Μία από τις παρενέργειες του τρόπου που προκρίθηκε η θέσπιση αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «πανεπιστημιακή αστυνομία», θέσπιση που προωθείται παρά τις αντιρρήσεις αυτών που κατεξοχήν θα έπρεπε να είχαν γνώμη, δηλαδή της πανεπιστημιακής κοινότητας, είναι ότι έχει υποχωρήσει η συζήτηση για τον ουσιώδη ρόλο των δημόσιων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που είναι η παροχή εκπαίδευσης και έρευνας. Είναι ως εάν όλο το πρόβλημα των ΑΕΙ να είναι η εξασφάλιση με αστυνομικούς (άρα και κατασταλτικούς) όρους της εύρυθμης λειτουργίας τους, χωρίς να συζητάμε ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο αυτής.

Θα τολμούσα να πω ότι και εδώ παρατηρούμε ένα φαινόμενο που το έχουμε δει και σε άλλες περιπτώσεις και αποτελεί και διεθνώς ένα ιδιότυπο στοιχείο διακυβερνητικής παθολογίας. Σε μια εποχή που κυριαρχεί η επικοινωνία το βάρος μετατοπίζεται στην εικόνα. Αυτό που μετράει είναι «να περάσει το μήνυμα» ότι ένας θεσμός λειτουργεί με βάση την «εικόνα» που έχει διαμορφωθεί για αυτόν. Ας πούμε αυτή ενός καθαρού χωρίς αφίσες και συνθήματα κτιρίου όπου φοιτητές παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον μαθήματα.

Μόνο που τα πραγματικά προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης ξεκινούν εκεί που τελειώνει η εικόνα. Αφορούν την αγωνία για το ποιο μέλλον προσφέρει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε μια χώρα που εδώ και πάνω από δέκα χρόνια μετασχηματίζεται σε κοινωνία μειωμένων προσδοκιών. Εχουν να κάνουν με τη μεγάλη συζήτηση για το τι θα όριζε μια ερευνητική πολιτική που θα μπορούσε να ανταποκρίνεται σε μια άλλη προοπτική της κοινωνίας.

Περιλαμβάνουν την αναμέτρηση με τις ενδημικές μεγάλες ελλείψεις και ανισότητες στον πανεπιστημιακό χάρτη. Γι’ αυτόν τον λόγο, η αντίληψη ότι αυτό που κατεξοχήν χρειαζόταν η ανώτατη εκπαίδευση ήταν η αντιμετώπιση των φοιτητών και των φοιτητριών (και των συλλογικοτήτων τους) ως «επικινδύνων τάξεων» μέσα από μέτρα προληπτικής καταστολής, κινδυνεύει να είναι η βασιλική οδός για άλλη μια χαμένη ευκαιρία για μια πραγματικά καλύτερη ανώτατη εκπαίδευση.