καμία στιγμή αντικείμενο ενός ουσιαστικότερου ενδιαφέροντος. Κάτι που θα σήμαινε πως όλα αυτά που συμβαίνουν δεν προκαλούν μόνο την περιέργειά μας, αλλά και μια πιο υψηλής τάξεως θέαση και κρίση που εμποδίζει την περιέργεια να γίνεται αδηφάγα και να εξελίσσεται σε αυτοσκοπό.
Ποιος είναι ο λόγος αυτός; Το γεγονός ότι αν, όχι όλοι, η πλειοψηφία τουλάχιστον των «παροικούντων την Ιερουσαλήμ» γνώριζε με το νι και με το σίγμα όλα αυτά που συμβαίνουν, αλλά περίμενε να σχηματιστεί ένας φαινομενικά πανίσχυρος τοίχος ώστε όποιος προσέρχεται για να προσθέσει το λιθαράκι του με μια εξομολόγηση, με μια αποκάλυψη ή με μια καταγγελία να αισθάνεται πως «εκτεθειμένος» δεν έχει να χάσει, παρά να κερδίσει. Να αισθάνεται δηλαδή προστατευμένος, αν και η έκθεσή του θα έπρεπε να τον μεταβάλει κανονικά σε ένα άτομο ποικιλόμορφα απροστάτευτο. Και αν ακόμη παραδεχτούμε μια ποικιλία θυτών που καλύπτει μια τεράστια γκάμα από το κλώτσησε, έβρισε ή έκανε ψυχολογικό πόλεμο επί σκηνής ως το παρενόχλησε σεξουαλικά ή βασάνισε με τους μύριους τρόπους που μπορεί να γνωρίζει ή να επινοεί ένα εκ γενετής «τέρας», στον ίδιο βαθμό θα έπρεπε να μας προβληματίζει ως κοινωνία το γεγονός πως με όλα αυτά που συμβαίνουν αισθανόμαστε κατά βάθος μια μορφή χαιρεκακίας γιατί πρόσωπα γνωστά δεν μπορεί πια να τα «καλύψει» η φήμη τους. Υπόκεινται δηλαδή στην ίδια δυνατότητα να διασυρθούν και να στιγματιστούν όσο και ο καθένας μας που ο διασυρμός και ο στιγματισμός του δεν θα ενδιέφεραν παρά ελάχιστους.
Θα αντιτείνουν πολλοί ότι «ας λειτουργήσει πρώτα η Δικαιοσύνη για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους τιμωρώντας τους ενόχους και μετά ως κοινωνία ασχολούμαστε με το να διορθώσουμε τα δικά μας κακώς κείμενα». Μέγα σφάλμα. Γνωρίζουμε όλοι μας πολύ καλά πως όταν κουράσει το θέαμα που έχει προκαλέσει μια συνταρακτική υπόθεση, η κούραση έχει ακυρώσει κάθε διάθεση να ασχοληθεί κανείς με τα συνυφασμένα μαζί της θέματα ουσίας. Γιατί όμως ο χαρακτηρισμός ως «θεάματος» ενός γεγονότος όταν τα ανήκουστα που επισύρει στην ανάπτυξή του θα έπρεπε κανονικά να το μεταβάλουν σε εφιάλτη για οποιονδήποτε θα ήθελε να υπάρξει, σχολιάζοντας ή κρίνοντας, ως ολοφυρόμενος ή ως αγανακτισμένος; Δυστυχώς θέαμα και μόνο θέαμα αν προσέξει κανείς μια μικρή, τοσοδούλα «λεπτομέρεια».
Δεν έχει παρά να ανακαλέσει κανείς όλους όσοι μέσω τηλεόρασης προσήλθαν το τελευταίο διάστημα στη δημόσια σφαίρα για να διαμαρτυρήσουν και να καταγγείλουν. Χωρίς να αμφισβητεί κανείς έστω στο ελάχιστο την αλήθεια των λεγομένων τους, πώς γίνεται ο καθένας ανάλογα με τη σειρά που προσήλθε να είναι κατά κάτι πιο επιδεινωμένη η καταγγελία του σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο;
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις