«Η γλώσσα είναι σαν τον κόρφο της μάνας» λέει όταν αφηγείται τις στιγμές αφόρητης μοναξιάς που βίωσε στη Βιέννη. Ο σπουδαίος συγγραφέας, Πέτρος Μάρκαρης, ξετυλίγει το νήμα της ζωής του και μιλάει για τις στιγμές που τη σφράγισαν

Πότε αρχίσατε να φαντάζεστε τον εαυτό σας συγγραφέα;

Από παιδί ήμουν πολύ του διαβάσματος. Διάβαζα σαν τρελός, καταβρόχθιζα βιβλία.

Σε μια εποχή που το βιβλίο δεν ήταν στην καθημερινότητα των οικογενειών.

Εχετε δίκιο. Εγώ γεννήθηκα στη Χάλκη. Εκεί μεγάλωσα και έζησα μέχρι τη Β’ Λυκείου. Τελείωσα το Δημοτικό στο νησί και όταν άρχισα το Γυμνάσιο, έπαιρνα το καράβι κάθε μέρα, κατέβαινα στην Πόλη και το απόγευμα επέστρεφα πάλι στο νησί. Ετσι πέρασα όλο το Γυμνάσιο και τις δύο τάξεις του Λυκείου. Επειτα μετακομίσαμε στην Πόλη όπου μένουμε μόνιμα.

Αυτές οι μετακινήσεις από τη μία ήταν εξαντλητικές, από την άλλη σάς έδιναν και μια αίσθηση ελευθερίας.

Βεβαίως. Θέλω όμως να σας πω και μια τεράστια αντίθεση καλοκαιριού – χειμώνα που βίωνα ως παιδί. Τα νησιά αυτά δεν είναι νησιά διακοπών, αλλά κυρίως παραθερισμού. Υπήρχαν μόνιμοι δηλαδή παραθεριστές, οι οποίοι έχονταν τα καλοκαίρια και έμεναν. Ετσι είχα αποκτήσει πάρα πολλούς φίλους. Το φθινόπωρο όμως έφευγαν και έμενα μόνος μου. Αυτή η μοναξιά εμένα με σημάδεψε. Μάλιστα έχω και ένα κείμενο, το οποίο θα βγει κάποια στιγμή, μέσα στο οποίο λέω ότι το κενό αυτό προσπαθούσα, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα, να το καλύψω με το ποδήλατο. Ολο τον χειμώνα έκανα αυτή τη διαδρομή για να πάω στο σχολείο: Μιάμιση ώρα για να φτάσω, μιάμιση ώρα για να επιστρέψω. Μελετούσα πάντα πάνω στο καράβι. Δεν θυμάμαι ποτέ να είχα διαβάσει σπίτι μου. Ημουν όμως καλός μαθητής.

Σε ποιο σχολείο πηγαίνατε;

Εβγαλα το Αυστριακό Σχολείο. Ολο το Γυμνάσιο ήταν στα γερμανικά. Ημουν πολύ καλός στη γλώσσα και σκράπας στα Μαθηματικά. Οι καθηγητές των Μαθηματικών μού λέγανε: Σου βάλαμε τη βάση, διότι οι καθηγητές των Γερμανικών πλέκουν το εγκώμιό σου, αλλά δεν το αξίζεις.

Πότε αποφασίσατε να γράψετε στα ελληνικά; Δεδομένου ότι δεν ήταν η κύρια γλώσσα σας.

Πράγματι, όταν έφυγα και πήγα στη Βιέννη τα γερμανικά μου ήταν πολύ καλύτερα από τα ελληνικά μου. Το να σπουδάζει κανείς έξω εκείνη την εποχή δεν είναι όπως σήμερα, με τα erasmous και τις τεχνολογικές διευκολύνσεις. Η απόφασή μου να γράψω στα ελληνικά γεννήθηκε γιατί σε αυτή την πόλη έζησα ενός άλλου είδους μοναξιά, η οποία ήταν πολύ αισθητή. Είναι η μοναξιά εκείνη, η οποία σε κάνει να αναζητάς τον κόρφο της μάνας. Η γλώσσα είναι μέρος του κόρφου της μάνας. Ετσι πήρα την απόφαση να έρθω στην Ελλάδα.

Είχατε επιλογές, δεδομένου ότι μεγαλώνατε μιλώντας τρεις γλώσσες ταυτοχρόνως.

Μεγάλωσα ως δίγλωσσος και όταν τελείωσα το Λύκειο ήμουν πια τρίγλωσσος. Τα τούρκικα ήταν υποχρεωτικό μάθημα και μετά τα γερμανικά.

Η επιλογή του Αυστριακού Σχολείου ήταν δική σας;

Ηταν επιθυμία του πατέρα μου, ο οποίος πίστευε ότι η γερμανική γλώσσα θα γινόταν η διεθνής επιχειρηματική γλώσσα. Ο ίδιος ήταν έμπορος – είχε μία εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών – και εκείνη τη χρονιά που πήγα εγώ στο Γυμνάσιο ήταν η πρώτη του λεγόμενου «γερμανικού θαύματος».

Τελικά ούτε τα γερμανικά έγιναν διεθνής γλώσσα ούτε εσείς αναλάβατε την επιχείρησή του.

Ετσι ακριβώς. Ομως έμαθα πολύ καλά γερμανικά.

Πού σας βοήθησε αυτό;

Διάβασα περισσότερο λογοτεχνία στα γερμανικά, για να είμαι ειλικρινής, από ό,τι στα ελληνικά. Και όχι μόνο.

Ελληνικά πώς μάθατε;

Στο εξατάξιο Δημοτικό της Χάλκης.

Πώς αποκτήσατε εξοικείωση με τη γλώσσα; Με κάποιον δάσκαλο;

Οχι. Διάβαζα ασταμάτητα, μέρα – νύχτα.

Ποιες λέξεις σάς δυσκόλεψαν και ποιες εγκαταστάθηκαν αμέσως μέσα σας από την επαφή σας με την ελληνική γλώσσα;

Η λέξη η οποία μου έρχεται πρώτα στο μυαλό, η λέξη που όπως είπατε εγκαταστάθηκε, είναι η μειονότητα. Εγώ ήμουν σε μειονότητες και στην Τουρκία αλλά και στη Βιέννη. Επίσης πρέπει να πω ότι την ίδια λειτουργία έχουν οι λέξεις οι οποίες συνδέονταν με τη συχνή αναφορά στη θρησκεία. Μιλώ για τη χρονική περίοδο που ζούσα στην Πόλη. Για τη μειονότητα το επίσημο οικοδόμημα ήταν η αναφορά στο Πατριαρχείο.

Επεδίωκε τη συνοχή.

Εχετε δίκιο. Και ως ένα σημείο μπορώ να πω ότι η θρησκευτική δομή είχε μια εξουσία. Ηταν θέμα ισορροπίας. Οταν ζει κανείς σε μια χώρα με έναν εξαιρετικά επιθετικό εθνικισμό όπως ήταν στην Τουρκία όπου ζούσα εγώ, χρειαζόμασταν αυτή την ισορροπία.

Αρα το θρησκευτικό συναίσθημα είχε πάρει χώρο μέσα σας;

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να ζει σε συνθήκες «μειονότητας» και να μην έχει σχέση με το θρησκευτικό οικοδόμημα. Δεν γινόταν διαφορετικά.

Ως ανήσυχος άνθρωπος αναζητούσατε απαντήσεις πέρα από αυτά τα στενά όρια.

Σαφέστατα. Εξού και η στροφή προς το διάβασμα σε πολλές γλώσσες. Οποια και αν ήταν η σχέση μου αυτό με τον επιθετικό εθνικισμό, ταυτόχρονα άνθιζε και η σχέση μου με τους τούρκους συγγραφείς και ποιητές.

Τι κάνει καλό έναν συγγραφέα;

Υπάρχουν εκείνοι που η μεγάλη δύναμή τους είναι η γραφή και εκείνοι που έχουν έναν τρόπο να επεξεργάζονται τις ιστορίες και τα θέματά τους. Ευτυχώς που αλλάζει από συγγραφέα σε συγγραφέα. Αυτό δίνει και τη μεγάλη ποικιλία των προτάσεων.

Η δική σας δύναμη ποια είναι;

Είναι δύσκολο να μιλήσω για τον εαυτό μου. Ομως για μένα έχει σημασία να μιλάω για καίρια κοινωνικά ζητήματα με έναν πολύ απλό τρόπο. Και αυτό γίνεται ηθελημένα. Θέλω να βλέπει ο αναγνώστης ότι αυτά τα σύνθετα θέματα υπάρχουν και απλοί τρόποι για να τα περιγράψεις, χωρίς να χάνουν τη δύναμή τους.

Ποιο ήταν το θέμα που δυσκολευτήκατε να το κλειδώσετε στις λέξεις σας;

Είναι το μυθιστόρημά μου για την Πόλη «Παλιά πολύ παλιά». Αυτό με βασάνισε πάρα πολύ. Οταν αποφάσισα να το γράψω δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι από τη μια είχα συναισθηματική φόρτιση. Από τη μια βγήκαν οι μνήμες και από την άλλη η ιστορία που πήγαινα να πω σκόνταφτε πάντα στις προσωπικές μου αναμνήσεις. Αυτές ήταν πιο δυνατές από την ιστορία που πήγαινα να αφηγηθώ.

Αυτό που με έσωσε εκείνη τη στιγμή ήταν η ιστορία της γυναίκας που μας μεγάλωσε, της Μαρίας, η οποία είναι και η δολοφόνος στο βιβλίο. Οταν είδα τη Μαρία ξανά και αντιλήφθηκα ότι αυτή ήταν η ηρωίδα μου, τότε τα πράγματα εξομαλύνθηκαν.

Με ποιον τρόπο;

Γιατί ακολουθούσα την ιστορία μέσα από αυτά που γνώριζα για την ίδια και από τις προσωπικές και συναισθηματικές εμπειρίες. Είχε έρθει στο σπίτι μας ως οικιακή βοηθός και έφυγε από τη ζωή ως άνθρωπος της οικογένειας. Είχε όμως ένα θλιβερό τέλος αυτή η ιστορία, ιδιαίτερα για τη μητέρα μου.

Γιατί;

Οταν η μητέρα μου αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα να μείνει μαζί με εμένα και την αδελφή μου που είχαμε ήδη εγκατασταθεί μόνιμα, θεώρησε – επειδή η Μαρία ήταν μεγάλη σε ηλικία – ότι θα ήταν καλύτερα να της εξασφαλίσει μια διαμονή στο γηροκομείο. Ομως η Μαρία πέθανε δυστυχισμένη εκεί. Και αυτό ήταν πάντοτε ένα ζήτημα που βασάνιζε τρομερά τη μητέρα μου. Οταν βρήκα λοιπόν ότι αυτή ήταν η ηρωίδα μου είπα: «Τώρα μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτή». Η ιστορία του βιβλίου αφορά τον απολογισμό μιας γυναίκα που αποφασίζει να πάει πίσω στη γενέτειρά της, που είναι ο Πόντος, και να πεθάνει. Ξεκαθαρίζει, τακτοποιεί τους λογαριασμούς με τους ανθρώπους – και τα καλά και τα άσχημα. Μια ωραία πρωία καταλήγει στην Κερασούντα για να πεθάνει.

Πότε την είδατε τελευταία φορά ;

Στην Πόλη όταν ζούσε ακόμη με τη μητέρα μου. Δεν την ξαναείδα από τότε.

Υπάρχει άλλη δύσκολη στιγμή στη ζωή σας;

Ο θάνατος της γυναίκας μου. Ηταν πάρα πολύ δύσκολη. Ημασταν μαζί από το 1971 και πέθανε το 1986. Αυτό με πόνεσε, με συνέτριψε, κουβαλάω την απώλειά της… Εκείνο που με κράτησε στη ζωή είναι η κόρη μου. Αυτό συνετέλεσε και στον ισχυρό δεσμό που αναπτύχθηκε μεταξύ μας.

Δεν σκεφτήκατε να προχωρήστε ξανά;

Από την αρχή με γάμους; Ουδέποτε. Δεν ήθελα να πάρει καμία τη θέση της.