Πάνος Μανωλάκος*

Πριν από σχεδόν δυόμιση χρόνια παρακολουθήσαμε την διαδικασία για την επικύρωση του διορισμού του Brett Kavanaugh στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Η πειστική μαρτυρία της Christine Blasey Ford ότι ο Kavanaugh της επιτέθηκε σεξουαλικά, περιέπλεξε, μια ούτως ή άλλως δύσκολη διαδικασία για τον συγκεκριμένο υποψήφιο. Με την ψυχραιμία και την απόσταση που ένας εξωτερικός παρατηρητής πάντα έχει, ήταν πολύ εύκολο να διακρίνουμε μέσα σε αυτή την διαδικασία,  προσωπικές επιθέσεις, προσπάθειες εξόντωσης προσώπων, τον τότε Αμερικανό Πρόεδρο να ειρωνεύεται την Ford, προσπάθειες -επιτυχημένες- να περιοριστεί η έρευνα του FBI γύρω από το γεγονός, εργαλειοποίηση προσώπων και πολλά ακόμα.  Η διαδικασία αυτή μετατράπηκε σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου κάποιος θα είναι απόλυτα νικητής και κάποιος ηττημένος. Το αν ο Kavanaugh πραγματικά είχε τα προσόντα σε επιστημονικό, επαγγελματικό αλλά και ανθρώπινο επίπεδο (στην κατάθεση του φάνηκε να μην έχει την ψυχραιμία και τον απαιτούμενο χαρακτήρα) να είναι ένα από τα μέλη του ανώτατου δικαστηρίου πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Οι αντιπαραθέσεις δεν σταμάτησαν εκεί, συνεχίστηκαν καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας Trump, αλλά έφτασαν μέχρι και την επικύρωση της νίκης Biden με αποκορύφωμα την εισβολή στο Καπιτώλιο.

Τα δύο αυτά κορυφαία γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους, η σύνδεση, είναι η όλο και μεγαλύτερη επικράτηση του ακραίου λόγου με όλα εκείνα τα στοιχεία που τον συνοδεύουν στην σημερινή του εκδοχή. Από τον ανορθολογισμό και τις θεωρίες συνωμοσίας έως την δημιουργία διαχωριστικών γραμμών που αντιλαμβάνονται τα πολιτικά κόμματα όχι με όρους ιδεολογικής διαφωνίας ή ακόμα και αντιπαλότητας, αλλά, ως εχθρούς.

Είναι όμως όλα αυτά ίδιον μόνο της σημερινής Αμερικανικής πολιτικής σκηνής; Προφανώς όχι, αν σβήσουμε τα ονόματα και κρατήσουμε το ύφος και το είδος των αντιπαραθέσεων θα βρούμε δεκάδες παραδείγματα στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Οι διπλές τελευταίες εκλογές ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Οι επιθέσεις σε δημοσιογράφους, πολιτικούς αντιπάλους ακόμα και η προσπάθεια ενοχοποίησης -σε ηθικό επίπεδο- των κατοίκων στο Μάτι δεν είναι τόσο μακρινά, ορισμένα δε, συγκροτούν ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο.

Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις (Ευρωεκλογές και Εθνικές) ζήσαμε το απόγειο -στην πρώτη- και τον σταδιακό περιορισμό αυτής της τακτικής. Στην προεκλογική αρένα των Ευρωεκλογών δεν είχε θυσιαστεί μόνο η αλήθεια, ο πολιτικός πολιτισμός και η μετριοπάθεια, είχε θυσιαστεί και ο ίδιος ο διάλογος για το μέλλον μας. Όλοι θυμόμαστε ότι εκείνη η  προεκλογική εκστρατεία είχε στιγματιστεί από την συζήτηση για το «οικογενειακό παρελθόν» των αρχηγών, τις απίστευτες εκφράσεις του κ.Πολάκη (που για πρώτη φορά είχαν αναγκάσει το κόμμα του, εν μέσω της γενικής κατακραυγής, ουσιαστικά να τον «αποσύρει» από το προσκήνιο), την 13η σύνταξη -που δεν ήταν ακριβώς σύνταξη-, την άδεια στον κ. Κουφοντίνα.  Όλοι όμως θυμόμαστε και τι είχε λείψει, είχε λείψει η συζήτηση για την Ευρώπη, οι θέσεις της Ελλάδας για μια σειρά θεμάτων (από την δημιουργία Ευρωστρατού έως και τις πολιτικές για 4η Βιομηχανική Επανάσταση), ένας πραγματικός απολογισμός πεπραγμένων στο Ευρωκοινοβούλιο.

Τώρα, μετά το «αναγκαστικό διάλλειμα» λόγω κορωνοϊού, φαίνεται ότι επανερχόμαστε στον παλιό, κακό, εαυτό μας.  Με αφορμή την υπόθεση του κ. Λιγνάδη, κάποια πολιτικά στελέχη, τα τρολ του διαδικτύου με την ζηλευτή κομματική αφοσίωση, οι δημοσιογράφοι – προνομιακοί συνομιλητές ξεκίνησαν έναν νέο κύκλο επιθέσεων σε προσωπικό επίπεδο, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια νέα διαχωριστική γραμμή ή έστω να δημιουργήσουν ένα ιδιότυπο κίνημα QAnon που όχι μόνο θα προέρχεται από την αριστερά αλλά και δεν θα αποτελεί ένα grass root κίνημα όπως το αντίστοιχο στις ΗΠΑ. Δεν έλειψαν βεβαίως αντίστοιχα παραδείγματα και από την άλλη πλευρά, ακόμα και βουλευτών που ως τμήμα της «επιχειρηματολογίας» τους επιστράτευσαν τον Άρη Βελουχιώτη!

Εδώ έρχεται η  ευθύνη, πρωτίστως των πολιτικών δυνάμεων και όσων επιθυμούν να αρθρώνουν δημόσιο λόγο, να αποτρέψουν αυτό το πισωγύρισμα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο προσπαθειών, ακόμα και ο λόγος ή το επιχείρημα που σε άλλες περιπτώσεις θα θεωρούνταν προκλητικό μπορεί να καταστεί ωφέλιμο, ιδίως, αν ιδωθεί ως περιγραφή ενός δυστοπικού πολιτικού μέλλοντος.

Τα πρόσωπα, οι θεσμοί, οι διαδικασίες όμως δεν μπορούν και δεν πρέπει να υποτάσσονται στο παιχνίδι της απόλυτης νίκης. Είναι αναγκαίο να γίνει σαφές πως η ως τώρα εδραιωμένη πεποίθηση  οτι δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος μερικώς νικητής, ότι δεν μπορεί στο «πολιτικό παίγνιο» να υπάρχουν νίκες και ήττες και αυτό να συνεχίζεται, θα πρέπει να ανατραπεί. Η απαιτούμενη -για μια λειτουργούσα δημοκρατία- μετριοπάθεια που έχει εκλείψει, με ευθύνη πρωτίστως της προηγούμενης κυβέρνησης, μιας και ο ίδιος ο κ.Τσίπρας είχε -παλιότερα- διατυπώσει ως εκλογικό δίλημμα την φράση «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», πρέπει να επανέλθει ή ορθότερα, να αναδυθεί σε μια σύγχρονη και λειτουργική μορφή της.

Ας επιστρέψουμε όμως στην μετριοπάθεια, πρώτα από όλα ας την αποσυνδέσουμε από την έννοια της συναίνεσης. Όχι γιατί αυτή δεν μπορεί να παραχθεί μέσω -και εξαιτίας- της μετριοπάθειας αλλά γιατί θεωρούμε ότι μετριοπάθεια στην πολιτική σημαίνει -και- σύγκρουση η οποία όμως δεν λαμβάνει βίαια, σχεδόν ανθρωποφαγικά χαρακτηριστικά. Σέβεται με άλλα λόγια τους θεσμούς, το πλαίσιο και τις διαδικασίες και δεν τα εργαλειοποιεί για να στοχεύσει αντιπάλους. Ο σκοπός δηλαδή, δεν αγιάζει τα μέσα. Δεν ζητούμε λοιπόν συναίνεση, δεν πιστεύουμε πως η χώρα θα προοδεύσει αν «όλοι μαζί τα βρουν και κυβερνήσουν», πιστεύουμε όμως στην αναγκαιότητα επικράτησης και ομαλής λειτουργίας του θεσμικού πλαισίου άσκησης πολιτικής.

Όσο περίεργο ή παράξενο και αν φαντάζει χρειαζόμαστε σύγκρουση με όρους μετριοπάθειας. Σύγκρουση ικανή να παράγει αποτελέσματα στο επίπεδο των συσχετισμών και των πολιτικών που θα ακολουθούνται. Σύγκρουση που θα αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένα καθολικός και απόλυτος νικητής, η ίδια η συνθετότητα της κοινωνίας μας δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Σύγκρουση λοιπόν, ιδεών, απόψεων, επιχειρημάτων. Με άλλα λόγια, κανονική πολιτική.

*Κοινωνιολόγος, συνιδρυτής «The Catalyst»