Κοροναϊός : Μια μάσκα (ή και δύο), μα ποια μάσκα;
Τη στιγμή που υιοθετούνται διπλές μάσκες για μεγαλύτερη προστασία από τα μεταλλαγμένα στελέχη του νέου κορωνοϊού, οι αρμόδιοι οργανισμοί συνεχίζουν να μη συγκλίνουν στις συστάσεις τους. Τα νέα επιστημονικά στοιχεία και πόσο ξεκαθαρίζουν το «μασκοφορεμένο» τοπίο
Kάποτε (για την ακρίβεια πριν από περίπου έναν χρόνο, αλλά μάλλον μοιάζει ήδη με αιώνα) ζούσαμε χωρίς αυτές, τo τελευταίο έτος ζούμε κάθε ημέρα «συντροφιά» με μία και πιθανότατα θα αρχίσουμε, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, να κυκλοφορούμε με δύο τη φορά, αφού αυτό συζητήθηκε σε αρμόδια υποεπιτροπή εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό. Οι μάσκες αποτελούν πλέον μόνιμο πανδημικό «σύντροφό» μας και, όπως ανέφερε στο ΒΗΜΑ-Science επιστημονικό στέλεχος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), θα συνεχίσουν για καιρό ακόμη, καθώς, με δεδομένη την αργοπορία των εμβολιασμών προκειμένου να επιτευχθεί η πολυπόθητη συλλογική ανοσία, απαιτούνται μέτρα προστασίας ώστε να περιοριστεί η μετάδοση και η εξάπλωση του νέου κορωνοϊού. Παρότι η χρήση της μάσκας έχει περάσει όλο αυτό το διάστημα από σαράντα κύματα – ας μην ξεχνάμε τους αρνητές, τις θεωρίες συνωμοσίας, αλλά και τις αντικρουόμενες συστάσεις από διαφορετικούς οργανισμούς – η μάσκα συνεχίζει να αποτελεί ανά την υφήλιο «όπλο» στη φαρέτρα της προστασίας ενάντια στον ιό. Η επιστήμη της… μάσκας εμπλουτίζεται κατά την (μακρά) πανδημική περίοδο με ολοένα και περισσότερα στοιχεία επιχειρώντας να δώσει απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα, όπως ποιο είδος μάσκας μάς προστατεύει καλύτερα αλλά και ποια είναι η σωστότερη εφαρμογή που πρέπει να κάνουμε προκειμένου να προστατεύσουμε εαυτούς και αλλήλους. Ιδού τα νεότερα από το «μασκοφορεμένο» μέτωπο…
Αβεβαιότητες…
To τελευταίο διάστημα η μία μάσκα φαίνεται να γίνεται… δύο. Διπλή μάσκα συνέστησαν προσφάτως τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) προκειμένου να γίνεται καλύτερη εφαρμογή στο πρόσωπο και να μένει το μικρότερο δυνατό περιθώριο σε σταγονίδια και αερολύματα να «τρυπώσουν» και να φθάσουν σε στόμα και μύτη. Η σύσταση αφορά χρήση χειρουργικής μάσκας και υφασμάτινης μάσκας πάνω από τη χειρουργική. Και στη χώρα μας, υποεπιτροπή των εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό εισηγήθηκε τη χρήση των δύο μασκών, αν όχι καθολικά, τουλάχιστον σε περιπτώσεις συνωστισμού και αυξημένου κινδύνου για μετάδοση και διασπορά του SARS-CoV-2 όπως στα σουπερμάρκετ και στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ίσως σε ολόκληρη τη χώρα, ίσως μόνο στις πιο επιβαρυμένες περιοχές). Μέχρι στιγμής πάντως η σύσταση δεν έχει υιοθετηθεί από την κυβέρνηση.
Πάντως, είτε διπλή είτε μονή, η μάσκα δεν φαίνεται να λαμβάνει την… πλήρη ψήφο εμπιστοσύνης του ECDC. Σε τελευταία επικαιροποιημένη έκθεσή του σχετικά με τις μάσκες που δημοσιεύθηκε στις 15 Φεβρουαρίου, το ΕCDC σημειώνει ότι ο ρόλος της στον έλεγχο και στην πρόληψη της COVID-19 παραμένει υπό συζήτηση (να υπογραμμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι ήδη από την αρχή της πανδημίας το ECDC δεν εμφανιζόταν τόσο «ένθερμο» υπέρ των μασκών. Από την άλλη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ενώ αρχικώς δεν συνέστηνε τη χρήση μάσκας έκανε τελικώς στροφή 180 μοιρών συστήνοντας τη χρήση της από τον γενικό πληθυσμό, μια στροφή που είχε προκαλέσει πέρυσι σχόλια και αντιδράσεις).
Επίσημες συστάσεις
Οπως σημείωσε στο ΒΗΜΑ-Science η δρ Αικατερίνη Μουγκού, ειδικός στην Επιδημιολογία, στην Πρόληψη και στον Ελεγχο των Μεταδιδόμενων Νοσημάτων, επιστημονική σύμβουλος του ECDC και μια εκ των συντακτών της έκθεσης, «το συμπέρασμα της ανασκόπησης των υπαρχόντων στοιχείων που διεξαγάγαμε και στην οποία βασίστηκε η επικαιροποιημένη έκθεσή μας ήταν ότι οι ιατρικές μάσκες προσώπου έχουν μικρή ως μέτρια επίδραση στην προστασία τη δική μας αλλά και των άλλων. Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα στην κοινότητα των μη ιατρικών μασκών προσώπου, των αναπνευστήρων (σ.σ.: μάσκες υψηλής αναπνευστικής προστασίας) καθώς και των ασπίδων, τα στοιχεία είναι λίγα και πολύ μικρής βεβαιότητας». Η δρ Μουγκού προσέθεσε πως σε κάθε περίπτωση οι μάσκες προσώπου πρέπει να θεωρούνται ως ένα μόνο μέτρο το οποίο πρέπει να συνδυαστεί με άλλα μέτρα, όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση, η παραμονή στο σπίτι μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων, η τηλεργασία, το σχολαστικό πλύσιμο των χεριών, η αποφυγή επαφής των χεριών με το πρόσωπο, τη μύτη, τα μάτια και το στόμα, στο πλαίσιο της προσπάθειας ελέγχου της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Τόνισε μάλιστα ότι η σωστή χρήση της μάσκας αποτελεί «κλειδί» για την αποτελεσματικότητά της.
Το ΕCDC, παρότι κάνει αναφορά για έλλειψη ολοκληρωμένων στοιχείων σχετικά με το μέγεθος της προστασίας που προσφέρουν οι μάσκες, προχώρησε στην έκθεσή του σε συστάσεις προς το κοινό σχετικά με τη χρήση μάσκας. Με βάση αυτές:
- Σε περιοχές όπου υπάρχει μετάδοση του νέου κορωνοϊού στην κοινότητα, συστήνεται η χρήση ιατρικής ή μη ιατρικής μάσκας σε κλειστούς χώρους με συνωστισμό, ενώ θα μπορούσε να γίνεται χρήση και σε εξωτερικούς χώρους όπου επικρατεί συνωστισμός.
- Σε άτομα που κινδυνεύουν από σοβαρή νόσηση όπως οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα, συστήνεται η χρήση μάσκας τόσο σε εσωτερικούς όσο και σε εξωτερικούς χώρους με συνωστισμό.
- Εντός των σπιτιών η χρήση μάσκας συστήνεται σε άτομα με συμπτώματα COVID-19 ή με επιβεβαιωμένη μόλυνση με τον SARS-CoV-2 καθώς και σε όσους ζουν μαζί τους.
Ποιοτικές διαφορές
Σε ό,τι αφορά το είδος της μάσκας που θα έπρεπε να προτιμάμε, η δρ Μουγκού υπογράμμισε ότι τα υπάρχοντα επιστημονικά στοιχεία δεν μπορούν να υποστηρίξουν μια συγκεκριμένη σύσταση. «Οταν χρησιμοποιούνται μη ιατρικές μάσκες, συστήνεται να πληρούν τις προϋποθέσεις σωστού φιλτραρίσματος του αέρα. Σχετικά με τους αναπνευστήρες, πειραματικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι διαθέτουν καλύτερη διηθητική ικανότητα σε σύγκριση με τις ιατρικές ή άλλου τύπου μάσκες προσώπου. Ωστόσο η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από τη σωστή εφαρμογή τους και ελαττώνεται όταν αυτή δεν είναι η ιδανική. Επιπλέον η αναπνευστική ικανότητα μειώνεται ενώ είναι πιο συχνά και τα πιθανά δερματικά προβλήματα μετά από παρατεταμένη χρήση τους. Επίσης ορισμένοι αναπνευστήρες με βαλβίδα δεν αποτρέπουν την έκλυση σωματιδίων στο περιβάλλον και έτσι πιθανώς δεν είναι κατάλληλοι ως μέσο ελέγχου των λοιμώξεων του αναπνευστικού. Τέλος, το κόστος των αναπνευστήρων είναι σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με αυτό των άλλων μασκών. Ολες αυτές οι παράμετροι δεν δικαιολογούν την ευρεία χρήση των αναπνευστήρων αντί άλλων τύπων μασκών προσώπου στην κοινότητα».
Η ειδικός του ECDC σχολίασε και τη χρήση διπλής μάσκας. Οπως είπε, η διπλή μάσκα έχει προταθεί ως μια προσέγγιση για καλύτερη εφαρμογή της μάσκας στο πρόσωπο, με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία, ειδικά τώρα που τα παραλλαγμένα και, όπως φαίνεται, πιο μεταδοτικά στελέχη του SARS-CoV-2 κυκλοφορούν στην κοινότητα. «Οι προσεγγίσεις αυτές έχουν προταθεί μετά από πειραματικές μελέτες. Ωστόσο τα αποτελέσματα των πειραματικών μελετών δεν μπορούν να μεταφερθούν στην αληθινή ζωή καθώς δεν έχει αποδειχθεί ότι τέτοιες προσεγγίσεις μειώνουν τη μετάδοση των ιογενών λοιμώξεων του αναπνευστικού. Επίσης οι μάσκες που χρησιμοποιούνται σε τέτοια πειράματα δεν είναι αντιπροσωπευτικές αυτών που χρησιμοποιούνται στην κοινότητα. Επιπλέον η χρήση διπλής μάσκας μπορεί να καταστήσει δυσκολότερη την αναπνοή για ορισμένα άτομα».
Θέλει τρόπο!
Οπως βλέπετε (και) η μάσκα δεν θέλει κόπο αλλά κυρίως τρόπο και η σωστή εφαρμογή της έχει αρχίσει να απασχολεί περισσότερο από ποτέ τους ειδήμονες καθώς ο SARS-CoV-2 δείχνει ολοένα και περισσότερο τα… μεταλλαγμένα δόντια του.
Μια νέα μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες στην επιθεώρηση «PLoS ONE» ήλθε να επιβεβαιώσει ότι μετράει τελικώς περισσότερο η σωστή εφαρμογή της μάσκας στο πρόσωπο παρά το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη.
Συγκεκριμένα, με βάση τα ευρήματα της μελέτης ακόμη και μια θεωρούμενη πολύ καλή μάσκα όπως η Ν95 που φιλτράρει το 95% των μικροσκοπικών αιωρούμενων σωματιδίων (της τάξεως των 0,3 μικρομέτρων – εκατομμυριοστών του μέτρου), αν δεν εφαρμοστεί σωστά, δεν προστατεύει περισσότερο από μια απλή υφασμάτινη μάσκα.
Στο πλαίσιο της μελέτης συμμετείχαν επτά εθελοντές οι οποίοι φόρεσαν μάσκες διαφορετικών ειδών – Ν95 και ΚΝ95 που είναι μάσκες υψηλής αναπνευστικής προστασίας, χειρουργικές μάσκες, υφασμάτινες μάσκες. Οι ερευνητές προχώρησαν σε έλεγχο σχετικά με το πόσο καλά είχε γίνει η εφαρμογή της κάθε μάσκας με χρήση μιας συσκευής η οποία μετρούσε τη συγκέντρωση των μικροσκοπικών σωματιδίων στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό μέρος της μάσκας.
Τι προέκυψε; Οι μάσκες Ν95 φάνηκε να προσφέρουν μεγαλύτερο βαθμό προστασίας από τα υπόλοιπα είδη μασκών, ωστόσο δεν εφάρμοζαν όλα τα είδη της Ν95 εξίσου καλά σε όλους τους εθελοντές. Και όταν η εφαρμογή δεν ήταν καλή, η προστασία μειωνόταν σημαντικά.
Συγκεκριμένα, όταν η Ν95 είχε καλή εφαρμογή, φίλτραρε περισσότερο από το 95% του αερολύματος (των μικρότερων σωματιδίων που συντελούν στην αερογενή μετάδοση). Ωστόσο όταν η εφαρμογή της δεν ήταν ικανοποιητική, η προστασία έπεφτε στα επίπεδα που προσφέρει η χειρουργική μάσκα ή και η υφασμάτινη μάσκα.
«Ξέρουμε ότι αν η μάσκα δεν κλείνει καλά στο πρόσωπο, αερολύματα και σταγονίδια μπορούν να περάσουν τόσο από το επάνω μέρος όσο και από τα πλαϊνά σημεία της» ανέφερε η Γιουτζίνια Ο’Κέλι από το Τμήμα Μηχανικής του Κέιμπριτζ, πρώτη συγγραφέας της μελέτης και προσέθεσε: «Δεν είναι αρκετό να υποθέσουμε ότι οποιοδήποτε μοντέλο της Ν95 θα έχει καλή εφαρμογή στην πλειονότητα του πληθυσμού. Για παράδειγμα, η πιο ευρέως εφαρμοζόμενη μάσκα που εξετάσαμε, η 8511 Ν95, είχε καλή εφαρμογή μόνο σε τρεις από τους επτά συμμετέχοντες της μελέτης μας».
Οι ερευνητές του Κέιμπριτζ παραδέχθηκαν ότι το δείγμα της μελέτης τους ήταν μικρό, τόνισαν όμως ότι ελπίζουν πως τα ευρήματά τους θα συμβάλουν στην ανάπτυξη νέων ταχέων και αξιόπιστων τεστ που θα μετρούν την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των μασκών.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι μάσκες θα συνεχίσουν να μας συντροφεύουν για αρκετά μεγάλο διάστημα ακόμη (για αυτόν τον λόγο και είναι σημαντικό κάθε νέο στοιχείο που θα καταστήσει αποτελεσματικότερη τη χρήση τους) καθώς, όπως το έθεσε η δρ Μουγκού του ECDC, «υπάρχει καθυστέρηση στη ροή των εμβολιασμών, αυτή τη στιγμή δεν έχει καλυφθεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού με εμβόλιο, ενώ συγχρόνως τα επίπεδα μετάδοσης της COVID-19 στην κοινότητα είναι υψηλά». Πότε λοιπόν εκτιμά η ειδικός ότι οι… μάσκες (επιτέλους) θα πέσουν; «Τα επίπεδα μετάδοσης του νέου κορωνοϊού αναμένεται να μειώνονται όσο αυξάνεται η εμβολιαστική κάλυψη τους ερχόμενους μήνες, γεγονός που πιθανότατα θα οδηγήσει σε σταδιακή χαλάρωση των μέτρων. Ωστόσο η χρήση μάσκας στην κοινότητα θα είναι ένα από τα τελευταία μέτρα που θα αρθούν, καθώς θα δοθεί προτεραιότητα σε άλλα μέτρα, όπως το άνοιγμα των εστιατορίων και των μπαρ καθώς και η χαλάρωση στα ταξιδιωτικά μέτρα. Η εξάπλωση νέων στελεχών του ιού απειλεί όμως την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, γεγονός που μπορεί να επιβραδύνει τη μείωση της μεταδοτικότητας ή ακόμη και να οδηγήσει σε νέα αύξηση κρουσμάτων. Η στιγμή που θα επιτύχουμε επίπεδα μετάδοσης αρκετά χαμηλά ώστε να έχουμε χαλάρωση των μέτρων θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα εξάπλωσης νέων στελεχών, τη βαρύτητα της νόσου που αυτά τα νέα στελέχη θα προκαλούν και την ταχύτητα ανάπτυξης και χορήγησης καινούργιων εμβολίων τα οποία θα προστατεύουν από τα νέα παραλλαγμένα στελέχη». Με τόσες προϋποθέσεις, μάλλον υποθέτετε μέχρι πότε θα έχουμε τη μάσκα για σύντροφό μας…
Τι ισχύει σε χώρες της Ευρώπης
Με τον φόβο των μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2 να πλανάται πάνω από την υφήλιο και με δεδομένο ότι οι συστάσεις διαφορετικών οργανισμών συνεχίζουν να μην είναι κοινές, κάποιες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη ακολουθήσει με δική τους πρωτοβουλία πιο αυστηρή γραμμή σε ό,τι αφορά τη χρήση μάσκας. Η Γαλλία, η Γερμανία και η Αυστρία κατέστησαν προσφάτως σε ορισμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει συγχρωτισμός, όπως στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, υποχρεωτική τη χρήση μάσκας υψηλής αναπνευστικής προστασίας (τύπου FFP2). Στη Γερμανία μάλιστα έχει πλέον καταστεί υποχρεωτική σε ολόκληρη τη χώρα η χρήση ιατρικής μάσκας, ενώ στη Γαλλία δεν συστήνεται πλέον η χρήση υφασμάτινης μάσκας αν δεν πληροί συγκεκριμένες προδιαγραφές.
Τα «προφίλ» και τα ποσοστά προστασίας
Στη «μασκοφορεμένη» πλέον ζωή μας έχουν μπει νέοι όροι που, αρκετές φορές, συνεχίζουν να προκαλούν σύγχυση. Τι είναι η μάσκα N95 και ποια η διαφορά της από την ΚΝ95; Τι είναι η FFP2; Πόση προστασία παρέχουν οι χειρουργικές και πόση οι υφασμάτινες μάσκες; Ο όρος Ν95 αφορά το αμερικανικό στάνταρντ για τις μάσκες υψηλής αναπνευστικής προστασίας – ο αντίστοιχος όρος για την Κίνα είναι το ΚΝ95 και για την Ευρώπη το FFP2. Oλοι αυτοί οι τύποι μάσκας δεσμεύουν ακόμη και τα πολύ μικρά αιωρούμενα σωματίδια με διάμετρο της τάξεως των 0,3 μικρoμέτρων. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία των CDC, οι χειρουργικές και υφασμάτινες μάσκες, όταν φοριούνται χαλαρά στο πρόσωπο και δεν εφαρμόζουν σωστά, δεν παρέχουν προστασία μεγαλύτερη του 42%-44%. Αν όμως τοποθετηθεί μια υφασμάτινη μάσκα πάνω από μια χειρουργική, δεσμεύεται το 82% των σταγονιδίων από το άτομο που τα εκλύει – σε περίπτωση δε που τόσο το άτομο που εκλύει τα σταγονίδια όσο και εκείνο που βρίσκεται απέναντί του φορούν διπλή μάσκα, δεσμεύεται ποσοστό μεγαλύτερο του 96% των σταγονιδίων. Ακρως αποτελεσματική, σύμφωνα με τα CDC, είναι και η καλύτερη εφαρμογή της χειρουργικής μάσκας στο πρόσωπο δένοντας πιο σφιχτά τα λάστιχα που περνούν από τα αφτιά του χρήστη. Αν γίνει ένας κόμπος στο σημείο όπου το λάστιχο ενώνεται με το ύφασμα, τότε η μάσκα εφαρμόζει καλύτερα στο πρόσωπο και μάλιστα αν τη φορούν με τον ίδιο τρόπο δύο άτομα που αλληλεπιδρούν η δέσμευση σταγονιδίων αγγίζει το 96%.
Η υγρασία στο εσωτερικό της μάσκας «σύμμαχος» ενάντια στην COVID-19
Ενα επιπλέον «ατού» από τη χρήση μάσκας ανακάλυψαν ερευνητές του Εθνικού Ινστιτούτου για τον Διαβήτη, τις Νόσους του Πεπτικού και του Νεφρικού Συστήματος (NIDDK) που είναι ένα από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ). Οπως ανέφεραν πριν από λίγες ημέρες στην επιθεώρηση «Biophysical Journal», η υγρασία που δημιουργείται στο εσωτερικό της μάσκας όταν κάποιος την φορά μπορεί να αποτελέσει «ασπίδα» ενάντια σε ιούς του αναπνευστικού συστήματος όπως ο SARS-CoV-2. Συγκεκριμένα οι επιστήμονες είδαν ότι η μάσκα αυξάνει σημαντικά την υγρασία στον αέρα που ο χρήστης εισπνέει. Τα υψηλότερα επίπεδα υγρασίας στον εισπνεόμενο αέρα πιθανώς εξηγούν για ποιον λόγο η χρήση μάσκας συνδέεται με μικρότερη βαρύτητα νόσησης στα άτομα που μολύνονται με τον νέο κορωνοϊό, σημειώνουν οι ερευνητές: η ενυδάτωση του αναπνευστικού συστήματος είναι γνωστό ότι είναι ωφέλιμη για τον ανοσοποιητικό σύστημα. «Τα υψηλά επίπεδα υγρασίας έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τη βαρύτητα της νόσησης από γρίπη και πιθανώς το ίδιο συμβαίνει και σε ό,τι αφορά την COVID-19 μέσω ενός παρόμοιου μηχανισμού» ανέφερε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Αντριαν Μπαξ. Ποιος είναι αυτός ο μηχανισμός; Τα υψηλά επίπεδα υγρασίας φαίνεται ότι περιορίζουν την εξάπλωση του ιού στους πνεύμονες προάγοντας την απόχρεμψη της βλέννας και των επιβλαβών σωματιδίων που πιθανώς υπάρχουν σε αυτή. Επίσης μπορούν να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό σύστημα μέσω της παραγωγής πρωτεϊνών που ονομάζονται ιντερφερόνες και μάχονται τους ιούς. Να υπογραμμιστεί ότι στο πλαίσιο της μελέτης οι επιστήμονες μελέτησαν τέσσερις τύπους μάσκας: τη Ν95, τη χειρουργική μάσκα τριών φύλλων, τη μάσκα δύο φύλλων με βαμβάκι και πολυεστέρα καθώς και μια πυκνή βαμβακερή μάσκα. Οπως προέκυψε, και οι τέσσερις τύποι μάσκας αύξαναν τα επίπεδα υγρασίας στον εισπνεόμενο αέρα αλλά σε διαφορετικό βαθμό. Σε χαμηλές θερμοκρασίες της τάξεως των περίπου 8 βαθμών Κελσίου, η υγραντική επίδραση όλων των μασκών αυξανόταν σημαντικά. Ωστόσο σε όλες τις θερμοκρασίες – συμπεριλαμβανομένων υψηλών θερμοκρασιών περιβάλλοντος της τάξεως των 36-37 βαθμών Κελσίου – η πυκνή βαμβακερή μάσκα φάνηκε να αναδεικνύεται «πρωταθλήτρια» στην αύξηση των επιπέδων υγρασίας.
‘Εντυπη έκδοση Το Βήμα
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις