Νικολάι Γκόγκολ : Το απαύγασμα της κοινωνικής σάτιρας
Ο Νικολάι Γκόγκολ απεβίωσε στη Μόσχα στις 4 Μαρτίου 1852, σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών
«Ο επιθεωρητής», το θεατρικό αριστούργημα του Γκόγκολ, ολοκληρώθηκε σε διάστημα δύο μηνών, από τον Οκτώβριο έως το Δεκέμβριο του 1835.
Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας, όπου οι κρατικοί υπάλληλοι —από τον επικεφαλής τους, τον έπαρχο, έως τον τελευταίο στην ιεραρχική κλίμακα— συμπεριφέρονται ως δυνάστες του λαού, με κύρια και ουσιαστική τους ασχολία τις απάτες, τους εκβιασμούς και τον εκφοβισμό των απλών ανθρώπων που ζουν στην πόλη αυτήν.
Όμως, η ιδεώδης αυτή κατάσταση για τους ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού διαταράσσεται ξαφνικά από την είδηση ότι επίκειται η άφιξη ενός υψηλόβαθμου επιθεωρητή, ο οποίος προτίθεται να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίον ασκούν τα καθήκοντά τους και να επιβάλει κυρώσεις σε εκείνους που δεν τα ασκούν όπως πρέπει.
Επίσης, προκειμένου να μπορέσει να κάνει καλύτερα τη δουλειά του, έρχεται ινκόγκνιτο.
Και ενώ οι φήμες οργιάζουν, ένας ξένος, με ύφος αρκετά αυστηρό και με ανάλογους τρόπους, φθάνει στο πανδοχείο της πόλης.
Όλοι υποπτεύονται πως είναι ο επιθεωρητής, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για τον κατώτερο υπάλληλο ενός υπουργείου, με το όνομα Χλεστιακόβ, που επιστρέφει από την άδειά του απένταρος, καθώς έχει χάσει όλα του τα λεφτά στα χαρτιά και δεν είναι σε θέση να πληρώσει ούτε για τη διαμονή του στο πανδοχείο.
Ο έπαρχος τον προσκαλεί στο σπίτι του, για να εξασφαλίσει την εύνοια του κυρίου επιθεωρητή.
Ο τελευταίος, δηλαδή ο ασήμαντος Χλεστιακόβ, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, τρομοκρατεί τους πάντες και ερωτοτροπεί με τη γυναίκα και την κόρη του επάρχου.
Όμως, ακόμη και όταν ο Χλεστιακόβ φεύγει, ένας νέος κύκλος βασάνων ανοίγει για τους κρατικούς υπαλλήλους της πόλης, καθώς, αυτήν τη φορά, καταφθάνει ο πραγματικός επιθεωρητής.
Το στοιχείο που διαφοροποιεί το έργο «Ο επιθεωρητής» από τις κωμωδίες της εποχής του και το καθιστά κλασικό δημιούργημα στο χώρο της κοινωνικής σάτιρας είναι το ότι οι χαρακτήρες που μας παρουσιάζει είναι και παραμένουν αληθινοί.
Επίσης, το έργο διακρίνεται για τη γλαφυρή περιγραφή της αυταρχικότητας και της δουλοπρέπειας των δημοσίων υπαλλήλων ενός απολυταρχικού κράτους.
Ο ίδιος ο Γκόγκολ γράφει χαρακτηριστικά: «Στον Επιθεωρητή μου επιδίωξα να συγκεντρώσω και να σατιρίσω μια για πάντα ό,τι σάπιο υπάρχει στη Ρωσία, όλες τις αδικίες που διαπράττονται, εκεί ακριβώς όπου θα είχαμε την αξίωση να βασιλεύει η απόλυτη δικαιοσύνη».
«Ο επιθεωρητής» αποτελεί τη λαμπρότερη διακωμώδηση όχι μόνο της τσαρικής γραφειοκρατίας αλλά και της κοινωνικής διαφθοράς σε κάθε χώρα και σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο.
Γι’ αυτόν το λόγο ο Γκόγκολ δέχτηκε ανελέητες επιθέσεις την επομένη της πρώτης παράστασης του «Επιθεωρητή».
Με αφορμή τις επιθέσεις αυτές έγραψε στο φίλο του Στσέπκιν:
«Τώρα καταλαβαίνω τι σημαίνει να είσαι κωμωδιογράφος. Την παραμικρή αλήθεια —ακόμη και ίχνος αυτής της αλήθειας— αν πεις, έχεις να αναμετρηθείς όχι μονάχα με άτομα, αλλά με ολόκληρες τάξεις».
Από αυτήν την άποψη, «Ο επιθεωρητής» αποτελεί ένα από τα κλασικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας στο χώρο της κοινωνικής σάτιρας.
*Τις ανωτέρω πληροφορίες για τον «Επιθεωρητή» του Νικολάι Γκόγκολ άντλησα από το διαδικτυακό τόπο των Εκδόσεων Γκοβόστη (govostis.gr).
Ο θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ γεννήθηκε στο Μπολσίγιε Σορότσιντσι της Ουκρανίας (πλησίον της πόλης Πολτάβα) την Πρωταπριλιά του 1809.
Η μητέρα του ήταν απόγονος πολωνών γαιοκτημόνων, ο δε πατέρας του ένας Κοζάκος με πνευματικές ανησυχίες, που είχε γράψει μάλιστα ορισμένα ποιήματα και θεατρικά έργα στα ουκρανικά και τα ρωσικά.
Από το 1821 έως το 1828 ο Γκόγκολ φοίτησε στο γυμνάσιο ανώτερων επιστημών της Νίζνας (Νιέζιν), όπου ξεχώρισε για τη σαρκαστική γλώσσα του, τα πεζά και τα ποιήματα που δημοσίευε σε ένα περιοδικό, καθώς και την κωμική σκιαγράφηση των χαρακτήρων που παρουσίαζε σε θεατρικές παραστάσεις.
Το 1828 ο Γκόγκολ μετέβη στην Πετρούπολη, όπου έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, εγκαταλείποντας πλέον οριστικά τη φιλοδοξία του να διακριθεί στα νομικά και να γίνει ανώτερος δημόσιος υπάλληλος.
Το 1831, έτος της καθοριστικής για τον ίδιον γνωριμίας του με τον Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, ο Γκόγκολ βραβεύτηκε για την πρώτη συλλογή διηγημάτων του.
Αργότερα έγραψε το κλασικό έργο «Ταράς Μπούλμπα», ενώ το 1842 εκδόθηκε ένα από τα αρτιότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, οι «Νεκρές ψυχές».
Επίσης το 1842 κυκλοφόρησε ένα ακόμη διάσημο έργο του Γκόγκολ, «Το παλτό», διήγημα για έναν υπάλληλο που πέφτει θύμα της κοινωνικής αδικίας στη Ρωσία.
Το επόμενο έτος ο Γκόγκολ πραγματοποίησε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.
Στο δρόμο της επιστροφής ένας ιερέας τον έπεισε πως το καλλιτεχνικό έργο του ήταν αμαρτωλό, κάτι που τον οδήγησε στην απόφαση να καταστρέψει διάφορα αδημοσίευτα χειρόγραφά του.
Ο Γκόγκολ, ο οποίος επηρέασε σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη της παγκόσμιας λογοτεχνίας με το λυρισμό, το χιούμορ και τη διεισδυτικότητά του, θεωρείται ο πατέρας του ρωσικού ρεαλισμού.
Ο Νικολάι Γκόγκολ απεβίωσε στη Μόσχα στις 4 Μαρτίου 1852, σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών.
Στα σημαντικότερα έργα του, πέραν των προαναφερθέντων, συγκαταλέγονται «Τα παντρολογήματα», η «Λεωφόρος Νιέφσκι», «Η μύτη» και το «Ημερολόγιο ενός τρελού».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις