Η εκστρατεία επισκευής σχέσεων και αποκατάστασης διαύλων επικοινωνίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζεται απτόητη. Ο συνδυασμός ανάμεσα στη αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο και τη διαπίστωση ότι στην Ευρώπη έχει αρχίσει να εντείνεται μια ορισμένη δυσανεξία για τον τρόπο που η Τουρκία αντιλαμβάνεται τις «προβολές ισχύος» έχει οδηγήσει την τουρκική κυβέρνηση σε έναν αγώνα δρόμου για να μπορέσει να αποκαταστήσει σχέσεις και σημεία επαφής.

Αυτό είχε φανεί το προηγούμενο διάστημα στην προσπάθεια να αναζητηθούν σημεία επαφής με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, τόσο απευθείας, όσο και με εκμετάλλευση των νέων ισορροπιών που διαμορφώνονται στην Μέση Ανατολή και ιδίως στον Περσικό Κόλπο με την επαναπροσέγγιση ανάμεσα από τη μια στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και από την άλλη το Κατάρ.

Όμως, υπήρχε και το ζήτημα με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τουρκική προκλητικότητα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τόσο της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και της Ελλάδας και η απειλή «θερμού επεισοδίου» ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα, όλα αυτά έκαναν τα όργανα της ΕΕ να υιοθετήσουν την προοπτική των κυρώσεων στην Τουρκία, στοιχείο που ανησύχησε την Άγκυρα.

 

Τα πολλαπλά επίπεδα των ευρωτουρκικών σχέσεων

Την ίδια ώρα, βέβαια, οι σχέσεις ανάμεσα σε Τουρκία και ΕΕ είναι πολλαπλές και πολυεπίπεδες. Η σε ισχύ εδώ και αρκετά χρόνια τελωνειακή ένωση των δύο πλευρών σημαίνει ότι οι δύο πλευρές έχουν σημαντικές οικονομικές σχέσεις, τόσο στο επίπεδο του εμπορίου όσο και των επενδύσεων. Την ίδια στιγμή σημασία έχει και η παρουσία Τούρκων μεταναστών σε χώρες όπως η Γερμανία, αρκετοί από τους οποίους είναι πολιτογραφημένοι και αποτελούν οργανικό τμήμα των αντίστοιχων κοινωνιών.

Σε όλα αυτά προστίθεται κα η κοινή δήλωση ΕΕ και Τουρκίας για το προσφυγικό, που εδώ και 5 χρόνια αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της πολιτικής της ΕΕ αλλά και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για το μεταναστατευτικό και το προσφυγικό, εφόσον ουσιαστικά «κλείνει» τα ευρωπαϊκά σύνορα και καθιστά την Τουρκία υπεύθυνη να αποτρέπει τη μετακίνηση των προσφύγων που είναι στο έδαφός της προς την Ευρώπη.

Ειδικά το τελευταίο σημείο έχει κομβική σημασία για αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που αντιμέτωπες με την άνοδο της ακροδεξιάς θέλουν με κάθε κόστος να αποφύγουν το ενδεχόμενο μεγάλων κυμάτων μεταναστών και προσφύγων και θέλουν να επιδείξουν «σκληρή γραμμή» στο συγκεκριμένο θέμα.

 

Οι υποσχέσεις προς την Τουρκία

Όταν έγινε η συμφωνία με την Τουρκία που αποτυπώθηκε στην Κοινή Δήλωση για το προσφυγικό, υπήρξαν παράλληλα και διάφορες υποσχέσεις που έγιναν προς την Τουρκία. Αυτές αφορούσαν την αναθέρμανση της ενταξιακής διαδικασίας, ή τουλάχιστον την αναβάθμιση της εταιρικής σχέσης σε επίπεδο ανώτερο αυτού της τελωνειακής ένωσης που είναι τώρα σε ισχύ, αλλά και την αλλαγή του καθεστώτος με τις βίζες για τους Τούρκους πολίτες που θέλουν να μετακινηθούν στην Ευρώπη.

Έκτοτε, η Τουρκία διαρκώς υπογραμμίζει ότι πέραν των χρηματοδοτήσεων για το προσφυγικό στα άλλα ζητήματα δεν έχει υπάρξει πρόοδος, παρότι η ίδια είναι ιδιαίτερα συνεπής στις υποχρεώσεις της.

Βέβαια σε αυτό συνέβαλε και η επιδείνωση τόσο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η διαπίστωση ότι είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου, όσο και η παράλληλη επιδείνωση στις γαλλοτουρκικές σχέσεις και πάλι σε σχέση με τις εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο αλλά και τη Λιβύη. Αυτό οδήγησε τα πράγματα στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον περασμένο Δεκέμβρη και την απόφαση που άνοιξε παράθυρο για κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας.

 

Η διεκδίκηση «θετικής ατζέντας»

Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα η Τουρκία ήδη από τις παραμονές της προηγούμενης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής προσπάθησε να μετατοπίσει τους όρους της συζήτησης. Περιόρισε τις προκλητικές κινήσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, απέσυρε τα ερευνητικά σκάφη από διαφιλονικούμενες περιοχές και δήλωσε ότι είναι έτοιμη για διάλογο. Δεν περιόρισε την «αναθεωρητική» της ρητορική, πιο πρόσφατο παράδειγμα η επαναφορά του θέματος της «αποστρατιωτικοποίησης» των νησιών, όμως μη συνοδεύοντάς την με ανάλογες πρακτικές επέτρεψε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να θεωρήσουν ότι σε αυτή τη φάση δεν υπάρχει λόγος να ενεργοποιηθούν κυρώσεις.

Σε αυτή τη βάση η τουρκική κυβέρνηση θέλει να μετατοπίσει τη συζήτηση ακόμη περισσότερο σε αυτό που ορίζει ως «θετική ατζέντα», δηλαδή την παραπέρα αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων  και σε σχέση με ζητήματα όπως οι οικονομικές σχέσεις και για ζητήματα όπως οι βίζες.

Η «θετική ατζέντα» δεν είναι και άσχετη και με τους εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς του Τούρκου προέδρου και του επιτελείου του. Παρά τις κατά καιρούς ρητορικές εξάρσεις περί του αντιθέτου, ο Ερντογάν γνωρίζει ότι η ευρωπαϊκή προοπτική (που ήταν ένα από τα «κατατεθέντα σήματα» της πρώτης κυβερνητικής εμπειρίας του) παραμένει δημοφιλής στην Τουρκική κοινωνία. Την ίδια στιγμή με δεδομένη την επιλογή πιο περιοριστικής πολιτικής στην οικονομία, για να μπορέσει να αποφευχθεί ο κίνδυνος πληθωρισμού και κατάρρευσης του νομίσματος, ο Ερντογάν θέλει μια αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων αλλά και πέραν αυτού ένα «θετικό αφήγημα». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το τελευταίο διάστημα ο Ερντογάν έχει επαναφέρει στη ρητορική του τη διεκδίκηση της ευρωπαϊκής ενταξιακής προοπτικής.

 

Τα κρίσιμα ορόσημα

Αυτό περνάει μέσα από κρίσιμα ορόσημα. Το πρώτο είναι η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ τον Μάρτιο. Ο λόγος είναι ότι σε αυτή τη σύνοδο είναι προγραμματισμένη η συζήτηση και αποτίμηση της κατάστασης με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, με βάση και τα όσα είχαν αποφασιστεί στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. Εδώ η Τουρκία δεν επιθυμεί απλώς να αποφύγει να υπάρξουν και πάλι επικριτικές αποτιμήσεις και ζητήματα κυρώσεων, αλλά να αποφασιστεί η παραπέρα αναβάθμιση των σχέσεων.

Γιατί εάν γίνει αυτό τότε μπορούμε να πάμε στο δεύτερο ορόσημο που θα ήταν μια ευρωτουρκική συνάντηση κορυφής το καλοκαίρι που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία μιας παραπέρα αναβάθμισης των ευρωτουρκικών σχέσεων και από την οποία η Τουρκία προσδοκά ότι θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα είτε ως προς την αναθέρμανση της ενταξιακής διαδικασίας είτε ως προς το ξεμπλοκάρισμα ζητημάτων όπως οι βίζες.

 

Η συζήτηση με την Άνγκελα Μέρκελ

Αυτό εξηγεί και την ιδιαίτερη προβολή που έγινε στη συνομιλία της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η επίσημη τουρκική ενημέρωση αναφέρει ότι συζητήθηκαν βήματα για την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στην Τουρκία και τη Γερμανία όπως επίσης και περιφερειακά ζητήματα. Αναφέρει ακόμη ότι η Τουρκία είναι αποφασισμένη να προωθήσει τις σχέσεις της με την ΕΕ στη βάση μιας θετικής ατζέντας και ότι ο πρόεδρος Ερντογάν εξέφρασε την επιθυμία του για παραπέρα συζητήσεις και ιδιαίτερα τεχνικές συναντήσεις στην πορεία προς τη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου.

Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε επίσης από τον Τούρκο πρόεδρο στην ανάγκη να ξεκινήσουν τα βήματα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για την ανανέωση της Συμφωνίας της 18ης Μαρτίου (δηλ. την Κοινή Δήλωση για το προσφυγικό), που προφανώς παραπέμπει και στην προώθηση των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει και οι Ευρωπαίοι.

Τέλος, ο Ερντογάν επανέλαβε την τουρκική προσδοκία για ευρωτουρκική σύνοδο κορυφής πριν το τέλος της τρέχουσας πορτογαλικής προεδρίας της ΕΕ. Το τελευταίο αντιστοιχεί στην τουρκική εκτίμηση ότι η πορτογαλική προεδρία θα είναι πιο φιλική προς την Τουρκία και άρα θα διευκόλυνε την ευόδωση μιας τέτοιας συνόδου.

Από τη μεριά της η Γερμανίδα καγκελάριος καλωσόρισε τα θετικά σημάδια και εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και υπογράμμισε ότι είναι σημαντικό να υπάρξει πρόοδος σε αυτόν τον διάλογο. Ούτως ή άλλως σε αυτή τη φάση η Γερμανία επιδιώκει να μείνουν τα ελληνοτουρκικά σε επίπεδο «διμερούς θέματος» χωρίς εντάσεις και να μην εξελιχθούν ξανά σε «ευρωπαϊκό ζήτημα».