Αν εγκαταλείψει η Τουρκία τους S400
Οσο και αν μοιάζει οξύμωρο, για την Ελλάδα είναι πολύ πιο επικίνδυνο να εγκαταλείψει η Τουρκία τους ρωσικούς πυραύλους, παρά να τους διατηρεί σε επιχειρησιακή ετοιμότητα
Oι ρωσικοί πύραυλοι S400 βρέθηκαν από την πρώτη ημέρα στο επίκεντρο των σχέσεων της Τουρκίας με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Ηταν αναμενόμενο, καθώς η πάγια θέση και του State Department και του Πενταγώνου είναι ότι η πρόσκτηση αυτών των όπλων από χώρα του ΝΑΤΟ δεν γίνεται αποδεκτή. Επίσης επειδή οι κυρώσεις είχαν νομοθετηθεί με ευρεία διακομματική πλειοψηφία στις ΗΠΑ ήδη από την εποχή Τραμπ. Συνεπώς, από αμερικανικής πλευράς, δεν έχει αλλάξει κάτι. Τι θα συμβεί όμως αν αλλάξει από τουρκικής; Κάτι που διαφαίνεται ήδη και από τη δήλωση Ερντογάν ότι «τα κοινά μας συμφέροντα με τις ΗΠΑ αντισταθμίζουν μακράν τις διαφορές απόψεων».
Οσο και αν μοιάζει οξύμωρο, για την Ελλάδα είναι πολύ πιο επικίνδυνο να εγκαταλείψει η Τουρκία τους ρωσικούς πυραύλους, παρά να τους διατηρεί σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Ο λόγος είναι ότι για την εγκατάλειψη θα θέσει τους δικούς της όρους. Δεν υπάρχει πιθανότητα να έρθει ένα πρωί που απλώς θα κάνει πίσω. Αν τελικά κάνει, αυτό θα συμβεί μόνον στο πλαίσιο μίας σκληρής αμερικανοτουρκικής διαπραγμάτευσης. Και η πιθανότητα να ζητηθεί σε αυτήν ένα τίμημα που θα σχετίζεται με τις τουρκικές απαιτήσεις εις βάρος της Ελλάδας είναι πολύ αυξημένη. Γιατί αυτό είναι το μόνο που ενδιαφέρει σήμερα τόσο πολύ την Τουρκία, ώστε να θελήσει να «συναντηθεί» με τις ΗΠΑ σε κάτι που ενδιαφέρει τόσο πολύ εκείνες. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα έχει να δείξει μία πρώτη επιτυχία στην εξωτερική πολιτική της αν αναγκάσει την Αγκυρα να κάνει πίσω. Αυτό θα επιτρέψει στην Ουάσιγκτον να επουλώσει ταχύτερα τα τραύματά της και εντός του ΝΑΤΟ, στο οποίο, για πρώτη φορά από την εποχή της ίδρυσής του, το 1949, η αμερικανική ηγεμονία αμφισβητήθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Τώρα που γκρεμίζονται οι τουρκικές αυταπάτες για τους πυραύλους έρχεται η ώρα του ρεαλισμού, τον οποίο όμως η Τουρκία θα πουλήσει πολύ ακριβά. Αυτό, εν μέσω ελληνοτουρκικού διαλόγου και με διαρκή την απειλητικότητα της Τουρκίας. Οχι μόνον στα λόγια, αλλά και στην πράξη, σε αμιγώς στρατιωτικό επίπεδο. Οπως δείχνει και το «Τσεσμέ», τα πράγματα στο Αιγαίο κάθε άλλο παρά έχουν ηρεμήσει με τον διάλογο. Και πάντοτε με την έντονη ενεργό παρουσία της Γερμανίας στο παρασκήνιο που βάζει διαρκώς πλάτη στην Αγκυρα. Κάτι που έχει κεντρική σημασία σήμερα, από τη στιγμή που ο νέος αμερικανός πρόεδρος έχει θέσει ως κορυφαία προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του την επανασύσφιξη των σχέσεων της Ουάσιγκτον με την ΕΕ – δηλαδή με το Βερολίνο.
Η εγκατάλειψη των ρωσικών πυραύλων θα είναι αρνητική εξέλιξη για δύο χώρες αν και για εντελώς διαφορετικούς άσχετους μεταξύ τους λόγους: για τη Ρωσία και για την Ελλάδα, η οποία ούτε κινδύνευσε ούτε θα κινδυνεύσει ποτέ από τα ρωσικά αυτά όπλα. Που ουδέποτε θα ήταν δυνατό να στραφούν κατά νατοϊκής χώρας. Αντίθετα, τα αμερικανικά αεροσκάφη F35 τα οποία πάλι επιχειρεί να πάρει η Τουρκία, θα συνιστούσαν απολύτως υπαρκτό κίνδυνο. Χρήση των πυραύλων θα ισοδυναμούσε με αυτοκαταστροφή του ΝΑΤΟ. Και αυτό δεν θα γινόταν ποτέ ανεκτό πρωτίστως από τους Αμερικανούς και όχι μόνον. Είναι ένα όριο που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ξεπεραστεί. Ομως το να βελτιωθούν εκ νέου οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις και αυτό να κοστίσει έστω και έμμεσα στην Ελλάδα είναι κάτι που ασφαλώς μπορεί να συμβεί. Μπορεί να έχει επιπτώσεις. Αν και η ελληνοαμερικανική συνεργασία, ιδίως στο στρατιωτικό πεδίο όπως δείχνει και η Αλεξανδρούπολη, βρίσκεται ήδη σήμερα στο καλύτερο επίπεδο της ιστορίας της. Ευτυχώς.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις