Θέση για τα όσα τον κατηγόρησε η Λίνα Μενδώνη, πήρε ο Πάνος Σκουρολιάκος, ο οποίος τόνισε ότι πρέπει να ληφθούν πολιτικές ευθύνες για τον διορισμό του Δημήτρη Λιγνάδη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου.
«Με αγανάκτηση πληροφορήθηκα αυτό που είπε η κ. Υπουργός για μένα, ότι γνώριζα επειδή ήμουν ηθοποιός. Μάλιστα έμπλεξε και άλλα πρόσωπα, όπως τον κ. Γεωργουσόπουλο, την κ. Ακρίτα, ότι ξέραμε και θα έπρεπε να ξέρω από φήμες και κουτσομπολιά τι γίνεται. Της απάντησα ότι εγώ τη δουλειά μου δεν την κάνω με φήμες και κουτσομπολιά και δεν είμαι εγώ αυτός που διόρισε τον κ. Λιγνάδη στο Εθνικό Θέατρο. Αυτός ο οποίος πήρε την πολιτική ευθύνη να τον διορίσει πρέπει να απολογηθεί και να απολογηθεί και ο πολιτικός προϊστάμενός του. Πάνω από την κ. Μενδώνη είναι ο πρωθυπουργός. Περιμένουμε να μας πουν γιατί έκαναν αυτή την επιλογή», δήλωσε στο «Έλα Χαμογέλα» και συνέχισε:
«Δεν ζούσε στην παραμεθόριο η κ. Υπουργός όπου δεν είχε ίντερνετ και τηλεόραση. 15 χρόνια ήταν Γενική Γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού. Υπηρέτησε 5 διαφορετικούς υπουργούς. Δεν είχε ακούσει φήμες;».
«Οι προσωπικές και αδιαφανείς επιλογές, αυτές που δεν έχουν να κάνουν με διαφάνεια έχουν και κόστος. Όταν ήρθε στην κυβέρνηση η ΝΔ βρήκε έτοιμη μια προκήρυξη από τον ΣΥΡΙΖΑ δημόσιου ενδιαφέροντος για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Αυτό σήμαινε ότι ανοιχτά, όποιος ήθελε μπορούσε να καταθέσει το βιογραφικό και το όραμά του και ο κάθε Έλληνας πολίτης μπορούσε με ένα κλικ να μπει να δει ποιος έχει καταθέσει τα χαρτιά του. Δεν το έκανε αυτό, κατάργησε την προκήρυξη και επικαλέστηκε λόγους δημοσίου συμφέροντος και πίσω από μια κλειστή πόρτα διόρισε τον κ. Λιγνάδη», πρόσθεσε.
Ο κ. Σκουρολιάκος απάντησε στον λόγο που η κ. Μενδώνη αναφέρθηκε στον ίδιο: «Είχα ρωτήσει πώς μοιράστηκαν τα χρήματα από το “Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός”, χωρίς να δεχτεί προτάσεις. Τότε με εγκάλεσε ότι αμφισβητώ το ήθος του κ. Λιγνάδη. Το social βρήκαν την ερώτηση, παίχτηκε ξανά τώρα και αναγκάστηκε να απαντήσει και σε αυτό».
«Έχουμε υποχρέωση να αποκαταστήσουμε τα πράγματα. Η κοινωνία έχει δεχθεί και έχει αγκαλιάσει τα θύματα. Πρέπει να αποδώσουμε τα θύματα καθαρά και δικαιωμένα, μήπως και ξεθωριάσει η μαυρίλα μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους. Υπάρχει νόμος στο Βέλγιο ή στην Ολλανδία, όπου το αδίκημα δεν παραγράφεται, αν το θύμα μιλήσει μετά τα 30», είπε και επεσήμανε:
«Πρέπει να είμαστε παρόντες και να μην έχουμε άλλες περιπτώσεις. Ό,τι και να φανταζόμουν, αυτό το βάθος και το πλάτος της υπόθεσης δεν το φανταζόμουν».