Η Trap είναι rap; Μύθοι και αλήθειες για την μουσική που διχάζει
Με αφορμή την πολυσυζητημένη σύλληψη του Mad Clip, αναλύουμε ορισμένα στοιχεία και πρόσωπα σχετικά με την ελληνική Trap
- «Αίμα, ιδρώτας και δάκρυα» – Έκθεση κόλαφος της Γερουσίας των ΗΠΑ για τις συνθήκες εργασίας στην Amazon
- ΣΥΡΙΖΑ – Νέα Αριστερά χωρίς συγκολλητική ουσία – Φόρμουλα συνεννόησης από Φάμελλο – Κοτζιά
- Πρεμιέρα για το «Καλάθι του Αϊ Βασίλη» – Τι περιλαμβάνει, που κυμαίνονται οι τιμές
- City break προορισμός η Αθήνα - Πόσο απέχει από Λονδίνο
Πρόκειται για ένα παρακλάδι της hip hop κουλτούρας, μόνο που οι djs, οι mcs, αλλά και το ίδιο το κοινό διχάζονται σχετικά με την αξία της.
Διάβασα κάπου το εξής που έμεινα να το σκέφτομαι για μερικά λεπτά:
«Ευτυχώς σήμερα υπάρχουν καλλιτέχνες με στοιχεία trap που φτιάχνουνε ωραία μουσική, όπως ο RKoudos που σου είπα πριν, ο P.R.I.N., o Fried Day ή ο Πακιστανός ο Αhmed Valos. Το νέο λαϊκό τραγούδι δε γινόταν άλλο πια να είναι οι μίμοι του Άγγελιου Διονυσιου και του Σφακιανάκη.»
Άρα, το νέο ελληνικό τραγούδι θα είναι αυτό το αμφιλεγόμενο είδος με τις βρισιές, την καοποιητική φιλοσοφία και τον σεξισμό; Η θεματολογία των τραπ κομματιών είναι κοινή παγκοσμίως (όπλα, ναρκωτικά, υπερτονισμένη σεξουαλικότητα και «μάτσο αρσενικά», ξεκάθαρη παραβατικότητα και πλούτος που πηγάζει από έκνομες ενέργειες).
Λέγεται ότι ξεκίνησε με προδιαγραφές να εξελιχθεί στην πιο ενδιαφέρουσα μουσική των millennials και στην Ελλάδα, κατέληξε όμως στη μονοτονία και τη μονομανία, με στίχους κλισέ που στην πλειονότητα των περιπτώσεων λένε και δείχνουν στα βίντεο τα ίδια ακριβώς: κοπέλες με μαγιό σα να είναι κρέατα, ακριβά αυτοκίνητα, χρήμα, όπλα και παράνομες ουσίες σε αφθονία.
Η Ghetto Queen είναι από τις ελάχιστες γυναίκες που κάνουν αυτή τη στιγμή τραπ στην Ελλάδα και έχει ενδιαφέροντα δείγματα δουλειάς, χωρίς να καταφέρνει πάντοτε να βάζει στα κομμάτια της το στίγμα της γυναικείας ενδυνάμωσης που πιθανά θα ανανέωνε τον ήχο και το αποτύπωμα της τραπ μουσικής.
Έχει συζητηθεί αρκετά-ή ίσως όχι αρκετά!- ότι η trap προωθεί την κουλτούρα του βιασμού, το slut shaming και θρέφει την πατριαρχία: γυναίκες μονίμως διαθέσιμες σεξουαλικά, ημίγυμνες όχι κατ΄ανάγκη επειδή το θέλουν οι ίδιες, αλλά για να προσφέρουν ικανοποιητικό θέαμα για τους άντρες-εραστές τους που φέρονται, συχνότατα, και ως μαστροποί τους, τουλάχιστον συμπεριφορικά. Οι γυναίκες υποτιμώνται συστηματικά, αλλά αυτό, διυλισμένο από την «τραπ αντρική ματιά» μοιάζει περισσότερο με φόρο τιμής σε αυτές: είναι «μουνάρες», γι’ αυτό αξίζουν σεξ και χρήματα και ακριβές τσάντες. «Τι, τους χαλάει κιόλας;»
«Η πουτάνα σου, η πουτάνα μου, την κερατώνω και αυτή δεν μ’ αφήνει, η βίζιτα»: αυτός είναι στίχος σε τραπ τραγούδι.
Στο εξωτερικό υπάρχει περισσότερη διαθεματικότητα, υπάρχουν φεμινιστικές κολεκτίβες που κάνουν τραπ, γυναίκες σούπερ-σταρ (Cardi B, Nicki Minaj, Rico Nasty κ.ά) , άντρες τράπερ που μιλάνε για συναίνεση, για τη σχέση τους, οι sound cloud rappers που παρουσίασαν ένα εναλλακτικό μοντέλο αρρενωπότητας, πιο συναισθηματικό και ευάλωτο, όπως ο Lil Uzi Vert και η μεγαλύτερη επιτυχία του παγκοσμίως του 2017, το «XO tour Llif».
Φυσικά, είναι αστεϊσμός να διατεινόμαστε ότι η κοινωνία μας, σάπια σε πολλά της κομμάτια, κινδυνεύει από την trap μουσική. Δεν πρόκειται περί εχθρού της, αλλά περί καθρέφτη της, μάλλον.
Η ιστορία της trap μουσικής
Η trap ουσιαστικά προέκυψε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στον αμερικανικό νότο (southern hip hop) και αποτελούνταν από beats –η ραπ ορολογία είναι παραπάνω από χρήσιμη– τα οποία παράγονταν μέσω του Roland TR 808· περιείχε αρχικά αργούς ρυθμούς, σε tempo περίπου 140 ΒPM, προσθέτοντας έντονα το στοιχείο του μπάσου και των drums στην ηλεκτρονική μουσική. Πρακτικά, οι διαφορές της τότε trap από τη hip hop της εποχής ήταν μικρές και δυσδιάκριτες.
Η λέξη trap εμπεριέχει δύο έννοιες άμεσα συνδεδεμένες με την λέξη «παγίδα». Ως «trap» αναφέρονταν τόσο οι χώροι του φτωχού αμερικανικού νότου, στους οποίους γίνονταν το εμπόριο ναρκωτικών, όσο και η ίδια η χρήση. Ενώ παράλληλα, ως trap αναφερόταν και η «παγίδευση» σε ένα χωρίς διέξοδο lifestyle φτώχειας, εξαθλίωσης, βίας, ναρκωτικών και τελικά θανάτου. Μια «παγίδευση» που εξυμνείται, εμπλουτίζοντας λυρικά τα beats, με την κατανάλωση και το μαγείρεμα ναρκωτικών να έχουν τον πρώτο (και το δεύτερο) λόγο στιχουργικά. Με το Lean, τοξικό ποτό που φτιάχνεται από σιρόπι κωδεΐνης (σιρόπι για το βήχα) και Sprite να έχει το ρόλο του ναρκωτικού-μασκότ για την Trap.
Αν ανατρέξει κανείς στις σελίδες του Google για την τραπ μουσική θα διαπιστώσει πως χαρακτηρίζεται «από τους απειλητικούς της στίχους και ήχο που ενσωματώνει μισές ή τριπλές διαιρέσεις του χρόνου με hi-hat, βαριά μπάσα με την ονομασία 808, που πήραν την ονομασία τους από το Roland TR-808, πολυεπίπεδα πλήκτρα, και “κινηματογραφικά” έγχορδα».
Παρ’ όλα αυτά, αυτό που έχουμε σήμερα υπόψιν μας ως trap μουσική είναι κατά βάση μια μετεξέλιξη που γνώρισε το είδος, στις αρχές του millennium, όταν και έγινε το πάντρεμα της southern hip hop με «πιο μπάσα φωνητικά», την dance και την dub, όπου κυρίαρχες ήταν οι χαμηλές συχνότητες και οι επαναλήψεις ρυθμών στα κομμάτια. Έτσι, η τομή έρχεται με τον δίσκο Trap Muzic του T.I., ο οποίος εμπεριέχει την προαναφερθείσα μετεξέλιξη, ενώ παράλληλα καθιερώνει για πρώτη φορά την ονομασία «trap music», έναντι του «southern hip hop», το οποίο χρησιμοποιούνταν έως τότε για τη μουσική.
Στο ίδιο πλαίσιο,κινούνται και trappers όπως ο Gucci Mane, οι Three 6 Mafia και ο Waka Flocka.
Η μεγάλη έκρηξη της trap όμως έγινε λίγο αργότερα. Βρισκόμαστε στο 2012, όταν κυκλοφορεί το κομμάτι «Harlem Shake», το οποίο έγινε viral αρκετά γρήγορα, με αποτέλεσμα το YouTube του 2013 να κατακλυστεί από βίντεο στα οποία μερικούς «περίεργους» τύπους χόρευαν άρρυθμα μπροστά στην κάμερα φορώντας παράξενες μάσκες, φέρνοντας έτσι την trap στο προσκήνιο της mainstream dance μουσικής.
Έκτοτε, η δημοτικότητα της trap προοδευτικά άρχισε να αυξάνεται, με αποτέλεσμα να απορροφά ολοένα και περισσότερους rappers, όχι μόνο της mainstream σκηνής, όπως ο Kanye West, ο οποίος κυκλοφόρησε τόσο παλαιότερα κομμάτια του σε trap remixes, όσο και καινούρια trap κομμάτια του, αλλά και της underground σκηνής που δημοσίευαν τη δουλειά τους στο SoundCloud, αυξάνοντας κατακόρυφα την επισκεψιμότητά του.
Ναι, η τραπ διαφέρει από την ραπ.
Όταν λέμε τραπ εννοούμε τον παγκόσμιο όρο «new school rap» και τον ήχο που έχει εμφανιστεί μετά το 2013 στην Ελλάδα. Ωστόσο, έκανε την εμφάνισή του με διαφορετική θεματολογία στα lyrics σε σχέση με το «παλιό», το flex και όλα τα κλισέ του αμερικανικού ραπ. Βέβαια, στα αυτιά πολλών τι τραπ, τι χιπ χοπ, τι ραπ, όλα ακούγονται το ίδιο. Κι ας μην είναι ταυτόσημα. Οι όροι αυτοί παρουσιάζουν μερικές διαφορές.
Από τη μια, η ραπ περιέχει ρυθμό και λυρικό λόγο, με λέξεις που επαναλαμβάνονται γρήγορα. Κατά βάση, περιλαμβάνει λεξιλόγιο του δρόμου και αργκό εκφράσεις. Στη new wave τραπ, που αποτελεί μετεξέλιξη της ραπ, όλα τα παραπάνω συνοδεύονται με mumble και flex. Από την άλλη, το χιπ χοπ είναι ένα πολιτιστικό κίνημα που ξεκίνησε από το 1970 στο οικονομικά καταπιεσμένο Μπρονξ της Νέας Υόρκης και έκτοτε αποτελεί τρόπο έκφρασης με θεματικές για τη φτώχεια, τον ρατσισμό, την κοινωνική καταπίεση.
Ήταν κοντά στο 2000 όταν ο Νίκος Βουρλιώτης (Nivo) ίδρυσε τη δισκογραφική του «Family the Label» και, έτσι, έπεσε για πρώτη φορά στο τραπέζι της ελληνικής κοινότητας το ζήτημα του διαχωρισμού ανάμεσα στο εμπορικό και το underground ραπ. . Με κάπως άστοχα κριτήρια για αρχή, τέθηκε ότι το αυθεντικό χιπ χοπ μένει εκτός δισκογραφικών εταιρειών.
Είτε, όμως, μέσα από μια ανεξάρτητη παραγωγή είτε μέσα από μια δισκογραφική, η ραπ κρατάει την ταυτότητά της όσο αντιστέκεται στους συμβιβασμούς όσο προβάλλει το πηγαίο. Το πρόβλημα, δηλαδή, δεν είναι στο «Family» και στην κάθε αντίστοιχη δισκογραφική εταιρεία, αλλά στο ότι υπήρξαν καλλιτέχνες που εκμεταλλεύτηκαν το φαντεζί lifestyle που πουλούσε, προσαρμόζοντας τον ήχο τους στα ακούσματα της πλειονότητας, στο εύπεπτο ή/και δεχόμενοι να «ανοίξουν» προγράμματα στα μπουζούκια της παραλιακής.
Για την ιστορία της ελληνικής ραπ, αυτό το κείμενο είναι ένα από τα πληρέστερα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο.
Την τελευταία πενταετία, ο ερχομός του ρεύματος της τραπ δίχασε πάλι τη χιπ χοπ κοινότητα, πάνω κάτω με το ίδιο σκεπτικό. Το αν και κατά πόσο, δηλαδή, αυτό που προβάλλουν τα νέου τύπου κομμάτια ανταποκρίνεται σε κάτι αληθινό, πράγμα που δείχνει κάπως αδύνατο… Αν συγκρίνουμε την πραγματικότητα της Νότιας Αμερικής και των σπιτιών παραγωγής κρακ στην Ατλάντα με την Ελλάδα του σήμερα, οδηγούμαστε σε αδιέξοδο, αν όχι σε γέλια.
Το ζητούμενο στην τραπ, επομένως, παραμένει –όπως και σε κάθε νεοφερμένο ρεύμα– να χωνευτεί από την κοινωνία και να καταφέρουν οι καλλιτέχνες να βγάλουν μια προσαρμοσμένη στα δικά τους βιώματα εκδοχή. Οι βεβιασμένες κόπιες με επιτηδευμένα ακραία θεματολογία μπορεί να έχουν εφήμερη αποδοχή, όμως ξεθωριάζουν γρήγορα στο χρόνο, μιας και δεν έχουν κάτι το πρωτότυπο να παρουσιάσουν.
Κορυφαίοι εκπρόσωποι της ελληνικής τραπ- προς το παρόν, άξιοι μίμοι των αμερικανικών τάσεων και αισθητικής- θα μπορούσαν άνετα να θεωρηθούν οι :
Mad Clip
SNIK
Sin Boy
Toquel
FY
YPO
Saske
Hawk & Sapranov
O.E.
Mente Fuerte
Light
Ένα μεγαλειώδες τραπ κομμάτι (λιγάκι μπασταρδεμένο με ποπ), που έγινε viral και συζητήθηκε ευρέως ακόμα και από πολιτικούς αναλυτές, ήταν το αποτέλεσμα της σύμπραξης του Jay Z με την Beyoncé. Ίσως το βίντεο κλιπ κλέβει την παράσταση, αλλά χρειάζεται γιατί νοηματοδοτεί τους, εκ πρώτης ανάγνωσης, απλοϊκούς, κενούς νοήματος στίχους.
Κάτι τέτοιο χρειαζόμαστε στην Ελλάδα: δυναμικό, ρηξικέλευθο επί της ουσίας (σιγά μην έδιναν στον MadClip το Μουσείο της Ακρόπολης, βέβαια…) και να περνάει ένα μήνυμα που να αφορά στ’ αλήθεια τον κόσμο, το κοινό. Το τραγούδι των Beyonce -Jay Z αφορά τους μαύρους και τις μαύρες και τους λέει κάτι που δεν έχει χιλιοειπωθεί. Η συνάρτηση τραγουδιού και εικόνων-χορογραφίας είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, αριστουργηματική.
Θα ήθελα να δω κάτι διαφορετικό και υψηλό αισθητικά από τον FY, που αισθάνομαι ότι τον χωρίζουν θάλασσες και ωκεανοί από όλους τους υπόλοιπους Έλληνες trappers. Μου άρεσε πολύ κάτι που είπε σε συνέντευξή του στην Lifo:
«Όταν γράφω απευθύνομαι κυρίως στον εαυτό μου. Κάνω μουσική για να αρέσει σε μένα. Από κει και πέρα έχω τα πάντα στο μυαλό μου για να κάνω ραπ. Θεωρώ ότι είμαι από τους λίγους ράπερς που κάνουν τραπ, που μπορούν να πουν ό,τι θέλουν. Μπορεί να μιλάω στο ίδιο κομμάτι για κατάθλιψη, να λέω κάτι τέρμα αληθινό και σοβαρό και μετά να αυτοσαρκάζομαι και να λέω κάτι τέρμα ακραίο.»
Και:
«Ακούω γενικότερα πολλή μουσική, τραπ κυρίως, αλλά κάνω κάτι στάσεις σε παλιά μουσική για να πάρω στοιχεία αναλογικής μουσικής και να βάλω vintage ιδέες στα τραγούδια μου, εφόσον η μουσική που φτιάχνω μου επιτρέπει να κάνω ό,τι θέλω.»
Για λίγη ακόμα ανάλυση σχετικά με την τραπ μουσική, μπορείτε να παρακολουθήσετε αυτό το σχετικά κατατοπιστικό βίντεο.
*Με πληροφορίες (και) από τις σελίδες: Lifo.gr, skra-punk.com, news2u.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις