Ηταν Τρίτη βράδυ, 25 Μαΐου 2010. Στο βιβλιοπωλείο «Ιανός», επί της οδού Σταδίου, λάμβανε χώρα η κεντρική παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Βαξεβάνη «Ο άνθρωπος του Τείχους», που είχε μόλις κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο: ένα τυπικό roman à clef (μυθιστόρημα με κλειδί), καθώς το αποκαλούν οι φίλοι μας οι Γάλλοι, όπου κάτω από μια προσχηματική μυθοπλασία καλύπτονται αληθινά γεγονότα. Εκτός από τον ίδιο τον συγγραφέα, στο πάνελ των παρουσιαστών ήταν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, η Δήμητρα Γαλάνη κι εγώ. Στο πολυπληθές ακροατήριο επίσης μπορούσες να εντοπίσεις τον αείμνηστο Μανώλη Γλέζο, την Αννα και τον Γιώργο Νταλάρα, ακόμη και μια σκοτεινή μυθιστορηματική φυσιογνωμία εκείνων των ημερών, όπως τον Απόστολο Βαβύλη.

Με τα προ δεκαετίας μέτρα και σταθμά, τίποτε από τα ανωτέρω δεν ήταν ιδιαίτερα αξιοπερίεργο. Ακριβώς η αντίθετη από την εντύπωση που θα προκαλούσε η ίδια σύναξη σήμερα. Δίχως να θέλω να προβώ σε δίκη πολιτικών προθέσεων (πόσω μάλλον… καλλιτεχνικών) εικάζω ότι στις ημέρες μας ο Βαξεβάνης δεν θα επέλεγε το ίδιο θέμα για το μυθιστόρημά του, ίσως και μόνο για να μην πικράνει εκείνον τον ευρωβουλευτή που ξεχώρισε κατά την προεκλογική του εκστρατεία μνημονεύοντας τον παππού του, αλλά όχι και τον πατέρα του. Εξίσου, αν όχι παραπάνω αναμενόμενο είναι ότι σήμερα δεν θα περνούσε καν από το μυαλό του συγγραφέα να συμπεριλάβει στο πάνελ εμένα – ένα ποτάμι από λοιδορίες και μομφές (εκατέρωθεν, οφείλω να παραδεχτώ) έχει καταστήσει πλέον εξαιρετικά «απίθανο» το προ δεκαετίας σφόδρα «πιθανό». Υποθέτω ότι ανάλογους ενδοιασμούς, ίσως και ισχυρότερους, θα είχε και για την παρουσία στο πάνελ του Νίκου Κωνσταντόπουλου – εδώ σίγουρα θα έπαιζαν ρόλο και οι παρενέργειες ενός ιδιότυπου αμφίστομου νεποτισμού, τόσο με ανάσκελη όσο και με μπρούμυτη τη διαβόητη ρήση: αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα. Σε κάθε περίπτωση, η σύλληψη εκείνης της εκδήλωσης – αφενός από πλευράς πάνελ, αφετέρου από πλευράς ακροατηρίου – θα ήταν σήμερα αδιανόητη.

Πώς καταντήσαμε έτσι, Κώστα; Πώς σκεβρώσαμε; Χρησιμοποιώ ενσυνείδητα «πρώτο πληθυντικό», μολονότι γνωρίζω πόσο εύκολο και βολικό θα ήταν να συνεχίσουμε να παίζουμε τον «μουντζούρη», το διαχρονικό blame game της Δεξιάς με την Αριστερά, την επιλεκτική μνήμη στην υπηρεσία ενός ατέρμονου «ούτος ήρξατο χειρών αδίκων». Η αλήθεια είναι πως ελάχιστη σημασία έχει ποιος πρωτοξεκίνησε, από τη στιγμή που όλοι – πρόθυμα κι ευφρόσυνα, μη σου πω – σπεύσαμε να ανταποκριθούμε. Εάν δεν ανταποκριθείς στη δυσανεξία, αργά ή γρήγορα η δυσανεξία θα βρει σε τοίχο. Εάν δεν κλείσεις το μάτι στη διαδικτυακή αγέλη, εάν δεν την ειδοποιήσεις με τρόπο ότι «όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται», η διαδικτυακή αγέλη δεν θα προσανατολιστεί καν προς τον επόμενο στόχο της: δεν τον ήξερε χτες, ούτε θα τον θυμάται αύριο. Θέλεις να μνημονεύσουμε τα κατά καιρούς θύματα της διαδικτυακής αγέλης;

Τη Σώτη Τριανταφύλλου, τον Χρήστο Χωμενίδη, τον Θανάση Χειμωνά, την Κική Δημουλά, την Ελενα Ακρίτα, τη Λένα Διβάνη, τη Μαρία Ρεπούση, τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Μένη Κουμανταρέα… – έτσι, φύρδην μύγδην, ζώντες και τεθνεώτες, που η διαδικτυακή αγέλη καταβρόχθισε, έσβησε το έργο τους με μια μονοκοντυλιά (ένα έργο που ούτως ή άλλως αγνοούσε), επειδή η πιο πρόσφατη δήλωσή τους δεν ήταν του «γούστου» της, επειδή δεν ήταν «δικοί» της ή δεν ήταν «δικοί» της… πλέον; Να θυμηθούμε τον Σταύρο Κοντονή; Δεν ήμουν ποτέ φίλος με τον Σταύρο Κοντονή, ακόμη και όταν καθόμουν δίπλα του στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Ούτε όμως πρόκειται να ξεχάσω και ποτέ τη σαδιστική χαρά με την οποία τον κατασπάραξαν τα ίδια κομματικά σκυλιά που μέχρι χτες τον έγλειφαν. Και συγγνώμη από τα σκυλιά. Δεν μας φταίνε σε τίποτε τα σκυλιά.

Πιο νωπό παράδειγμα; Ο Βασίλης Βασιλικός. Μου τηλεφώνησαν πριν από λίγες μέρες και μου ζήτησαν να κάνω μια δήλωση για τον Βασιλικό. Ο νους μου έτρεξε στο χειρότερο. Οχι – με καθησύχασαν· ο Βασιλικός χαίρει άκρας υγείας. Ηθελαν μια δήλωση για τη δήλωση του Βασιλικού. Μια δήλωση επί της δήλωσης του Βασιλικού για τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Γνώριζαν πως ήμουν φίλος του Βασιλικού (από τις αρχές του 2000, όταν τον έβλεπα τακτικά, σε σχεδόν εβδομαδιαία βάση: εκείνος ήταν πρόεδρος, εγώ ήμουν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων), όπως γνώριζαν επίσης και τη γνώμη μου για τον δολοφόνο της 17 Νοέμβρη.

Αφού λοιπόν ήταν τόσο καλά πληροφορημένοι, έβγαλα κι εγώ αβίαστα το συμπέρασμα ότι δεν ανέμεναν να εκφράσω για πολλοστή φορά τον αποτροπιασμό μου για τον Κουφοντίνα, αλλά για πρώτη φορά τον αποτροπιασμό μου για τον Βασιλικό. Τους απάντησα ότι δεν μπορούσα να σχολιάσω τη δήλωση του Βασιλικού για τον Κουφοντίνα. Δεν μπορούσα ή δεν ήθελα; Δεν μπορούσα και δεν ήθελα. Δεν ήμουν σε θέση να συρρικνώσω τη λαμπρή μακρόχρονη σταδιοδρομία ενός ανθρώπου ώσπου να πάρει το μέγεθος και το σχήμα της πιο πρόσφατης δήλωσής του, όσο άστοχη, εύστοχη ή όπως αλλιώς και αν αποτιμηθεί αυτή η δήλωση.

Δεν είμαστε η τελευταία μας δήλωση. Δεν μπορώ καν να φανταστώ μια δυστοπική κοινωνία λωτοφάγων που θα μας παραπέμπει σε ένα διαρκές στρατοδικείο, όπου θα κρινόμαστε και θα καταδικαζόμαστε κάθε φορά – πάλι και πάλι και πάλι – με γνώμονα αποκλειστικά την πιο πρόσφατη δήλωσή μας.

Ο,τι δεν έκανα εγώ και μερικοί ακόμη δακτυλομετρημένοι και δακτυλοδεικτούμενοι αιθεροβάμονες, θα το έκαναν μετά χαράς μερικοί καλοθελητές συντοπίτες του καταξιωμένου συγγραφέα: ουδείς προφήτης στον τόπο του, τα γνωστά… Εδώ και κάμποσα χρόνια, η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας φέρει την επωνυμία «Βασίλης Βασιλικός». Ο ίδιος ο δημιουργός χάρισε στην εν λόγω βιβλιοθήκη 15.000 τόμους βιβλίων από την προσωπική του συγκομιδή, αλλά θέλω να πιστεύω ότι σπουδαιότερο ρόλο στην επωνυμία έπαιξε ότι ο συγκεκριμένος συγγραφέας είναι ο πιο γνωστός και ο πιο μεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας εν ζωή… Ωστόσο, για το τοπικό συμβούλιο της Καβάλας (γαλάζιας πλειοψηφίας, εν προκειμένω – παρότι ανάλογη στάση θα μπορούσαμε να περιμένουμε και από ένα πράσινο, ένα ροζ, ένα κόκκινο, ένα μαύρο ή όποιας άλλης απόχρωσης συμβούλιο, εάν το τιμώμενο πρόσωπο στεκόταν ιδεολογικά απέναντί του) μεγαλύτερη σημασία έχει ποιανού κόμματος είναι βουλευτής Επικρατείας ο Βασιλικός και τι δήλωσε για τον Κουφοντίνα: τόσο ανθρώπινο, τόσο μικρόψυχο, τόσο αναμενόμενο… Πράγματι, την τελευταία δεκαετία, με την αμέριστη συνδρομή και την ακόρεστη βουλιμία της διαδικτυακής αγέλης – «άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» -, δεν μας ξέφυγε και τίποτε που να μην εξευτελίσουμε. Πώς διάολο θα αφήναμε τη μνήμη στο απυρόβλητο;