Γιώργος Ιωάννου : Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ’ αυτήν
Ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου απεβίωσε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 1985, σε ηλικία 58 ετών
- Αναστάτωση στο ΕΣΥ με τις πρωινές εφημερίες και στο βάθος… «ράντζα»
- Πιστεύετε ότι ο σκύλος που γυρνά ανάσκελα, όταν συναντά άλλον σκύλο, φανερώνει υποταγή;
- Ματ Λε Μπλανκ: Ο θρήνος για τον Μάθιου Πέρι, η «εξαφάνιση» και η αλλαγή επαγγελματικής καριέρας
- Τι λέει ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου για τον σεισμό στα Καλάβρυτα
Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ’ τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: «Eίχε κρύο τη νύχτα» ή «τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες».
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ’ αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ’ απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ’ το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ’ αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ’ τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ’ ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ’ την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ’ αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και να ‘ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ’ όλα όσα είδα μέσα σ’ αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ’ τα πόδια στο υγρό χώμα.
(Απόσπασμα από το πεζογράφημα του Γιώργου Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά», Kέδρος 1982)
Ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Νοέμβριο του 1927 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 1985, σε ηλικία 58 ετών.
Ακολουθούν κείμενα που προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο greek-language.gr και αφορούν τη λογοτεχνική δημιουργία του Γιώργου Ιωάννου:
Το 1964 εκδόθηκε το Για ένα φιλότιμο. Ένας μάλλον μικρός τόμος με 22 σύντομα «πεζογραφήματα», ανάμεσα στα οποία ήταν κι αυτά που είχαν δημοσιευτεί στη Διαγώνιο. Το βιβλίο κρίθηκε και συζητήθηκε ευνοϊκά. Θεωρήθηκε μάλιστα ως ένα από τα καλύτερα πεζογραφικά βιβλία της χώρας. […] Το 1971 —κι αφού στο μεταξύ ο συγγραφέας είχε βγάλει Τα δημοτικά μας τραγούδια, τα Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού, την Ιφιγένεια την εν Ταύροις του Ευριπίδη, σε δική του μετάφραση, και τις Παραλογές— εκδόθηκε Η Σαρκοφάγος. Η δεύτερη συλλογή πεζών του Ιωάννου, με 29 κείμενα παρόμοια μ’ εκείνα τού Για ένα φιλότιμο. Ακολούθησαν τρεις τόμοι Καραγκιόζη, ένας τόμος με Παραμύθια του λαού μας, και το 1974 κυκλοφόρησε Η μόνη κληρονομιά. Το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο του συγγραφέα με 17 κείμενα κάπως εκτενέστερα από τα προηγούμενα τού Για ένα φιλότιμο και της Σαρκοφάγου. Κατά τη γνώμη μου αυτά τα τρία βιβλία σημαδεύουν την καλύτερη περίοδο της σταδιοδρομίας του Ιωάννου ως λογοτέχνη πεζογράφου. Γιατί αποτελούνται από κείμενα όχι μονάχα αμιγώς λογοτεχνικά αλλά και σχεδόν στο σύνολό τους εξαιρετικής ποιότητας. Κάτι που δε βλέπουμε να συμβαίνει στον ίδιο βαθμό με τα μεταγενέστερα βιβλία του.
Γιώργος Αράγης, «Το λογοτεχνικό πεζογραφικό έργο του Γ. Ιωάννου». Για τον Γιώργο Ιωάννου, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, 38-39.
Στο Για ένα φιλότιμο (1964) οι χρονικοί άξονες στους οποίους κινείται ο αφηγητής ξεκινούν από την προκατοχική και κατοχική περίοδο, διαπερνούν τον Εμφύλιο και φτάνουν μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’60. Διασώζονται και εδώ, όπως στα ποιήματά του, οι παιδικές και εφηβικές εικόνες από τη γενέθλια πόλη, αναπαριστώνται όμως και οι καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων, οι χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς, ο συμβιβασμός που καθημερινά τούς αγκάλιαζε, οι ψίθυροι και οι κραυγές μιας εποχής που τον επηρέασε όσο τίποτε άλλο στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κοντά σ’ αυτά, έντονη θρησκευτικότητα, παραδοσιακές αξίες, θρύλοι, παγιωμένες συμπεριφορές, στοιχεία δηλαδή που δεν μπορεί να διασώσει κανένα ιστορικό έγγραφο ποτέ.
Τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά τα βρίσκουμε και στα επόμενα βιβλία του, Η σαρκοφάγος (1971), Η μόνη κληρονομιά (1974). Εδώ όμως έχουμε ένα αναρίθμητο εκφραστικό ωρίμασμα. Υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί για την πολιτική κατάσταση της εποχής εκείνης, ενώ αποδίδονται θαυμάσια πολλές όψεις της νεοελληνικής πραγματικότητας. Ο Ιωάννου αποστρέφεται τη σύγχρονη κοινωνία, γι’ αυτό και της ασκεί έντονη κριτική. Συχνά μας παρουσιάζει εικόνες της μεγαλούπολης, στην οποία κυριαρχούν η μοναξιά, η αδιαφορία και η υποκρισία. Η ιδιοτυπία της αφηγηματικής φωνής του συνίσταται στην υποβλητικότητα, που θυμίζει την καθημερινή ομιλία, καθώς η διεξοδική αφήγηση με την ποιητική συναίρεση πραγμάτων συνδέονται αρμονικά. Παράλληλα με τα εξωτερικά συμβάντα καταθέτει και τα όσα συμβαίνουν στη συνείδησή του ως εσωτερικές αντιδράσεις και διαχέονται μέσα από την ατμόσφαιρα της πόλης. Η περιπλάνηση μέσα στην πόλη αποτελεί πολλές φορές ένα μέσο αυτοεξομολόγησης και αυτογνωσίας.
Λέων Α. Ναρ, «Επιτρέψτε μου να θυμηθώ…». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 156-157.
Όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, το οποίο γονιμοποίησε τη γραφή πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία. Ο Ιωάννου διαμόρφωσε έναν νέο, σύγχρονο πεζογραφικό λυρισμό, διαφορετικό από τον εξωστρεφή λυρισμό τής έως τις μέρες του πεζογραφίας μας· μια ποιητικότητα εσωτερικής καύσεως, που δεν χρειάζεται λυρικές λέξεις για να αρθρωθεί και που παράγει τη θέρμη της —μια δροσερή θέρμη— χάρη σε ένα νέο για τη λογοτεχνία μας είδος υποβολής, που αναδύεται, καθοδηγούμενο από μια πραγματιστική ματιά, μέσα από μια δεξιοτεχνική συναίρεση ποικίλων —συχνά ετερόκλητων— στοιχείων: η εκφραστική λιτότητα που, παρά την αμεσότητά της, παράγει χάρη στις λανθάνουσες συνδηλώσεις της μιαν υποδόρια ένταση· η διαφορετική από τις συνήθεις μορφές της συνειρμικότητα· η αιφνίδια ανατροπή της χρονικής ακολουθίας και οι ευφυείς παρεκβάσεις· το χιούμορ και η —αυτοαναφορική— ειρωνεία· η επικέντρωση της προσοχής σε ελάχιστα ορατές, ωστόσο καθοριστικές, πτυχές της πραγματικότητας, συνεκβάλλουν σε μιαν ανεπιτήδευτη και φυσική, όμως συγχρόνως και βαθιά, γλώσσα, σε ένα είδος ποιητικού ρεαλισμού που για πρώτη φορά εμφανίζεται στην πεζογραφία μας.
Νάσος Βαγενάς, «Πρόλογος». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 11-12.
Η ελληνική πεζογραφία υπήρξε κατά κύριο λόγο εξωστρεφής. Της έλειψε η εσωτερική ματιά, με κάποιες εξαιρέσεις (Αξιώτη, Ξεφλούδας, Πεντζίκης). Στον Ιωάννου η εσωτερική εστίαση επιβάλλεται κατ’ ανάγκην. Δεν μετατρέπεται όμως η αφήγησή του σε σελίδες ημερολογίου αδιάφορες για τους άλλους ούτε μεταβάλλεται σε ξερή θεματογραφική άσκηση.
Διαβάζοντας Ιωάννου ο αναγνώστης αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στους άλλους. Κι αυτοί οι άλλοι είναι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, παιδιά που παίζουν μπάλα στις γειτονιές, εργάτες που σχολάνε από τη δουλειά, φαντάροι που συχνάζουν στα λαϊκά σινεμά, κάτοικοι των προσφυγικών συνοικισμών με τη «ζεστή προφορά» και τα καθαρά χαρακτηριστικά της ράτσας τους στο πρόσωπό τους, Καυκάσιοι, Κωνσταντινουπολίτες, Θρακιώτες, κι άλλοι, από την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Ραιδεστό, τη Ρωμυλία, όλοι εκείνοι που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των προσφύγων, από «στριμώγματα της μοίρας» και της έδωσαν τη δική της, θαμπή γοητεία.
Η πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου αποτελεί σήμερα μια πρόκληση. Η μικρο-αφήγηση την οποία καθιερώνει δεν συνιστά μια διαφορετική οντότητα, αντίθετη του μυθιστορήματος, αλλά μία μορφική δυνατότητα της ίδιας της τέχνης της πεζογραφίας. Το «πεζογράφημα» του Ιωάννου είναι ένα μικρό σχήμα μυθιστορήματος, εκείνο που εκφράζει ένα αφηγηματικό εγώ χωρίς προσωπείο, χωρίς διαμεσολαβητή και χωρίς να διακινδυνεύει να κατηγορηθεί για έλλειψη φαντασίας. […]
Νένα Ι. Κοκκινάκη, «“Ωραίες εικόνες του θανάτου…” Σημειώσεις για την “εξομολογητική πεζογραφία” του Γιώργου Ιωάννου». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 146-147.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις